Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Άγιος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης (ο Παλαμάς) – 150 φυσικά, θεολογικά, ηθικά και πρακτικά κεφάλαια . (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Δ΄).


.
Άγιος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης (ο Παλαμάς)
.
150 φυσικά, θεολογικά, ηθικά και πρακτικά κεφάλαια
.
1. Ότι ο κόσμος έχει αρχή, και η φύση το διδάσκει, και η ιστορία το πιστοποιεί, και οι εφευρέσεις των τεχνών και οι νομοθεσίες και οι πολιτικές εξουσίες το αποδεικνύουν καθαρά. Γνωρίζομε τους εφευρέτες σχεδόν όλων των τεχνών, τους νομοθέτες των νόμων και όσους είχαν την εξουσία στις διάφορες χώρες· ακόμη γνωρίζομε εκείνους που έγραψαν για ο,τιδήποτε από την αρχή. Κανένα από αυτούς δε βλέπομε να υπερβαίνει τη γένεση του κόσμου και του χρόνου, την οποία εξιστόρησε ο Μωυσής. Κι ο ίδιος ο Μωυσής που έγραψε την αρχή της γενέσεως του κόσμου, με τόσα έργα και λόγια θαυμαστά, μάς έδωσε αναμφισβήτητες πιστοποιήσεις της αλήθειας των λεγομένων του, ώστε να πείσει όλους σχεδόν τους ανθρώπους και να τους κάνει να περιγελούν εκείνους που σοφίστηκαν τα αντίθετα. Γιατί και αυτή η φύση του κόσμου τούτου, έχοντας πάντοτε ανάγκη από πρόσφατη αρχή για το κάθε τι και μην μπορώντας να υπάρξει καθόλου χωρίς αυτή, φανερώνει από τα ίδια τα πράγματα την πρώτη της αρχή, η οποία δεν είχε άλλη αρχή.
.
2. Ότι ο κόσμος δεν έχει μόνο αρχή, αλλά θα έχει και τέλος, η ίδια η φύση του κόσμου το παρουσιάζει ως ενδεχόμενο, καθώς είναι σαν να πεθαίνει διαρκώς τμηματικά. Βέβαιη όμως και αναμφισβήτητη πίστη γι’ αυτό μάς παρέχει η προφητεία των θείων ανθρώπων και κυρίως του Χριστού, του Θεού των όλων. Κι αυτούς είναι ανάγκη να τους πιστεύουν ως αληθινούς όχι μόνο οι ευσεβείς, αλλά και οι ασεβείς, αφού τους βλέπουν να βγαίνουν αληθινοί και σ’ ολα τα άλλα που προείπαν. Μπορούμε δε να μάθομε από αυτούς ότι ο κόσμος όλος αυτός δε θα πέσει στην απόλυτη ανυπαρξία, αλλά θα μεταβληθεί όπως και τα σώματά μας, καθώς θα διαλυθεί και θα μεταστοιχειωθεί προς το θεϊκότερο με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, ώστε να είναι ανάλογος μ’ εμάς.
.
3. Ο ουρανός, λένε οι Έλληνες σοφοί, περιστρέφεται από τη φύση της κοσμικής ψυχής, και τούτο το διδάσκει και το δίκαιο και η λογική. Ποιο δίκαιο; Ποιά λογική; Γιατί αν δεν περιστρέφεται ο ουρανός από τη δική του φύση, αλλά από τη φύση της κοσμικής ψυχής που λένε, και η κοσμική ψυχή περιλαμβάνει όλο τον κόσμο, πώς δεν περιστρέφεται και η γη και το νερό και ο αέρας;Παρόλο που, σύμφωνα με αυτούς, η κοσμική ψυχή είναι αεικίνητη, η γη είναι σταθερή από τη δική της φύση, όπως και το νερό, που κατέλαβε το κάτω μέρος. Έτσι και ο ουρανός, κινείται πάντοτε κυκλικά από τη δική του φύση, κατέχοντας το επάνω μέρος. Τι είδους είναι η κοσμική ψυχή, σύμφωνα με τη φύση της οποίας κινείται ο ουρανός; Είναι άραγε λογική; Τότε θα ήταν και αυτεξούσια, και δε θα κινούσε με τις ίδιες κινήσεις πάντοτε το σώμα του ουρανού.Γιατί τα αυτεξούσια πότε κινούνται έτσι και πότε αλλιώς. Και ποιο ίχνος λογικής βλέπομε στην κατώτατη αυτή σφαίρα, δηλαδή τη γη, ή στα πολύ κοντινά της, δηλαδή το νερό, τον αέρα ή και την ίδια τη φωτιά; Γιατί είναι και αυτών η κοσμική ψυχή. Και πώς πάλι άλλα είναι έμψυχα και άλλα άψυχα; Και αυτά, σύμφωνα μ’ αυτούς.Και δεν είναι όποια έτυχε, αλλά όλα τα πετρώματα, όλα τα μέταλλα, όλο το χώμα, το νερό, ο αέρας, η φωτιά. Γιατί αυτοί λένε ότι κι η φωτιά κινείται από τη δική της φύση, όχι από την κοσμική ψυχή. Αφού λοιπόν αυτή η ψυχή είναι κοινή, πώς μόνο ο ουρανός κινείται από τη φύση αυτής κι όχι από τη δική του; Να υποθέσομε ότι δεν είναι λογική η ψυχή που σύμφωνα μ’ αυτούς κινεί το ουράνιο σώμα; Πώς είναι δυνατόν; Αφού είναι, σύμφωνα μ’ αυτούς, η πηγή των ψυχών μας. Αν όμως δεν είναι λογική, θα είναι αισθητική ή φυσική.Αλλά καμιά τέτοια ψυχή δε βλέπομε να κινεί κάποιο σώμα χωρίς όργανα. Οργανικό όμως μέλος δε βλέπομε κανένα, ούτε της γης, ούτε του ουρανού, ούτε κανενός άλλου από τα στοιχεία τους, αφού κάθε όργανο γίνεται με σύνθεση διαφορετικών φύσεων, ενώ κάθε στοιχείο έχει απλή φύση, και μάλιστα ο ουρανός. Η ψυχή λοιπόν είναι εντελέχεια* σώματος οργανικού, το οποίο έχει ζωή δυνάμει. Ο ουρανός όμως, μη έχοντας κανένας μέλος ή μέρος οργανικό, δεν μπορεί ούτε να ζει.Πώς λοιπόν μπορεί να έχει ψυχή, εκείνο που δεν μπορεί να έχει ζωή; Έπεσαν έξω επομένως στους μάταιους συλλογισμούς τους και από την άσοφη καρδιά τους επινόησαν μιά ψυχή που μήτε υπάρχει, μήτε υπήρξε, μήτε μέλλει να υπάρξει. Και αυτήν την ψυχή την ανακήρυξαν δημιουργό και κυβερνήτη και προνοητή όλου του αισθητού κόσμου, και ρίζα και πηγή των ψυχών μας, ή μάλλον όλων των ψυχών.Kι η ίδια, είπαν, οφείλει τη γένεσή της σε νου· ο κάποιος αυτός νους όμως λένε ότι είναι διαφορετικός στην ουσία από τον κορυφαίο Νου, τον οποίο αυτοί τον λένε Θεό. Αυτά είναι που δογματίζουν οι κορυφαίοι τους στη σοφία και τη θεολογία. Δεν είναι καθόλου καλύτερο το σέβας τους από εκείνων που θεοποιούν θηρία και πέτρες· ή μάλλον είναι πολύ χειρότερο. Γιατί τα θηρία, ο χρυσός, η πέτρα κι ο χαλκός είναι κάτι, κι ας είναι τα τελευταία μεταξύ των κτισμάτων. Κοσμική όμως ψυχή που κινεί τα άστρα, ούτε υπάρχει, ούτε είναι κάτι, αφού δεν είναι απολύτως τίποτα, εκτός από μυθοπλασία νοσηρής διάνοιας.
.
4. Επειδή, λένε, είναι ανάγκη να κινείται το σώμα του ουρανού, και παραπέρα δεν υπάρχει τόπος για να προχωρήσει, ξαναγυρίζει προς τον εαυτο του κι έτσι η κίνησή του είναι περιστροφή. Πολύ καλά. Αν λοιπόν είχε τόπο, θα πήγαινε προς τα επάνω, όπως και η φωτιά, και ακόμη περισσότερο από τη φωτιά, γιατί είναι ελαφρότερο από αυτήν. Αυτή όμως η κίνηση δεν οφείλεται στη φύση κάποιας ψυχής, αλλά στη φύση της ελαφρότητας. Αν λοιπόν η κίνηση του ουρανού είναι περιστροφή, κι αυτό προέρχεται από τη φύση τη δική του και όχι της ψυχής, άρα το ουράνιο σώμα περιστρέφεται όχι από τη φύση της ψυχής, αλλά από τη δική του φύση. Αρα λοιπόν, ούτε ψυχή έχει, ούτε υπάρχει κάποια ουράνια ή παγκόσμια ψυχή. Η μόνη λογική ψυχή είναι η ανθρώπινη, που δεν είναι ουράνια, αλλά υπερουράνια, και τούτο όχι τοπικά, αλλά από τη φύση της, επειδή είναι νοερή ουσία.
.
5. Το ουράνιο σώμα δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να προχωρεί, ούτε να επεκτείνεται προς τα επάνω. Όχι επειδή δεν υπάρχει τόπος παραπέρα. Γιατί η έπειτ’ απ’ αυτό σφαίρα του αιθέρα που περιλαμβάνεται απ’ αυτό, δεν προχωρεί προς τα επάνω, όχι γιατί δεν υπάρχει τόπος για να προχωρήσει —είναι απλωμένο γύρω απ’ αυτή το πλάτος του ουρανού. Αλλά δεν επεκτείνεται πιο πάνω από αυτό, γιατί αυτό είναι λεπτότερο απ’ αυτήν. Γι’ αυτό και είναι πιο πάνω κατά φυσικό λόγο. Όχι λοιπόν γιατί δεν έχει τόπο πιο πάνω του, γι’ αυτό δεν προχωρεί προς τα επάνω ο ουρανός, αλλά γιατί κανένα σώμα δεν είναι λεπτότερο και ελαφρότερο απ’ αυτόν.
.
6. Κανένα σώμα δεν είναι ψηλότερα από το ουράνιο σώμα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο τόπος επάνω από τον ουρανό δε δέχεται άλλο σώμα, αλλά ότι κάθε σώμα το συμπεριλαμβάνει ο ουρανός, και κανένα σώμα δεν υπάρχει παραπέρα. Αν όμως μπορούσε να περάσει εκεί, τότε, όπως πιστεύομε οι ευσεβείς, δε θα ήταν απαράδεκτο σ’ εκείνον τον πάνω από τον ουρανό τόπο. Γιατί ο Θεός που γεμίζει τα πάντα και που επεκτείνεται και προς τα επέκεινα του ουρανού επ’ άπειρον, υπήρχε και προ του κόσμου και γέμιζε, όπως και τώρα, όλο τον τόπο του κόσμου. Και αυτό δεν εμπόδισε καθόλου να υπάρξει σώμα μέσα σ’ αυτόν τον τόπο. Επομένως ούτε εκτός του ουρανού θα υπάρξει κανένα εμπόδιο ώστε να μην υπάρχει τόπος, όπως εκείνος που περιέχει τον κόσμο ή εκείνος που έγινε μέσα στον κόσμο, για να υπάρχει σώμα μέσα σ’ αυτόν.
.
7. Πώς λοιπόν, αφού δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο, δεν κατευθύνεται προς τα επάνω η κίνηση του ουρανίου σώματος, αλλά ξαναγυρίζει στον εαυτό του και κινείται κυκλικά; Επειδή έχει την ιδιότητα να έρχεται στην επιφάνεια όλων των άλλων, ως το πιο λεπτό απ’ όλα, είναι ψηλότερα από κάθε σώμα και πάρα πολύ ευκίνητο. Κάτι το άκρως συμπιεσμένο είναι και βαρύτατο και καταλαμβάνει την κατώτατη θέση, ενώ το ελαφρότατο είναι και ανώτατο και συγχρόνως πάρα πολύ ευκίνητο. Αφού λοιπόν το ουράνιο σώμα κινείται εκ φύσεως πάνω από την επιφάνεια των άλλων, κι αυτό που έχει τέτοια ιδιότητα δεν μπορεί από τη φύση του να χωριστεί από εκείνα, πάνω από την επιφάνεια των οποίων βρίσκεται· κι αφού αυτά είναι σφαιρικά, κατ’ ανάγκη τρέχει γύρω από αυτά ακατάπαυστα. Και τούτο όχι από τη φύση κάποιας ψυχής, αλλά από τη δική του σωματική φύση, αφού και μετακινείται από τόπο σε τόπο διαδοχικά. Αυτή η κίνηση χαρακτηρίζει κατεξοχήν το ουράνιο σώμα, όπως και η αντίθετη κατάσταση της στάσεως είναι ιδίωμα των σωμάτων με αντίθετες ιδιότητες.
.
8. θα μπορούσε να δει κανείς και στους κοντινούς μας ανέμους, ότι κατά την κίνησή τους γύρω από τα μέρη, πάνω από την επιφάνεια των οποίων βρίσκονται, δεν χωρίζονται από αυτά, ούτε και προχωρούν καθόλου προς τα πιο πάνω. Και τούτο όχι γιατί δεν υπάρχει τόπος, αλλά γιατί εκείνα που βρίσκονται πιο πάνω από αυτούς είναι ελαφρότερα. Μένουν στην επιφάνεια εκείνων, πάνω από τα οποία βρίσκονται, γιατί είναι κατά τη φύση τους ελαφρότεροι από αυτά. Και κινούνται γύρω από αυτά όχι λόγω ψυχικής φύσεως, αλλά λόγω της φύσεως της δικής τους. Και αυτή νομίζω τη μέτρια ομοιότητα θέλοντας να δείξει ο σε όλα σοφός Σολομών, με το ίδιο όνομα των ανέμων ονόμασε το ουράνιο σώμα γράφοντας: «Ο άνεμος διαγράφει κύκλους στην πορεία του, και ξαναγυρίζει συμπληρώνοντας τους κύκλους του»(Εκκλ.. 1, 6). Απέχει δε από τα ανώτερα η φύση των ανέμων και από την ταχύτατη κίνηση εκείνων, όσο υστερεί και από την ελαφρότητά τους.
.
9. Δύο ζώνες της γης είναι αντίστοιχα εύκρατες και κατοικήσιμες, κατά τους σοφούς των Ελλήνων. Η κάθε μία χωρίζεται σε άλλες δύο και έτσι γίνονται τέσσερις. Γι’ αυτό και υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πάνω στη γη τέσσερα γένη ανθρώπων, τα οποία δεν μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους. Γιατί, σύμφωνα με τους σοφούς αυτούς, υπάρχουν άνθρωποι που κατοικούν την αντεύκρατη σ’ εμάς ζώνη από τα πλάγια, οι οποίοι χωρίζονται από εμάς με τη διακεκαυμένη ζώνη της γης. Απέναντι από αυτούς κατοικούν, κατά τη γνώμη τους, εκείνοι που ζουν κάτω από αυτή τη ζώνη. Κατά παρόμοιο τρόπο υπάρχουν και εκείνοι που κατοικούν κάτω από εμάς. Τους πρώτους τους ονομάζουν «αντικείμενους» προς εμάς, ενώ τους άλλους «αντίποδες» και «αντεστραμμένους». Κι όλα αυτά γιατί δε γνωρίζουν ότι εκτός από το ένα δέκατο της γήινης σφαίρας, όλο σχεδόν το υπόλοιπο καλύπτεται από τα νερά της αβύσσου.
.
10. Θα μπορούσε κανείς να γνωρίζει ότι εκτός από τη γνωστή οικουμένη, κανένα άλλο μέρος της γης δεν είναι κατοικήσιμο, γιατί καλύπτεται από τα νερά της αβύσσου. Αρκεί να σκεφτεί ότι υπάρχει ισομοιρία στα τέσσερα στοιχεία (γη, νερό, αέρας, φωτιά), από τα οποία αποτελείται ο κόσμος, και ότι η σφαίρα καθενός από αυτά έχει μέγεθος διαφορετικό από των άλλων, ανάλογα με την αραιότητά του. Σ’ αυτό συμφωνεί κι ο Αριστοτέλης που λέει ότι υπάρχουν πέντε στοιχεία (προσθέτει τον αιθέρα), τοποθετημένα σφαιρικά σε πέντε χώρους. Και πάντοτε ο μικρότερος περιέχεται στό μεγαλύτερο· η γη στο νερό, το νερό στον αέρα, ο αέρας στη φωτιά, η φωτιά στόν αιθέρα. Και αυτός είναι ο κόσμος.
.
11. Ο αιθέρας λοιπόν ολοφάνερα έχει όγκο πολλαπλάσιο από τη φωτιά (η οποία τον θερμαίνει, γι’ αυτό ονομάζεται και «υπέκκαυμα»). Η φωτιά έχει πολλαπλάσιο όγκο από την αερώδη σφαίρα, όπως κι ο αέρας από το νερό, και το νερό από τη γη, η οποία είναι πάρα πολύ συμπιεσμένη κι έχει τον πιο μικρό όγκο από τα τέσσερα στοιχεία τα κάτω από τον ουρανό. Επειδή λοιπόν είναι πολλαπλάσιο το μέγεθος της υδάτινης σφαίρας από το μέγεθος της γης, αν οι δύο αυτές σφαίρες, της γης δηλαδή και του νερού, είχαν το ίδιο κέντρο, το νερό θα πλημμύριζε όλη τη γη και δε θα άφηνε κανένα μέρος της να χρησιμοποιούν τα χερσαία ζώα, καθώς θα κάλυπτε τελείως το έδαφος και θα άφηνε όλη την επιφάνεια της γης σε μεγάλο βάθος. Αφού όμως το νερό δεν περιλαμβάνει όλη την επιφάνεια της γης —η ξηρά, για παράδειγμα τής γύρω από μας οικουμένης είναι ακάλυπτη—, κατ’ ανάγκην η σφαίρα του νερού έχει διαφορετικό κέντρο. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσομε πόσο απέχει και που είναι αυτό το κέντρο· είναι χαμηλότερα ως προς εμάς ή ψηλότερα; Το δεύτερο είναι αδύνατο, γιατί ένα μέρος της επιφάνειας του νερού το βλέπομε κάτω από εμάς. Άρα το κέντρο της σφαίρας του νερού είναι χαμηλότερα ως προς εμάς και κάτω από το κέντρο της γης. Μένει να εξετάσομε, πόσο απέχει αυτό το κέντρο από το κέντρο της γης.
.
12. θα μπορούσε ίσως να καταλάβει κανείς, πόσο εκεί που νομίζομε κάτω από μας απέχει από το κέντρο της γης το κέντρο της σφαίρας του νερού, αν σκεφτεί έτσι: Στην επιφάνεια της γήινης σφαίρας, η οποία είναι το κατοικούμενο από μας μέρος, εφάπτεται σχεδόν η επιφάνεια του νερού που βλέπομε και που είναι κάτω από μας, όπως κάτω μας είναι και το έδαφος της γης που πατούμε. Το κατοικήσιμο από μας μέρος της γης είναι το ένα δέκατο περίπου της περιμέτρου της. Γιατί πέντε ζώνες έχει η γη, και κατοικείται το μισό της μίας από αυτές (συνολικά δηλαδή το ένα δέκατο της γης). Αν λοιπόν θελήσει κανείς να φέρει μια σφαίρα που να περιέχει τη σφαίρα της γης και να εφάπτεται στο ένα δέκατο αυτό της επιφάνειάς της, θα βρει ότι αυτή η σφαίρα θα έχει διπλάσια σχεδόν διάμετρο και οκταπλάσιο όγκο από την εσωτερική και το κέντρο της θα βρίσκεται στο νομιζόμενο από εμάς κατώτατο άκρο της γης· αυτό φανερώνεται από το διάγραμμα.
Agios Grhgorios o Palamas
13. Ας παραστήσομε τη σφαίρα της γης με κύκλο, μέσα στον οποίο σημειώνομε α, β, γ, δ, και τη σφαίρα του νερού με άλλο κύκλο που περιέχει τον πρώτο και εφάπτεται στο άνω δέκατο της επιφάνειάς του· έξω από το δεύτερο κύκλο σημειώνομε ε, ζ, η, θ. Θα βρεθεί τότε το προς το μέρος μας κάτω άκρο του εσωτερικού κύκλου, δηλαδή το β, κέντρο του εξωτερικού. Ο οποίος, ενώ έχει διπλάσια διάμετρο, αποδεικνύεται με γεωμετρικές αποδείξεις ότι δίνει οκταπλάσια σφαίρα, γιατί όταν διπλασιαστεί η διάμετρος μιας σφαίρας, οκταπλασιάζεται ο όγκος της. Συμβαίνει βέβαια το ένα όγδοο της υγρής αυτής σφαίρας να έχει αναμιχθεί και να εμπεριέχεται στη γη. Γι’ αυτό και πολλές πηγές αναβρύζουν από αυτήν, και άφθονα ποτάμια ρεύματα αναδίδονται και τρέχουν αέναα, και κόλποι πολλών θαλασσών χύνονται σ’ αυτήν, και σχηματίζονται πλήθος λίμνες. Και δεν υπάρχει σχεδόν μέρος της γης, όπου να σκάψει κανείς και να μη βρει νερό να ρέει από κάτω.
14. Εκτός από τη δική μας οικουμένη, καμιά άλλη δεν υπάρχει, όπως διδάσκει και το διάγραμμα και η λογική. Όπως δηλαδή, αν ήταν ένα το κέντρο της γης και του νερού, θα ήταν όλη η γη ολωσδιόλου ακατοίκητη, έτσι και πολύ περισσότερο, αν το νερό έχει ως κέντρο το κατώτατο ως προς εμάς άκρο της γης, εκτός από τη γνωστή οικουμένη που βρίσκεται στο επάνω μέρος της υδάτινης σφαίρας, όλα τα άλλα μέρη της γης είναι αδύνατο να κατοικούνται, επειδή καλύπτονται από πολύ νερό. Αφού όμως, όπως προαποδείχθηκε, μόνο πάνω στην κατοικούμενη γη υπάρχει ενσώματη λογική ψυχή, η οποία είναι μία, αυτή που έχομε εμείς, έπεται ότι μόνο πάνω στην κατοικούμενη γη κατοικούν και τα χερσαία άλογα ζώα.
15. Η όραση διαμορφώνεται από τα πολυειδή χρώματα και σχήματα· η όσφρηση από τους ατμούς· η γεύση από τους χυμούς· η ακοή από τους ήχους· η αφή από την τραχύτητα ή την λειότητα των επιφανειών. Οι πληροφορίες που δίνουν οι αισθήσεις, προέρχονται βέβαια από τα σώματα, αλλά δεν είναι σώματα, αν και είναι σωματικές. Γιατί δεν προέρχονται έτσι απλώς από τα σώματα, αλλά από τα είδη (τις φυσικές ιδιότητες) των σωμάτων. Αλλά φυσικά δεν ταυτίζονται με τα σωματικά «είδη»· Είναι μόνο αποτυπώματά τους, που σαν εικόνες χωρίζονται αχώριστα από αυτά. Και αυτό είναι φανερό από την όραση και μάλιστα από τα ορώμενα σε καθρέφτη.
16. Αυτά λοιπόν τα εκμαγεία των αισθήσεων είναι που οικειοποιείται από τις αισθήσεις το φανταστικό μέρος της ψυχής· όχι τις ίδιες τις αισθήσεις, αλλά τις εικόνες που όπως είπαμε υπάρχουν σ’ αυτές, και τις χωρίζει τελείως από τα σώματα και τα «είδη» των σωμάτων. Τις αποθηκεύει δε σαν θησαυρούς και προβάλλει ανάλογα προς χρήση του πότε τη μία και πότε την άλλη, ακόμη κι όταν απουσιάζουν τα αντίστοιχα σώματα. Έτσι το φανταστικό της ψυχής τις κάνει όλες ορατές στόν εαυτό του, ακόμη και τις εικόνες της ακοής, της γεύσεως, της οσφρήσεως και της αφής.
17. Η φαντασία της ψυχής στό λογικό ον είναι στο σύνορο μεταξύ νου και αισθήσεως. Αυτές λοιπόν τις εικόνες που παραλαμβάνει η φαντασία από τις αισθήσεις, ως χωρισμένες πια από τα σώματα και ήδη ασώματες, τις βλέπει και τις στριφογυρίζει ο νους και παράγει διαφόρων ειδών λογισμούς, καθώς διαλογίζεται και αναλογίζεται και συλλογίζεται με πολλούς τρόπους, με εμπάθεια ή με απάθεια ή με μια μέση κατάσταση, με πλάνη ή χωρίς πλάνη. Και απ’ αυτό γεννιούνται οι περισσότερες αρετές και κακίες, ορθές απόψεις και κακοδοξίες. Και λέω οι περισσότερες, κι όχι όλες οι αλήθειες και οι πλάνες, οι αρετές και οι κακίες, έχουν την αρχή τους στους λογισμούς από τη φαντασία, επειδή δε συμβαίνει να γίνεται κάθε λογισμός του νου από αυτές τις εικόνες και γι’ αυτές, αλλά είναι δυνατό να βρει κανείς και ορισμένα που δεν μπορούν να υποπέσουν στις αισθήσεις και που ο νους τα κάνει λογισμούς.
18. Άξιο μεγάλου θαυμασμού και προσοχής είναι, πώς από τα πρόσκαιρα και αισθητά προξενείται μέσα στην ψυχή μόνιμο κάλλος ή ασχήμια, πλούτος ή φτώχεια, δόξα ή αδοξία, και γενικά ή νοητό φως που παρέχει ζωή αιώνια, ή νοητό σκότος που κολάζει την ψυχή.
19. Ο νους, χρησιμοποιώντας σαν όχημα τη φαντασία και μέσω αυτής επικοινωνώντας με τις αισθήσεις, αποκτά μια σύμμικτη γνώση. Για παράδειγμα, έστω ότι βλέπει κάποιος με την αισθητή όραση τον ήλιο να δύει, και τη σελήνη να ακολουθεί τον ήλιο με το στραμμένο μέρος της σ’ αυτόν, και τις κατοπινές ημέρες να απομακρύνεται σιγά-σιγά και να φωτίζεται περισσότερο, μέχρις ότου φτάσει απέναντί του, και πάλι λίγο-λίγο να πλησιάζει από το άλλο μέρος και το φως της να ελαττώνεται ολοένα και να το αποθέτει εκεί από όπου άρχισε να φωτίζεται. Αφού σημειώσει όλες αυτές τις εικόνες με το νου, επειδή έχει τις προηγούμενες εικόνες στη φαντασία του, και την καθημερινά παρούσα στην αίσθηση, αποκτά από την αίσθηση, τη φαντασία και τη νόηση, τη γνώση, ότι η σελήνη παίρνει το φως της από τον ήλιο αλλά η τροχιά της είναι κοντινότερη στη γη και πολύ χαμηλότερη από του ηλίου.
20. Παρόμοια με τη σελήνη μπορούμε να πούμε και για τον ήλιο. Τις εκλείψεις του και τους συνδέσμους που γίνονται κατ’ αυτές, τις μετακινήσεις και τις αποστάσεις μεταξύ τους των άλλων πλανητών και τους ποικίλους σχηματισμούς που δημιουργούν, και γενικά όσα γνωρίζομε για τα ουράνια φαινόμενα, ακόμη και τις αιτίες της φύσεως, τις μεθόδους και όλες τις τέχνες και γενικά κάθε γνώση που συνάγεται από επιμέρους κατανοήσεις, όλα τα συγκεντρώσαμε με την αίσθηση και τη φαντασία μέσω του νου. Και καμιά απ’ αυτές τις γνώσεις δεν μπορεί να ονομαστεί πνευματική, αλλά μάλλον φυσική, αφού δεν μπορεί να δεχθεί τα του Πνεύματος.
21. Από που μάθαμε κάτι βέβαιο και αληθινό για το Θεό ή για όλον τον κόσμο ή για μας τους ίδιους; Όχι από τη διδασκαλία του Πνεύματος; Αυτή μας δίδαξε ότι μόνο ο Θεός είναι ο αληθινά Ων και πάντοτε Ων και αμετάβλητα Ων και ότι δεν έλαβε το είναι από την ανυπαρξία, ούτε πηγαίνει προς την ανυπαρξία. Και ότι είναι τρισυπόστατος και παντοδύναμος. Αυτός σε έξι ημέρες έφερε τα όντα από το μηδέν στην ύπαρξη με το λόγο, ή μάλλον τα δημιούργησε αμέσως, όπως λέει ο Μωυσής: «Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη»(Γεν. 1,1). Όχι βέβαια με κενό, ούτε χωρίς τα ενδιάμεσα όλα. Η γη ήταν ανάμικτη με το νερό, και το καθένα από τα δύο κυοφορούσε τόσο τον αέρα, όσο και τα αντίστοιχα διάφορα ζώα και φυτά. Ο ουρανός πάλι κυοφορούσε τα διάφορα φώτα και πυρά, πάνω στα οποία έχει την ύπαρξή του το σύμπαν. Έτσι λοιπόν ο Θεός δημιούργησε στην αρχή τον ουρανό και τη γή, σαν ύλη που δέχεται τα πάντα κι έχει τη δυνατότητα να παράγει τα πάντα, ανατρέποντας ορθά από τότε εκείνους που κακώς νομίζουν ότι η ύλη προϋπήρχε από μόνη της.
22. Μετά την αρχική αυτή δημιουργία, ο Θεός που δημιούργησε τα πάντα από την ανυπαρξία, φιλοκαλώντας κατά κάποιο τρόπο και κοσμώντας παραπέρα τον κόσμο, απένειμε μέσα σε έξι μέρες στο καθένα το αρμόδιο σύνολο των γνωρισμάτων που συμπλήρωναν τον διάκοσμό του, ξεχωρίζοντας το καθένα με μόνο το πρόσταγμά του, σαν να έβγαζε από θησαυροφυλάκια κατ’ είδος ό,τι είχε τοποθετήσει σ’ αυτά, διαθέτοντας και συνθέτοντας αρμονικά, εξαίρετα και κατάλληλα στο καθένα το ένα προς το άλλο, το καθένα προς όλα και όλα προς το καθένα. Και την ακίνητη γη την έβαλε σαν κέντρο στον μέγιστο κύκλο του ουρανού, συνδέοντας πάνσοφα με τα ενδιάμεσα τον αεικίνητο ουρανό, για να μένει πάντοτε ο ίδιος κόσμος και σταθερός και κινούμενος. Αφού δηλαδή τα αεικίνητα και πάρα πολύ ταχυκίνητα σώματα τοποθετήθηκαν γύρω-γύρω, αναγκαστικά το ακίνητο, η γη, κατέλαβε το μέσο, για να είναι η ακινησία του αντίρροπη της κινήσεως, ώστε να μη μετακινείται σαν κύλινδρος ή παγκόσμια σφαίρα.
23. Αφού λοιπόν ο Αριστοτέχνης έδωσε τέτοια θέση στα δύο πέρατα του παντός —τον ουρανό δηλαδή και τη γη—, όλον αυτόν τον κόσμο εύκοσμα, για να πω έτσι, και στερέωσε και εκίνησε. Στο καθένα πάλι από τα ενδιάμεσα απένειμε το πρέπον. Και άλλα τα τοποθέτησε επάνω και διέταξε να περιφέρονται μετέωρα στα ουράνια και να συμπεριστρέφονται με το ανώτατο όριο του παντός πάρα πολύ συνετά και κόσμια χωρίς παύση —εδώ υπάγονται όσα είναι ελαφρά και ενεργά και επιτήδεια να μεταβάλλουν σε χρήσιμα τα κάτω από αυτά. Αυτά είναι υψωμένα πάνω από το μέσο με τόσο πολύ μεγάλη σύνεση, ώστε και το υπερβολικό ψύχος που υπάρχει εκεί να το σπάζουν επαρκώς, αλλά και τη δική τους υπερβολική θερμότητα να την κρατούν στη θέση της, κι ακόμη να συγκρατούν κάπως και την υπερβολική κίνηση των υψηλοτάτων άκρων με δική τους αντίστροφη κίνηση, έτσι που κι εκείνα να κρατούν στη θέση τους με τη δική τους αντίστροφη περιστροφή, και σ’ εμάς να παρέχουν τις πολύ ωφέλιμες ετήσιες διαφορές των εποχών, τα μέτρα των διαστημάτων του χρόνου και —όταν εμβαθύνομε σ’ αυτά — τη γνώση του Θεού που τα δημιούργησε και τα κατέταξε και τα στόλισε. Αυτά λοιπόν που μετεωροπορούν στα ύψη, τα άφησε να περιφέρονται έτσι με πολλές κινήσεις για δύο λόγους· για χάρη του παγκόσμιου κάλλους και για πολύμορφη ωφέλεια. Τα άλλα πάλι τα τοποθέτησε κάτω και γύρω στό μέσον, όσα δηλαδή έχουν βάρος και μεταβλητή φύση, γίνονται και ξαναγίνονται, χωρίζονται και ενώνονται και τείνουν να μεταβληθούν σε εύχρηστα· τα έβαλε κι αυτά σε ευκοσμία ανάλογα με τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση, για να μπορεί να λέγεται το παν αληθινά «κόσμος», δηλαδή στολισμός.
24. Έτσι λοιπόν έγινε το πρώτο ον στην κτίση, και μετά το πρώτο άλλο, και ύστερα απ’ αυτό πάλι άλλο και ούτω καθεξής, και ύστερα από όλα ο άνθρωπος. Ο οποίος αξιώθηκε να έχει από το Θεό τόση τιμή και πρόνοια, ώστε ο αισθητός αυτός κόσμος να γίνει πριν από αυτόν γι’ αυτόν, η βασιλεία των ουρανών να ετοιμαστεί ευθύς από την αρχή του κόσμου(Ματθ. 25, 34) πριν από αυτόν γι’ αυτόν, να προηγηθεί διαβούλευση του Θεού περί αυτού κι έπειτα να πλαστεί με το χέρι του Θεού κατ’ εικόνα Του(Γεν. 1, 26), έτσι που να μη λάβει το παν, όπως τα άλλα ζώα, από την ύλη και τον αισθητό κόσμο, αλλά μόνο το σώμα. Την ψυχή όμως την έλαβε από τα υπερκόσμια, ή μάλλον από τον ίδιο το Θεό, με απόρρητο φύσημα(Γεν. 2, 7), ώστε να γίνει κάτι μεγάλο και θαυμαστό και πιό πάνω απ’ όλα, να επιτηρεί και να επιβλέπει το παν και να επιστατεί σε όλα και άρα να γνωρίζει το Θεό, να τον δέχεται και να είναι αποτέλεσμα που να δείχνει περισσότερο από κάθε άλλο δημιούργημα την ύψιστη μεγαλοσύνη του Τεχνίτη. Κι όχι μόνο είναι δεκτικός του Θεού και της χάρης Του με αγώνα, αλλά είναι δυνατό και να ενωθεί με Αυτόν σε μία υπόσταση.
25. Αυτά και άλλα όμοια που είναι η αληθινή σοφία και η σωτηριώδης γνώση και προξενούν την άνω μακαριότητα, ποιός Ευκλείδης, ποιος Μαρίνος, ποιος Πτολεμαίος μπόρεσε να τα κατανοήσει, ή ποιος Εμπεδοκλής και Σωκράτης και Αριστοτέλης και Πλάτων, με τις λογικές τους μεθόδους ή τις μαθηματικές αποδείξεις τους; Ή μάλλον, ποιά αίσθηση τα έχει αντιληφθεί; Ποιος νους τα συνέλαβε; Κι αν σ’ εκείνους που εκ φύσεως φιλοσοφούσαν και στους ομοίους τους φάνηκε χαμαίζηλη η πνευματική σοφία, αποδεικνύεται κι από αυτό η υπεροχή της. Σχεδόν όσο νιώθουν τα άλογα ζώα τη σοφία εκείνων κι όλες τις γνώσεις τους, ή, αν θέλεις, όπως τα μικρά παιδιά, που θεωρούν σπουδαιότερα τα γλυκίσματα που κρατούν από το βασιλικό στέμμα, έτσι στέκονται κι αυτοί απέναντι στην αληθινή και υψηλότατη σοφία και διδασκαλία του Πνεύματος.
26. Όχι μόνο το να γνωρίζει κανείς —κατά το δυνατόν— το Θεό, είναι ασυγκρίτως καλύτερο της φιλοσοφίας των Ελλήνων, αλλά και μόνο το να γνωρίζει ποιά θέση έχει ο άνθρωπος κοντά στο Θεό, ξεπερνά όλη τη σοφία τους. Γιατί μόνον ο άνθρωπος απ’ όλα αυτά τα επίγεια και τα ουράνια δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Πλάστη του, για να βλέπει προς Εκείνον και να τον αγαπά και μόνον Εκείνου να είναι μύστης και προσκυνητής, και να διατηρεί το κάλλος αυτό με την προς Αυτόν πίστη και κλίση και διάθεση. Όλα τ’ άλλα, όσα έχει η γη και αυτός ο ουρανός, ο άνθρωπος να τα θεωρεί κατώτερα από τον εαυτό του και ολότελα στερημένα νου. Αυτό οι Έλληνες σοφοί δεν μπόρεσαν καθόλου να αντιληφθούν και ατίμασαν την ανθρώπινη φύση, ασέβησαν στο Θεό και σεβάστηκαν και λάτρεψαν την κτίση αντί τον Κτίστη(Ρωμ. 1, 25). Απέδωσαν δηλαδή νου στα αισθητά, μα αναίσθητα άστρα, και στο καθένα, ανάλογα με το μέγεθός του, του έδωσαν ανάλογη δύναμη και αξίωμα. Ήταν θλιβερό το σέβας τους γι’ αυτά, που αφού τα ονόμασαν θεούς, μεγαλύτερους και μικρότερους, παραχώρησαν σ’ αυτά την εξουσία του παντός. Αυτοί λοιπόν, από τα αισθητά και τη γύρω απ’ αυτά φιλοσοφία, δεν προξένησαν στις ψυχές τους ντροπή και ατιμία και έσχατη πενία και πράγματι νοητό και τιμωρητικό σκοτάδι;
27. Η γνώση ότι γίναμε κατ’ εικόνα του Δημιουργού, δεν επιτρέπει να θεοποιούμε ούτε τον νοητό κόσμο. Γιατί αυτό το «κατ’ εικόνα» δεν αναφέρεται στο σώμα, αλλά στη φύση του νου, από τον οποίο τίποτε δεν είναι καλύτερο κατά τη φύση. Γιατί αν υπήρχε κάτι καλύτερο, το «κατ’ εικόνα» θα υπήρχε σ’ εκείνο. Αφού λοιπόν το καλύτερο μέσα μας είναι ο νους, και τούτο, αν και είναι κατ’ εικόνα θεϊκή, κτίσθηκε όμως από το Θεό, δεν είναι εύκολο να καταλάβομε, ή μάλλον δεν είναι από αυτό ολοφάνερο, ότι ο Ποιητής του νοερού μας μέρους είναι ο Ποιητής και κάθε νοερού; Κάθε νοερή λοιπόν φύση, όλοι δηλαδή οι Άγγελοι, είναι δούλοι μαζί μ’ εμάς και κατ’ εικόνα του Δημιουργού. Αν και είναι ανώτεροι από μας, γιατί δεν έχουν σώμα και πλησιάζουν περισσότερο την εντελώς ασώματη και άκτιστη φύση. Ή μάλλον, όσοι απ’ αυτούς φύλαξαν την τάξη τους και αποδέχονται το σκοπό για τον οποίο έγιναν, αν και ομόδουλοί μας, είναι σεβαστοί σ’ εμάς και πολύ ανώτεροί μας κατά την τάξη. Εκείνοι όμως που δε φύλαξαν την τάξη τους, αλλά επαναστάτησαν και αθέτησαν το σκοπό για τον οποίο έγιναν, πήγαν όσο γινόταν πιο μακριά από εκείνους που πλησιάζουν το Θεό και ξέπεσαν από την τιμή που είχαν. Και καθώς προσπαθούν να συμπαρασύρουν κι εμάς στην έκπτωση, δεν είναι μόνον αχρείοι και άτιμοι, αλλά και αντίθετοι, και στο ανθρώπινο γένος ολέθριοι και εχθρικότατοι.
28. Αλλά οι φυσιολόγοι και οι αστρολόγοι αυτοί που καυχιούνται ότι γνωρίζουν τα πάντα, αφού δεν μπόρεσαν με τη φιλοσοφία ν’ αντιληφθούν τίποτε απ’ όσα προείπαμε, ονόμασαν επιπλέον τον άρχοντα του σκότους και τις κάτω απ’ αυτόν δυνάμεις της αποστασίας, όχι μόνον ανωτέρους τους, αλλά και θεούς. Τους τίμησαν με ναούς, πρόσφεραν σ’ αυτούς θυσίες και υποτάχθηκαν στις ολεθριότατες προσταγές τους. Κι εκείνοι εύλογα τους εξαπάτησαν για πολύ με ανίερες ιεροτελεστίες και καθαρμούς που μόλυναν και πρόσθεταν την επικατάρατη οίηση, και με προφήτες και προφήτισσες που παραπλανούσαν τους ανθρώπους όσο γίνεται μακρύτερα από την πραγματική αλήθεια.
29. Το να γνωρίζει κανείς το Θεό, ή να γνωρίζει τον άνθρωπο και την αξία του (πράγματα που τώρα και οι απλοϊκοί Χριστιανοί γνωρίζουν) είναι γνώση υψηλότερη από τη φυσιολογία, την αστρολογία και όλη τη γύρω απ’ αυτές φιλοσοφία. Επιπλέον όμως, το να γνωρίζει ο ανθρώπινος νους την ασθένειά του και αυτήν να ζητά να θεραπεύσει, αυτό είναι πολύ ανώτερο ασυγκρίτως από το να γνωρίζει και να ερευνά τα μεγέθη των άστρων και τους λόγους των φύσεων, τις γενέσεις των επιγείων και τις περιόδους των ουρανίων σωμάτων, τις μεταβολές και τις ανατολές των αστέρων, τις ακινησίες και τις οπισθοδρομήσεις τους, τις μεταξύ τους αποστάσεις και συνελεύσεις, και γενικά τις ποικίλες σχέσεις που προέρχονται από την εκεί πολυκινησία. Γιατί ο νους που γνώρισε την ασθένειά του, βρήκε από που μπορεί να μπει για να βρεί τη σωτηρία, να πλησιάσει το φως της γνώσεως και να λάβει σοφία αληθινή, η οποία δεν καταλύεται μαζί με τον αιώνα τούτον.
30. Κάθε λογική και νοερή φύση, είτε Άγγελος είτε άνθρωπος, έχει ζωή, με την οποία διαμένει ως ύπαρξη αθάνατη και δεν επιδέχεται φθορά. Η δική μας νοερή και λογική φύση δεν έχει τη ζωή μόνο ως ουσία, αλλά και ως ενέργεια, αφού ζωοποιεί το σώμα με το οποίο είναι ενωμένη. Γι’ αυτό και λέγεται ζωή του σώματος. Η ζωή που αναφέρεται σε κάτι άλλο, είναι ενέργεια της ζωής· γιατί ουδέποτε λέγεται ουσία καθεαυτή, αν αναφέρεται σε κάτι άλλο. Η νοερή όμως φύση των Αγγέλων δεν έχει σαν τέτοια ενέργεια τη ζωή, γιατί δεν έλαβε από το Θεό δεμένο μαζί της σώμα από τη γη, για να λάβει και ζωοποιό για τούτο δύναμη. Είναι λοιπόν και αυτή δεκτική των αντιθέτων, δηλαδή της κακίας και της αγαθότητας. Και αυτό δηλώνουν οι πονηροί άγγελοι που ξέπεσαν από έπαρση. Επομένως είναι κάπως σύνθετοι και οι Άγγελοι, από την ιδιαίτερη ουσία τους και από μία από τις δύο αντίθετες ποιότητες, δηλαδή την αρετή και την κακία. Απ’ αυτό αποδεικνύεται ότι ούτε αυτοί έχουν ως ουσία τους την αγαθότητα.
31. Η ψυχή καθενός από τα άλογα ζώα είναι η ζωή του σώματος που εμψυχώνει. Και δεν έχουν αυτά τη ζωή ως ουσία, αλλά ως ενέργεια, επειδή αυτή υπάρχει σε σχέση με κάτι άλλο και όχι καθ’ εαυτήν. Γιατί βλέπομε ότι αυτή (η ψυχή-ζωή) δεν έχει τίποτε άλλο, εκτός απ’ όσα ενεργεί μέσω του σώματος. Γι’ αυτό και όταν διαλύεται το σώμα, αναγκαστικά διαλύεται κι αυτή, επειδή είναι το ίδιο θνητή με αυτό, και ό,τι είναι αυτή, είναι και λέγεται σε σχέση με το θνητό σώμα. Γι’ αυτό κι όταν το σώμα πεθάνει, πεθαίνει κι αυτή μαζί του.
32. Η ψυχή καθενός ανθρώπου είναι και ζωή του σώματος που εμψυχώνει και έχει τη ζωοποιό ενέργεια σε σχέση προς κάτι άλλο, προς το οποίο εκδηλώνεται, δηλαδή προς το σώμα που ζωοποιείται από αυτήν. Έχει τη ζωή όχι μόνο ως ενέργεια, αλλά και ως ουσία, επειδή ζει και καθ’ εαυτήν. Γιατί τη βλέπομε να έχει λογική και νοερή ζωή, η οποία είναι φανερά διαφορετική από τη ζωή του σώματος και όσων ενεργούνται δια του σώματος. Γι’ αυτό και όταν διαλύεται το σώμα, δε διαλύεται μαζί κι αυτή. Κι όχι μόνο δε διαλύεται μαζί με το σώμα, αλλά και παραμένει αθάνατη, επειδή η ζωή που αυτή έχει καθ’ εαυτήν, δεν εκδηλώνεται ως προς κάτι άλλο, αλλά αποτελεί την ουσία της.
33. Η λογική και νοερή ψυχή, έχει ως ουσία τη ζωή, αλλά δεκτική των αντιθέτων, δηλαδή της κακίας και της αγαθότητας. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι δεν έχει ως ουσία την αγαθότητα, καθώς ούτε και την κακία, αλλά ως κάποιες ποιότητες που ανάλογα με τη διάθεσή της βρίσκεται στη μία ή την άλλη. Και βρίσκεται όχι τοπικά, αλλά όταν η νοερή ψυχή, που έχει πάρει το αυτεξούσιο από τον Κτίστη, κλίνει σε μία από τις δύο και θελήσει να ζήσει σύμφωνα με αυτήν. Γι’ αυτό και είναι κάπως σύνθετη η λογική και νοερή ψυχή, από την ενέργειά της που αναφέραμε πιο πάνω. Αυτή βέβαια η ενέργεια, επειδή εκδηλώνεται ως προς κάτι άλλο (το σώμα), δεν μπορεί να δημιουργεί σύνθεση. Η σύνθεση δημιουργείται από την ουσία της ψυχής κι από μία οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες αντίθετες ποιότητες, δηλαδή την αρετή και την κακία.
34. Ο υπέρτατος Νους, το άκρο αγαθό, η πάνω από τη ζωή και τη θεότητα φύση, επειδή είναι ολότελα και οπωσδήποτε ανεπίδεκτος των αντιθέτων, είναι φανερό ότι έχει την αγαθότητα όχι ως ιδιότητα, αλλά ως ουσία. Γι’ αυτό και ό,τι αγαθό βάλει κανείς στο νου του, υπάρχει σ’ Εκείνον ή μάλλον, Εκείνος είναι το αγαθό και είναι πάνω απ’ αυτό. Και ό,τι σκεφτεί κανείς για Εκείνον, είναι αγαθό, ή μάλλον είναι αγαθότητα και υπεράγαθη αγαθότητα. Σ’ Αυτόν υπάρχει και η ζωή, ή μάλλον Αυτός είναι η ζωή. Γιατί η ζωή είναι αγαθό, και η ζωή σ’ Αυτόν είναι αγαθότητα. Και η σοφία υπάρχει σ’ Αυτόν, ή μάλλον Αυτός είναι η σοφία· γιατί η σοφία είναι αγαθό, κι η σοφία σ’ Αυτόν είναι αγαθότητα. Επίσης, η αιωνιότητα και η μακαριότητα και γενικά οποιοδήποτε αγαθό σκεφτεί κανείς. Και δεν υπάρχει εκεί διαφορά ζωής και σοφίας και αγαθότητας και των ομοίων. Γιατί η Αγαθότητα εκείνη τα συμπεριλαμβάνει όλα κατά τρόπο συγκεντρωτικό, ενιαίο και απλούστατο, και τη νοούμε και την ονομάζομε από όλα τα αγαθά. Ό,τι αγαθό νοήσει κανείς και πει περί Αυτής, είναι και ένα και αληθινό· Εκείνη όμως δεν είναι μόνο αυτό που αληθινά νοείται από αυτούς που νοούν με θεόσοφο νου και θεολογούν με πνευματοκίνητη γλώσσα, αλλά ως αχώρητη στο λόγο και στο νου μας είναι πάνω απ’ αυτά και δεν απομακρύνεται από την ενιαία και υπέρλογα απλή κατάστασή Της. Είναι δηλαδή μία Αγαθότητα πανάγαθη και υπεράγαθη, και μ’ αυτό μόνο και νοείται και ονομάζεται. Τούτο βέβαια, ότι ο Ποιητής και Κύριος της κτίσεως είναι πανάγαθη και υπεράγαθη Αγαθότητα κι έχει ως ουσία Του την αγαθότητα, δείχνεται από μόνες τις ενέργειές Του προς την κτίση. Γι’ αυτό και είναι ολότελα και οπωσδήποτε ανεπίδεκτος της εναντιότητας προς την αγαθότητα, δηλαδή της κακίας. Γιατί ούτε και είναι εναντίον καμιάς υπάρξεως.
35. Η πανάγαθη αυτή και υπεράγαθη Αγαθότητα είναι και πηγή αγαθότητας. Γιατί και τούτο είναι αγαθό, και μάλιστα το ακρότατο αγαθό, και δεν ήταν δυνατό να λείπει από την παντέλεια Αγαθότητα. Επειδή τώρα η παντέλεια και υπερτέλεια αυτή Αγαθότητα είναι Νους, τίποτε άλλο δεν μπορεί να πηγάζει από Αυτή σαν από πηγή, παρά λόγος. Λόγος βέβαια όχι σαν το δικό μας προφορικό λόγο· γιατί τούτος δεν είναι του νου, αλλά του σώματος που κινείται από νου. Ούτε πάλι σαν το δικό μας ενδιάθετο λόγο· γιατί και τούτος γίνεται μέσα μας έχοντας σαν τύπους τους φθόγγους. Ούτε τέλος σαν το δικό μας λόγο της διάνοιας, κι ας είναι αυτός χωρίς φθόγγους, πραγματοποιούμενος με κινήσεις τελείως ασώματες· γιατί και ο λόγος αυτός της διάνοιας είναι μετά από μας, και έχει ανάγκη από διαλείμματα και μεγάλα χρονικά διαστήματα και προχωρεί διεξοδικά, πηγαίνοντας από την ατελή αρχή προς το τελικό συμπέρασμα. Αλλά ο Λόγος που πηγάζει από τη θεία Αγαθότητα είναι αντίστοιχος με τον έμφυτο σε μας λόγο που εναπόκειται στο νου μας αφότου ο Δημιουργός μάς έκανε κατ’ εικόνα Του· ο λόγος αυτός είναι η γνώση που συνυπάρχει πάντοτε με το νου. Η Γνώση-Λόγος λοιπόν, η οποία συνυπάρχει πάντοτε με τον υπέρτατο νου της παντέλειας και υπερτέλειας Αγαθότητας που δεν έχει τίποτε το ατελές, είναι απαράλλακτα όσα είναι κι Εκείνη, εκτός από το ότι προέρχεται από Εκείνη. Γι’ αυτό και ο υπέρτατος Λόγος είναι και λέγεται από μας Υιός, για να γνωρίσομε με βεβαιότητα ότι είναι τέλειος με τέλεια δική Του υπόσταση, γιατί έχει την ύπαρξη από τον Πατέρα και δεν υστερεί καθόλου από τον Πατέρα κατά την ουσία, αλλά είναι απαράλλακτος μ’ Εκείνον, αν και όχι κατά την υπόσταση· αυτή διακρίνεται από το ότι ο Λόγος προήλθε με θεοπρεπή γέννηση από τον Πατέρα.
36. Επειδή η Αγαθότητα που σαν από πηγή προήλθε με γέννηση από την Αγαθότητα-Νου, είναι Λόγος, και λόγο χωρίς πνεύμα (πνοή), κανένας που έχει νου δεν μπορεί να εννοήσει, γι’ αυτό ο εκ Θεού Θεός Λόγος έχει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο προέρχεται και αυτό από τον Πατέρα. Το Πνεύμα αυτό δεν είναι όπως εκείνο που συνυπάρχει με τον προφορικό μας λόγο. Ούτε πάλι είναι όπως εκείνο που συνυπάρχει, αν και ασωμάτως, με τον ενδιάθετο και τον κατά διάνοια λόγο μας· γιατί και τούτο είναι μια ορμή του νου που συνεκτείνεται χρονικά με το λόγο μας κι έχει ανάγκη από τα ίδια διαστήματα κι από το ατελές προχωρεί στο ολοκληρωμένο. Ενώ Εκείνο, το Πνεύμα του υπέρτατου Λόγου, είναι κατά κάποιο τρόπο ένας έρωτας ανέκφραστος του Πατέρα προς το Λόγο που γεννήθηκε με τρόπο απόρρητο. Το ίδιο Πνεύμα -Έρωτα έχει και ο αγαπημένος Λόγος και Υιός προς τον Πατέρα. Το έχει όμως ως συμπροερχόμενο με Αυτόν από τον Πατέρα και αναπαυόμενο σ’ Αυτόν λόγω της κοινής Τους φύσεως. Από τον Λόγο, που σαρκώθηκε και μας συναναστράφηκε, μάθαμε το όνομα της διαφορετικής προελεύσεως του Πνεύματος από τον Πατέρα, και ότι Αυτό δεν είναι μόνο του Πατέρα, αλλά και του Υιού. Μας είπε δηλαδή: «Το Πνεύμα της αλήθειας, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα»(Ιω. 15, 26). Από αυτό μαθαίνομε ότι δεν είναι μόνο ο Λόγος, αλλά και το Πνεύμα που προέρχεται από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση, αλλά με εκπόρευση. Επίσης, ότι είναι και του Υιού που το έχει από τον Πατέρα, αφού είναι Πνεύμα αλήθειας και σοφίας και λόγου. Γιατί η αλήθεια και η σοφία είναι Λόγος κατάλληλος για τον Γεννήτορα. Αυτός ο Λόγος συγχαίρει με τον Πατέρα που χαίρεται γι’ Αυτόν, σύμφωνα μ’ εκείνο που Αυτός είπε με τον Σολομώντα: «Εγώ ήμουν που χαιρόμουν μαζί Του»(Παροιμ. 8, 30. Δεν είπε χαιρόμουν, αλλά χαιρόμουν μαζί Του. Αυτή η προαιώνια χαρά του Πατέρα και του Υιού είναι το Άγιο Πνεύμα, επειδή είναι και των δύο κατά τη χρήση (γι’ αυτό και στέλνεται και από τους δύο σ’ όσους είναι άξιοι), αλλά μόνο του Πατέρα κατά την ύπαρξη (γι’ αυτό και μόνο από Αυτόν εκπορεύεται ως ύπαρξη).
37. Έρωτα, που είναι εικόνα αυτού του υπέρτατου Έρωτα, έχει κι ο νους μας, ο οποίος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού, προς τη γνώση που προέρχεται από αυτόν και που υπάρχει χωρίς διακοπή μέσα σ’ αυτόν. Ο έρωτας αυτός είναι από το νου και μέσα στο νου, πηγάζοντας από αυτόν μαζί με τον εσώτατο λόγο. Εναργέστατη απόδειξη του πράγματος, ακόμη και για εκείνους που δεν μπορούν να βλέπουν τα βάθη του εσωτερικού τους, είναι η ακόρεστη έφεση των ανθρώπων για τη γνώση. Σ’ εκείνον όμως τον αρχέτυπο νου, σ’ εκείνη την παντέλεια και υπερτέλεια Αγαθότητα στην οποία τίποτε το ατελές δεν υπάρχει, ο θείος Έρωτας (το Πνεύμα) είναι απαράλλακτα όλα όσα κι εκείνη η Αγαθότητα, εκτός από το ότι αυτός προέρχεται από εκείνη. Γι’ αυτό κι ο Έρωτας αυτός είναι και λέγεται από μας Πνεύμα Άγιο και άλλος Παράκλητος(Ιω. 14, 16), ως συνακόλουθος του Λόγου, για να γνωρίσομε από αυτό ότι είναι τέλειος, με τέλεια δική Του υπόσταση, και δεν υστερεί διόλου κατά την ουσία από τον Πατέρα, αλλ’ είναι απαράλλακτα ο ίδιος και με τον Υιό και τον Πατέρα, αν και όχι κατά την υπόσταση· αυτή διακρίνεται από το ότι (ο Έρωτας-Πνεύμα) προέρχεται από τον Θεό Πατέρα με θεοπρεπή εκπόρευση. Κι έτσι να μελετούμε ένα Θεό, αληθινό και τέλειο, σε τρεις υποστάσεις αληθινές και τέλειες. Όχι τριπλό, άπαγε, αλλά απλό, γιατί δεν είναι κάποια τριπλή αγαθότητα, ούτε τριάδα από αγαθότητες· είναι Τριάδα αγία και σεβάσμια και προσκυνητή η υπέρτατη Αγαθότητα, η οποία ρέει αρρεύστως από τον εαυτό Της στον εαυτό Της κι έχει εγκαθιδρυθεί προαιώνια πάνω στον εαυτό Της θεοπρεπώς. Είναι απεριόριστη και ορίζεται μόνο από τον εαυτό Της· είναι το όριο όλων, εκτείνεται πέρα απ’ όλα και κανένα από τα όντα δεν αφήνει έξω Της.
38. Επίσης, και η νοερή και λογική φύση των Αγγέλων έχει νου και λόγο από το νου και έρωτα του νου προς τον λόγο, που και αυτός πηγάζει από το νου και συνυπάρχει πάντοτε με το λόγο και το νου, και θα μπορούσε να ονομαστεί και πνεύμα, αφού από τη φύση του συνακολουθεί το λόγο. Αλλά το πνεύμα αυτό δεν είναι ζωοποιό, γιατί δεν έλαβε από το Θεό ενωμένο μαζί του γήινο σώμα, για να λάβει και ζωοποιό και συνεκτική δύναμη γι’ αυτό. Ενώ η νοερή και λογική φύση της ψυχής, επειδή δημιουργήθηκε μαζί με γήινο σώμα, έλαβε ζωοποιό το πνεύμα από το Θεό, και μ’ αυτό συνέχει και ζωοποιεί το ενωμένο μαζί της σώμα. Απ’ αυτό γίνεται φανερό σ’ εκείνους που μπορούν να εννοούν, ότι το πνεύμα του ανθρώπου που ζωοποιεί το σώμα του είναι νοερός έρωτας. Κι έχει την ύπαρξή του από το νου και ανήκει στο λόγο· είναι μέσα στο νου και στο λόγο κι έχει μέσα του και το λόγο και το νου. Και η ψυχή έχει εκ φύσεως τέτοια αγαπητική συνάφεια με το σώμα, μέσω του πνεύματος, ώστε δε θέλει ποτέ να το εγκαταλείψει, μήτε το εγκαταλείπει, αν δεν ασκηθεί βία από κάποια βαριά αρρώστια ή από εξωτερικό τραυματισμό.
39. Η νοερή και λογική φύση της ψυχής, επειδή μόνο αυτή έχει νου και λόγο και πνεύμα ζωοποιό, αυτή μόνο και έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα του Θεού, περισσότερο και από τους ασώματους Αγγέλους. Το προνόμιο αυτό το έχει αμετάβλητο και αν ακόμη δεν εννοήσει την αξία της, και αν δε φρονεί και δε ζει αντάξια του Θεού που τη δημιούργησε κατ’ εικόνα Του. Γι’ αυτό και μετά την παράβαση των Πρωτοπλάστων στον Παράδεισο, οπότε υποστήκαμε, πριν από το θάνατο του σώματος, το θάνατο της ψυχής που είναι ο χωρισμός της ψυχής από το Θεό, και χάσαμε το «καθ’ ομοίωσιν», δεν χάσαμε και το «κατ’ εικόνα». Όταν λοιπόν η ψυχή αποστρέφεται τη σχέση προς τα χειρότερα (τα αισθητά), και προσκολλάται με αγάπη στο Θεό και υποτάσσεται σ’ Αυτόν με τους τρόπους και τα έργα της αρετής, φωτίζεται από Αυτόν και ομορφαίνει, καθώς βελτιώνεται και υπακούει στις εντολές και τις παραινέσεις Του, από τις οποίες και λαμβάνει την αιώνια αληθινή ζωή. Με αυτήν, αθανατίζει και το ενωμένο μαζί της σώμα που θα επιτύχει στον ορισμένο καιρό την υποσχεμένη ανάσταση και θα γίνει μέτοχο της αιώνιας δόξας. Όταν όμως δεν αποφεύγει την προς τα χειρότερα σχέση και την πτώση της σ’ αυτά, απ’ όπου προξενεί στην εικόνα του Θεού αισχύνη και ατιμία, αποξενώνεται και εξορίζεται από το Θεό, ο οποίος είναι η όντως μακάρια και αληθινή ζωή. Έτσι, επειδή πρώτη αυτή εγκατέλειψε το Θεό, εγκαταλείπεται δίκαια από Αυτόν.
40. Η μετά την υπέρτατη Τριάδα τριαδική φύση, δηλαδή η ανθρώπινη ψυχή, επειδή έχει δημιουργηθεί από Εκείνη κατ’ εικόνα Της περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλες φύσεις, κι είναι νοερή, λογική και πνευματική, οφείλει να κρατά την τάξη της και ν’ ακολουθεί μόνο το Θεό, μόνο κάτω από το ζυγό Του να μπαίνει και μόνο σ’ Αυτόν να υποτάσσεται και να υπακούει. Ακόμη, σ’ Αυτόν μόνο να αποβλέπει και να στολίζει τον εαυτό της με την ακατάπαυστη μνήμη και θεωρία Του και με τη σφοδρότατη και διάπυρη προς Αυτόν αγάπη. Με αυτά επισύρει με θαυμαστό τρόπο στον εαυτό της, ή μάλλον επέσυρε κάποτε, τη μυστική και απόρρητη εκείνη αίγλη της φύσεώς της· και τότε έχει αληθινά το «κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσιν» και γίνεται χαριτωμένη, σοφή και θεία. Γιατί διδάσκεται από την αίγλη αυτή, ή με φανερή παρουσία της, ή με αφανή προσέγγισή της, να αγαπά, περισσότερο τώρα, το Θεό παραπάνω από τον εαυτό της και τον πλησίον όπως τον εαυτό της, και από αυτό και τη δική της αξία και τάξη να γνωρίζει και να διατηρεί, και τον εαυτό της ν’ αγαπά αληθινά. Αντίθετα, όποιος αγαπά την αδικία, μισεί την ψυχή του(Ψαλμ. 10, 5), και ξεσχίζοντας και αχρηστεύοντας το «κατ’ εικόνα Θεού» που έχει, παθαίνει κάτι παραπλήσιο μ’ εκείνους που από παραφροσύνη χωρίς να το αισθάνονται καταξεσχίζουν ελεεινά τις σάρκες τους. Γιατί κι αυτός, χωρίς να το αισθάνεται, καταστρέφει και καταξεσχίζει αθλιότατα την έμφυτη καλλονή του, κατασυντρίβοντας ανόητα τον εσωτερικό τριαδικό και υπερκόσμιο στολισμό της ψυχής του, τον οποίο δημιουργεί η αγάπη. Υπάρχει πιο άδικο και πιο ολέθριο, να μη θυμάται κανείς και να μη θέλει να βλέπει συνεχώς και να αγαπά Εκείνον που τον δημιούργησε και τον στόλισε κατ’ εικόνα Του, και γι’ αυτό του δίνει τη δύναμη της γνώσεως και της αγάπης, και σ’ εκείνους που τη χρησιμοποιούν καλά επιδαψιλεύει επιπλέον και τις ανέκφραστες δωρεές Του και την αιώνια ζωή;
41. Ένας από τους χειρότερους εχθρούς της ψυχής μας και εξαιρετικά χειρότερος από τους άλλους είναι ο νοητός και αρχέκακος όφις, που έγινε τώρα αγγελιοφόρος της κακίας του προς τους ανθρώπους με την πονηρή συμβουλή του. Είναι τόσο κατώτερος και χειρότερος όλων, όσο επιθύμησε υπερήφανα να εξομοιωθεί στην εξουσία με τον Δημιουργό του, από τον οποίο όμως τόσο εγκαταλείφθηκε δίκαια, όσο αυτός πρώτος τον είχε εγκαταλείψει. Και τόσο πολύ ο διάβολος εγκατέλειψε το Θεό, ώστε να γίνει αντίθετος και εχθρός Του και κηρυγμένος αντίπαλος. Αν λοιπόν Εκείνος είναι η Αγαθότητα και ο Ζωοποιός όσων ζούνε, αυτός είναι η καθαυτό κακία και ο νεκροποιός. Αφού λοιπόν Εκείνος έχει ως ουσία την Αγαθότητα και είναι φύση τελείως ανεπίδεκτη της κακίας, ώστε ούτε να τον πλησιάζουν δεν πρέπει όσοι έχουν μια οποιαδήποτε κακία, πόσο μάλλον απωθεί μακριά Του τον δημιουργό και αρχηγό της κακίας και αίτιο αυτής και στους άλλους; Ο πονηρός τώρα, επειδή η ουσία του είναι η ζωή κι όχι η κακία, γι’ αυτό και μένει αθάνατος σ’ αυτήν. Η ουσία του βέβαια ήταν δεκτική κακίας κι ο ίδιος είχε τιμηθεί με αυτεξουσιότητα, για να υποτάσσεται θεληματικά και να προσκολλάται στην αέναη πηγή της Αγαθότητας κι έτσι να γίνει μέτοχος της αληθινής ζωής. Επειδή όμως με τη θέλησή του δόθηκε στην κακία, στερείται την αληθινή ζωή, διωγμένος δίκαια από αυτήν, από την οποία αυτός πρώτος έφυγε. Και έγινε πνεύμα νεκρό, όχι κατά την ουσία (γιατί δεν υπάρχει ουσία νεκρότητας), αλλά γιατί απέβαλε την αληθινή ζωή. Αυτός λοιπόν, καθώς δεν αισθάνεται κόρο από την ορμή προς την κακία και προσθέτει κακία πάνω στην κακία αθλιότατα, κάνει τον εαυτό του νεκροποιό πνεύμα και σπεύδει να οδηγεί και τον άνθρωπο σε συμμετοχή της νεκρώσεώς του.
42. Ο διάβολος, ο μεσίτης και πρόξενος της νεκρώσεως, χρησιμοποίησε παλιά, στον Παράδεισο του Θεού(Γεν.3, 1), το φίδι που είναι σκολιό (κινείται ελικοειδώς), επειδή κι ο ίδιος είναι σκολιός στους τρόπους και αφάνταστα δόλιος. Όχι πώς έγινε αυτός φίδι —κάτι τέτοιο μόνο κατά φαντασία μπορεί να κάνει, δίστασε όμως τότε να το δοκιμάσει από φόβο να μη γίνει αντιληπτός. Αλλά, μη έχοντας εμπιστοσύνη στη φανερή συνάντηση, προτίμησε τη δόλια, μέσω του φιδιού, με την οποία πίστευε ότι θα μείνει άγνωστος. Ήθελε, εμφανιζόμενος σαν φίλος, να εισηγηθεί ό,τι εχθρικότερο, και με την παράδοξη προσλαλιά —παράδοξη, γιατί το αισθητό φίδι δεν ήταν λογικό, ούτε μιλούσε ως τότε—, να αιφνιδιάσει την Εύα που θα τον άκουγε, και να την πάρει ολότελα με το μέρος του και να την κάνει υποχείριά του με τα τεχνάσματά του. Κι έτσι να τη μάθει αμέσως να υποτάσσεται στα χειρότερα και να γίνει δούλη σ’ εκείνα, στα οποία της έλαχε επάξια να βασιλεύει, γιατί μόνη αυτή απ’ όλα τα όντα που έχουν αίσθηση έχει τιμηθεί με λόγο κι έχει πλαστεί από το χέρι του Θεού κατ’ εικόνα Του. Παραχώρησε όμως και ο Θεός, για να δει ο άνθρωπος τη συμβουλή που του έδωσε το χειρότερο —πόσο χειρότερο δεν είναι το φίδι από τον άνθρωπο;— και να εννοήσει καθαρά ότι δεν είναι καθόλου ωφέλιμη. Να θεωρήσει τότε τελείως ανάξιά του την υποταγή στο φανερά χειρότερο και να φυλάξει την πίστη του στον Κτίστη, τηρώντας την εντολή Του. Κι έτσι να γίνει εύκολα νικητής εκείνου που ξέπεσε από την πραγματική ζωή, να λάβει δίκαια τη μακάρια αθανασία και να ζήσει αιώνια έχοντας μέσα του το Θεό.
43. Τίποτε δεν είναι καλύτερο από τον άνθρωπο ώστε να σκεφτεί και να σχηματίσει γνώμη και με αυτή να γνωρίσει και να πάρει ό,τι τον συμφέρει. Αρκεί μόνο να κρατά την τάξη του και να γνωρίζει τον εαυτό του και τον μόνο καλύτερό του, το Θεό. Και να τηρεί όσα μάθει από Εκείνον, ενώ δταν σκέφτεται όσα δεν έμαθε από Εκείνον, να τον παίρνει σύμβουλο. Γιατί κι οι Άγγελοι, αν και ανώτεροι στην αξία από μάς, εντούτοις υπηρετούν στις σχετικές μ’ εμάς βουλές του Θεού, αποστελλόμενοι για χάρη εκείνων που μέλλουν να κληρονομήσουν τη σωτηρία(Εβρ. 1, 14) —όχι όλοι βέβαια οι Άγγελοι, αλλά όσοι είναι αγαθοί και φύλαξαν την τάξη τους. Έχουν κι εκείνοι από το Θεό νου, λόγο και πνεύμα, ενωμένα εκ φύσεως αυτά τα τρία, και οφείλουν όπως εμείς να υπακούουν στο Δημιουργό νου και Λόγο και Πνεύμα. Πλεονεκτούν έναντι ημών σε πολλά, υπολείπονται όμως, όπως είπαμε και θα ξαναπούμε, στο ότι δεν είναι κατ’ εικόνα του Δημιουργού. Γιατί εμείς έχομε γίνει κατ’ εικόνα Θεού, περισσότερο από εκείνους.
44. Οι Άγγελοι έχουν αναλάβει να υπηρετούν με δύναμη το Δημιουργό και έλαβαν ως κλήρο τους μόνο το να άρχονται· δεν τάχθηκαν να άρχουν πάνω στους κατωτέρους τους, εκτός αν σταλούν προς τούτο από τον Εξουσιαστή των πάντων. Ο σατανάς όμως επιθύμησε να άρχει υπερήφανα παρά την γνώμη του Δημιουργού, κι αφού άφησε την τάξη του μαζί με τους συναποστάτες αγγέλους, εγκαταλείφθηκε δικαίως από την αληθινή Πηγή της ζωής και του φωτός και ντύθηκε το θάνατο και το αιώνιο σκοτάδι. Ο άνθρωπος όμως τάχθηκε όχι μόνο να άρχεται, αλλά και να άρχει πάνω σε όλα τα επίγεια(Γέν. 1, 28). Γι’ αυτό ο αρχέκακος σατανάς τον φθόνησε και μεταχειρίστηκε κάθε μηχανή για να τον καθαιρέσει από την αρχή. Επειδή όμως δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει βία γιατί εμποδιζόταν από τον Εξουσιαστή των πάντων, ο οποίος δημιούργησε τη λογική φύση ελεύθερη και αυτεξούσια, υπέβαλε στον άνθρωπο με δόλο την συμβουλή που θα τον καθαιρούσε από την αρχή. Και εξαπάτησε, ή μάλλον έπεισε τους ανθρώπους να περιφρονήσουν, να μην υπολογίσουν καθόλου και να αθετήσουν την εντολή του Θεού, ή μάλλον και να αντιταχθούν και να κάνουν τα αντίθετα. Και τότε, αφού γίνουν συμμέτοχοι της ανταρσίας του, να γίνουν συμμέτοχοι και του αιώνιου σκότους και της νεκρώσεως.
45. Κάποτε νεκρώνεται και η λογική ψυχή, κι ας έχει τη ζωή ως ουσία της· τούτο μας το δίδαξε ο μέγας Παύλος γράφοντας: «Η χήρα που ζει στη σπατάλη, έχει πεθάνει, κι ας είναι ζωντανή»(Α΄ Τιμ. 5, 6). Δεν είναι ανάρμοστο να υποθέσομε ότι τούτο το είπε και γι’ αυτό που μιλάμε τώρα, δηλαδή για τη λογική ψυχή. Η ψυχή δηλαδή που έχασε τον πνευματικό Νυμφίο της, αν δεν έχει συστολή και πένθος και δε βαδίζει το στενό και γεμάτο θλίψεις δρόμο της μετάνοιας, αλλά είναι σε μιά διάχυση και σε μιά παράδοση και σπατάλη του εαυτού της στις ηδονές, αυτή η ψυχή ενώ ζεί (γιατί κατά την ουσία της είναι αθάνατη), έχει ωστόσο πεθάνει. Γιατί είναι δεκτική του χειρότερου θανάτου, όπως είναι και της καλύτερης ζωής. Αλλά κι αν ο Παύλος «χήρα» εννοεί αυτή που έχασε το σωματικό νυμφίο και ζει σπάταλα και σαρκικά, οπωσδήποτε εννοεί ότι έχει πεθάνει κατά την ψυχή. Ο ίδιος λέει αλλού: «Ενώ ήμαστε νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, ο Θεός μάς έδωσε ζωή μαζί με το Χριστό»(Εφ. 2, 5). Επίσης στο θάνατο της ψυχής αναφέρεται και το ρητό: «Είναι αμαρτία που οδηγεί στο θάνατο»(Α΄ Ιω. 5, 16). Αλλά και ο Κύριος που διέταξε κάποιον να αφήσει τους νεκρούς να θάβουν τους νεκρούς(Ματθ. 8, 22), οπωσδήποτε φανέρωσε ότι οι ενταφιαστές εκείνοι ήταν νεκροί κατά την ψυχή, επειδή ζούσαν σαρκικά.
46. Οι προπάτορες του ανθρώπινου γένους, επειδή απομάκρυναν θεληματικά από τον εαυτό τους τη μνήμη και τη θεωρία του Θεού και αψήφησαν την εντολή Του και συμφώνησαν με το νεκρό πνεύμα του σατανά και έφαγαν από το απαγορευμένο δένδρο αντίθετα με τη θέληση του Δημιουργού, γυμνώθηκαν από τα φωτεινά και ζωηφόρα ενδύματα της ουράνιας λάμψεως κι έγιναν —αλοίμονο— σαν τον σατανά και αυτοί νεκροί κατά το πνεύμα. Επειδή όμως ο σατανάς δεν είναι μόνο νεκρό πνεύμα, αλλά νεκρώνει κι εκείνους που τον πλησιάζουν, κι επειδή αυτοί που έγιναν μέτοχοι της νεκρώσεώς του, είχαν και σώμα, μέσω του οποίου ολοκληρώθηκε σε έργο η θανατηφόρα συμβουλή, μετέδωσαν —αλοίμονο— και στα σώματά τους τα νεκρά και νεκροποιά εκείνα πνεύματα της νεκρώσεως. Και θα διαλυόταν αμέσως το ανθρώπινο σώμα και θα γύριζε στη γη από την οποία και είχε πλαστεί, αν δεν το συγκρατούσε η θεία πρόνοια και δύναμη, ώστε να περιμένει την απόφαση Εκείνου που ενεργεί τα πάντα με μόνο το λόγο Του, χωρίς την οποία τίποτε απ’ όσα γίνονται, δεν μπορεί να γίνει. Κι αυτή η απόφαση παίρνεται πάντοτε με δικαιοσύνη. Γιατί, όπως λέει ο ιερός Ψαλμωδός, ο Κύριος είναι δίκαιος κι αγαπά τη δικαιοσύνη(Ψαλμ. 10, 7).
47. Ο Θεός, κατά τη Γραφή, δε δημιούργησε το θάνατο(Σ. Σολ. 1, 13). Αλλά ακόμη εμπόδισε και να δημιουργηθεί τούτος, όσο χρειαζόταν και όσο επιτρεπόταν από τη δικαιοσύνη Του να εμποδίζει εκείνους που ο Ίδιος έκανε αυτεξούσιους. Τους είπε δηλαδή από πριν το θέλημά Του που οδηγούσε στην αθανασία, και για να τους προφυλάξει όσο το δυνατόν περισσότερο, έκανε εντολή Του την ζωοποιό συμβουλή. Και προείπε φανερά και απείλησε ότι η αθέτηση της ζωοποιού εντολής Του θα ήταν θάνατος, ώστε, ή από πόθο του Θεού ή από τη γνώση Του ή από φόβο, να αποφύγουν το θάνατο. Γιατί ο Θεός επιζητεί, γνωρίζει και μπορεί να κάνει αυτό που συμφέρει σε κάθε κτίσμα. Αν μόνο το γνώριζε, αλλά δεν το επιζητούσε, τότε θα εμπόδιζε και δε θ’ άφηνε να γίνει εκείνο που γνώριζε καλά. Αν το αγαπούσε μόνον, αλλά δεν το ήξερε ή δεν μπορούσε να το κάνει, τότε, παρόλο που θα το ήθελε, το ποθούμενο και γνωριζόμενο θα έμενε απραγματοποίητο. Αφού λοιπόν πάρα πολύ επιζητεί και γνωρίζει και μπορεί το συμφέρον μας, ό,τι μάς έρχεται από Εκείνον, έστω και χωρίς να το θέλομε, οπωσδήποτε για το συμφέρον μας έρχεται· σ’ όποιο όμως δοθούμε εκούσια, ως αυτεξούσιοι, υπάρχει μεγάλος φόβος μήπως είναι ασύμφορο. Όταν δε, με πρόνοια του Θεού, έχει απαγορευτεί ένα μόνο απ’ όλα, όπως στην περίπτωση του Παραδείσου(Γέν. 2, 16-17), είτε στο Ευαγγέλιο από τον Κύριο, είτε στους Ισραηλίτες από τους Προφήτες, είτε στο νόμο της χάρης από τους Αποστόλους του Κυρίου και τους διαδόχους τους, τότε είναι φανερά ανωφελέστατο και όλεθριότατο να το ποθεί κανείς από μόνος του και να σπεύδει προς αυτό. Κι αν κανένας άλλος μάς το προτείνει αυτό και μάς οδηγεί να σπεύδομε προς αυτό, είτε παρακινώντας μας με λόγια, είτε παρασύροντας με φιλικό σχήμα, αυτός είναι φανερά αντίπαλος της ζωής μας και εχθρός.
48. Έπρεπε λοιπόν, ή από πόθο Εκείνου που ποθεί να ζούμε (προς τί δηλαδή μάς έπλασε να ζούμε, αν δεν το ήθελε αυτό εξαιρετικά;), ή γνωρίζοντας ότι Εκείνος γνωρίζει καλύτερα από μάς το συμφέρον μας (πώς δεν το γνωρίζει ασυγκρίτως καλύτερα από μάς, Εκείνος που μας έδωσε τη γνώση και είναι Κύριος των γνώσεων(Α΄ Βασ. 2, 3);) ή από φόβο της παντοδύναμης εξουσίας Του, έπρεπε για όλα αυτά να μην απατηθούμε, να μην παρασυρθούμε και να μην πεισθούμε τότε και παραβούμε την εντολή και τη συμβουλή Εκείνου, όπως ούτε τώρα τις σωτήριες εντολές και συμβουλές που μας δίνει ύστερα από εκείνη. Όπως τώρα εκείνοι που δεν προτιμούν να αντιπαρατάσσονται γενναία κατά της αμαρτίας, περιφρονούν τις θείες εντολές και βαδίζουν τον αντίθετο δρόμο, δηλαδή αυτόν που οδηγεί στον εσωτερικό και αιώνιο θάνατο, αν δε θεραπεύσουν με τη μετάνοια την ψυχή τους· έτσι και στο ζεύγος εκείνο των προπατόρων, επειδή δεν αντιστάθηκαν στα λόγια του σατανά, που τους έπειθαν να απειθήσουν στο Θεό και παρέβλεψαν την εντολή, πραγματοποιήθηκε αμέσως η προεξαγγελμένη απόφαση Εκείνου που κρίνει με δικαιοσύνη. Σύμφωνα με αυτήν, μόλις έφαγαν από το δένδρο, πέθαναν. Και τότε κατάλαβαν στην πράξη τι σήμαινε η λησμονημένη από αυτούς εντολή της αλήθειας και της αγάπης και της σοφίας και της δυνάμεως, και κρύβονταν από ντροπή, αφού γυμνώθηκαν(Γέν. 3, 7-8) από τη δόξα εκείνη που ζωοποιεί κατά θεϊκό τρόπο και τα αθάνατα πνεύματα, χωρίς την οποία η ζωή των πνευμάτων είναι και πιστεύεται πολύ χειρότερη από πολλούς θανάτους.
49. Ότι δεν ήταν ακόμη ωφέλιμο να φάνε οι πρωτόπλαστοι από εκείνο το δένδρο, το φανερώνει κι ο Θεολόγος Γρηγόριος που λέει: «Το φυτό εκείνο ήταν θεωρία, κατά τη δική μου άποψη, την οποία μόνον οι τελειότεροι μπορούν να επιχειρήσουν. Δεν είναι όμως καλή για όσους είναι ακόμη ατελείς και την επιθυμούν λαίμαργα, όπως ούτε η τέλεια τροφή ωφελεί όσους είναι ακόμη νήπια και χρειάζονται γάλα». Αλλά κι αν δεν θέλει κανείς να συσχετίσει μεταφορικά το δένδρο εκείνο και τον καρπό του με τη θεωρία, πιστεύω ότι δεν είναι πολύ δύσκολο να εννοήσει ότι δεν ήταν ωφέλιμο στους πρωτόπλαστους, επειδή εκείνοι ήταν ακόμη ατελείς. Νομίζω δηλαδή ότι με την αίσθησή τους το είδαν και έφαγαν απ’ αυτό, και ότι εκείνο ήταν το πιο ευχάριστο απ’ όσα δένδρα υπήρχαν στόν Παράδεισο. Η πολύ ευχάριστη όμως τροφή των αισθήσεων δεν είναι από τα όντως κι από κάθε άποψη καλά, ούτε από τα πάντοτε καλά, ούτε από τα καλά για όλους, αλλά είναι καλή για όσους μπορούν να τη χρησιμοποιούν έτσι που να μην τους νικά, όταν πρέπει και όσο χρειάζεται και προς δόξαν του Δημιουργού. Για εκείνους όμως που δεν κάνουν τέτοια χρήση της, δεν είναι καλή. Γι’ αυτό νομίζω ότι ονομάστηκε το δένδρο εκείνο, «δένδρο που δίνει τη γνώση του καλού και του κακού»(Γέν. 2, 17). Γιατί μόνο οι τέλειοι στην έξη της θείας θεωρίας και της αρετής μπορούν να έρχονται σ’ επαφή με τα πολύ ευχάριστα των αισθήσεων, χωρίς ν’ απομακρύνουν το νου τους από τη θεωρία του Θεού και από τους ύμνους και τις προσευχές προς Αυτόν, αλλά να μετατρέπουν τα ωραία του κόσμου σε υλικό και αφορμή της ανατάσεως προς το Θεό και να συγκρατούν τελείως την ηδονή της αισθήσεως με τη νοερή κίνηση προς τα ανώτερα. Και αν η ηδονή της αισθήσεως είναι ασυνήθιστη και μεγάλη και πολύ δυνατή, τότε ακόμη περισσότερο, για το ασυνήθιστο ακριβώς, να μην κενώνουν το λογιστικό μέρος της ψυχής τους προς εκείνο που ενώ είναι κακό, νομίζεται καλό από όποιον κυριεύθηκε τελείως απ’ αυτό και νικήθηκε.
50. Στους προπάτορες επομένως, οι οποίοι έπρεπε, ζώντας στον ιερό εκείνο χώρο του Παραδείσου, να μη λησμονούν ποτέ το Θεό, ήταν ωφέλιμο να γυμναστούν ακόμη περισσότερο και κατά κάποιο τρόπο σαν παιδιά να εξασκηθούν στα γενικώς και όντως καλά και να τελειοποιηθούν στην έξη της θεωρίας, και όχι, ενώ ήταν ακόμη ατελείς, να προχωρήσουν στη δοκιμή πραγμάτων που είναι σε μία μέση κατάσταση —ούτε καλά, ούτε κακά— και που ανάλογα με την ισχύ αυτών που τα χρησιμοποιούν, μεταβαίνουν εύκολα προς το καλό ή το κακό. Και μάλιστα πραγμάτων που από τη φύση τους προσελκύουν και κυριαρχούν στις αισθήσεις και απορροφούν τελείως το νου και δίνουν ευχέρεια στις πονηρές πράξεις και παρουσιάζουν ως αξιόπιστο τον αρχηγό και δημιουργό των παθών αυτών, που η αρχή τους —υστέρα από το διάβολο— είναι η εμπαθής κατανάλωση των πολύ απολαυστικών φαγητών. Γιατί αν, κατά την ιερή ιστορία, και μόνον η θέα του δένδρου έκανε ευκολοπαράδεκτο το φίδι και αξιόπιστο συμβουλάτορα, πόσο μάλλον η άφθονη από αυτό τροφή; Άρα δεν είναι σαφές ότι δεν ήταν ακόμη ωφέλιμο να δοκιμάσουν από αυτό με την αίσθηση οι προπάτορες; Άρα δεν έπρεπε, αφού έφαγαν όταν δεν έπρεπε, να εξοριστούν από τον Παράδεισο του Θεού(Γέν. 3, 23-24), για να μην κάνουν βουλευτήριο και εργαστήριο της κακίας τον θεϊκό εκείνο χώρο; Και άρα δεν έπρεπε να υποστούν αμέσως και το θάνατο του σώματος οι παραβάτες; Ο Κύριος όμως έδειξε μακροθυμία.
51. Την απόφαση του θανάτου της ψυχής την έβαλε στο δρόμο της εκτελέσεως η παράβαση, σύμφωνα με τη δικαιοσύνη του Δημιουργού· αφού δηλαδή τον εγκατέλειψαν οι πρωτόπλαστοι, τους άφησε δίχως να τους εξαναγκάσει, γιατί τους είχε κάνει αυτεξούσιους. Η απόφαση λοιπόν εκείνη ανακοινώθηκε φιλάνθρωπα από το Θεό εκ των προτέρων(Γέν. 2, 17), για τους λόγους που αναπτύξαμε. Ανέστειλε όμως και ανέβαλε τότε την απόφαση του σωματικού θανάτου· και όταν τελικά τη γνωστοποίησε, από βάθος σοφίας και υπερβολή φιλανθρωπίας, επιφύλαξε την πραγματοποίησή της για το μέλλον. Γιατί δεν είπε στον Αδάμ «επίστρεψε στη γη», αλλά «είσαι γη και στη γη θα επιστρέψεις»(Γεν. 3, 19). Απ’ αυτό βγαίνει για κείνους που ακούνε με σύνεση, ότι ο Θεός δε δημιούργησε θάνατο(Σ. Σολ. 1, 13) ούτε ψυχής, ούτε σώματος. Γιατί ούτε πρωτύτερα είπε προστακτικά «πεθάνετε όταν φάτε», αλλά είπε «θα πεθάνετε όταν φάτε»· ούτε τώρα είπε, «επίστρεψε στη γη», αλλά «θα επιστρέψεις», προαναγγέλλοντας και αφήνοντας και μη εμποδίζοντας, με δικαιοσύνη, εκείνο που θα γινόταν.
52. Έμελλε λοιπόν να συμβεί στους προπάτορες εκείνους ο θάνατος, όπως περιμένει κι εμάς που ζούμε ακόμη. Θνητό έγινε το σώμα μας. Κι αυτό είναι, για να πω έτσι, ένας μακρός θάνατος, ή μάλλον μύριοι θάνατοι, που διαδέχεται ο ένας τον άλλον, μέχρις ότου τελικά φτάσομε στον ένα και τελευταίο και μακραίωνα θάνατο. Γινόμαστε δηλαδή μέσα στη φθορά, κι ενώ γινόμαστε, φθειρόμαστε, μέχρις ότου πάψομε και να γινόμαστε και να φθειρόμαστε. Και δεν είμαστε πράγματι ποτέ οι ίδιοι, κι ας φαινόμαστε ότι είμαστε ίδιοι σ’ εκείνους που δεν προσέχουν. Όπως η φωτιά, όταν αρπάξει ένα λεπτό καλάμι από την άκρη, είναι διαφορετική τη μιά φορά και την άλλη κι έχει μέτρο της διάρκειάς της το μήκος του καλαμιού, έτσι κι εμείς, που όμοια μεταβαλλόμαστε, έχομε μέτρο ο καθένας το διάστημα του βίου του.
53. Για να μην αγνοούμε ολότελα την υπερβολή της φιλανθρωπίας και το βάθος της σοφίας του Θεού, θα πούμε για ποιους λόγους, ενώ ανέβαλε το τέλος του θανάτου, παρέτεινε ακόμη όχι λίγο τη ζωή του ανθρώπου. Έδειξε πρώτα ότι τιμωρεί με ευσπλαχνία, ή μάλλον ότι αμελεί τη δίκαιη τιμωρία, για να μην απελπιστούμε τελείως. Έδωσε επίσης καιρό για μετάνοια και θεάρεστη ζωή από την αρχή. Παρηγόρησε με τις διαδοχικές γεννήσεις τη λύπη του θανάτου. Αύξησε το γένος με τους απογόνους, ώστε αρχικά ο αριθμός των γεννήσεων να υπερβαίνει κατά πολύ τον αριθμό των θανάτων. Στη θέση ενός Αδάμ, που με το κάλλος του αισθητού φυτού έγινε αξιολύπητος και φτωχός, ανέδειξε πολλούς που από τα αισθητά απέκτησαν τον μακάριο πλούτο της θεογνωσίας, της αρετής, της γνώσεως και της θεϊκής ευμένειας. Μάρτυρες είναι ο Σήθ, ο Ενώς, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Μελχισεδέκ, ο Αβραάμ και όσοι σύγχρονοί τους ή παλιότεροι ή μεταγενέστεροι αναδείχθηκαν ισάξιοι ή παρόμοιοι μ’ αυτούς. Από αυτούς όμως τους τόσους και τόσο μεγάλους, κανείς δεν έζησε τελείως αναμάρτητα, ώστε να μπορέσει να ισοφαρίσει την ήττα εκείνη των προπατόρων και να θεραπεύσει το τραύμα της ρίζας του ανθρώπινου γένους και να επαρκέσει για τον αγιασμό, την ευλογία και την επιστροφή στη ζωή όλων των μεταγενεστέρων· κι αυτό ο Θεός το προγνώριζε. Γι’ αυτό κι έκανε σε κάθε εποχή εκλογή και των γενών και των φυλών, απ’ όπου θα βλάσταινε η πολυύμνητη εκείνη ράβδος(Αρ. 17, 23) (η Παρθένος Μαρία), από την οποία θα έβγαινε το άνθος, με το οποίο έμελλε να πραγματοποιήσει όλου του κόσμου τη σωτηρία.
54. Ω βάθος πλούτου, σοφίας και φιλανθρωπίας του Θεού(Ρωμ. 11, 33)! Αν δεν υπήρχε θάνατος και αν το ανθρώπινο γένος δεν ήταν τώρα θνητό και πριν από το θάνατο —γιατί είναι από ρίζα θνητή—, δεν θα αποκτούσαμε στην πράξη (μέσω του Χριστού) την απαρχή της αθανασίας μας, δε θα είχαμε ανακληθεί στον ουρανό, δε θα είχε ενθρονιστεί η ανθρώπινη φύση στα δεξιά της θείας Μεγαλοσύνης στους ουρανούς(Εβρ. 8, 1), πιο πάνω από κάθε αγγελική αρχή και εξουσία. Έτσι ξέρει ο Θεός να μετατρέπει από φιλανθρωπία στο καλύτερο τα ολισθήματα της αυτεξούσιας παρεκτροπής μας, με τη σοφία και τη δύναμή Του.
55. Πολλοί κατηγορούν τον Αδάμ, πόσο εύκολα πείσθηκε στη συμβουλή του πονηρού και αθέτησε τη θεϊκή εντολή και προξένησε έτσι σ’ εμάς το θάνατο. Αλλά δεν είναι το ίδιο να θελήσει κανείς, χωρίς να ξέρει, να γευθεί ένα φαρμακερό χόρτο, με το να θέλει να τρώει από αυτό ενώ έμαθε από τη δοκιμή ότι είναι θανάσιμο. Εκείνος που παίρνει το δηλητήριο ενώ έχει πείρα, κι έτσι φέρνει ελεεινά το θάνατο στον εαυτό του, είναι περισσότερο αξιοκατηγόρητος από εκείνον που κάνει και παθαίνει τούτο επειδή δεν ξέρει. Γι’ αυτό και ο καθένας από μάς, είναι περισσότερο από τον Αδάμ άξιος κατηγορίας και καταδίκης. Μήπως όμως πείτε ότι δεν είναι σ’ εμάς εκείνο το δένδρο; Και ότι του Θεού η εντολή δεν αφορά σ’ εμάς, απαγορεύοντάς μας να φάμε απ’ αυτό; Αυτό το ίδιο ακριβώς το δένδρο ίσως δεν είναι σ’ εμάς. Αλλά η εντολή του Θεού είναι και τώρα παρούσα σ’ εμάς. Και εκείνους που υπακούνε σ’ αυτήν και ζουν σύμφωνα με αυτήν, τους ελευθερώνει από την ευθύνη και των δικών τους αμαρτημάτων και από την προγονική κατάρα και καταδίκη. Εκείνοι όμως που και τώρα την παραβαίνουν και αντί γι’ αυτή προτιμούν την εισήγηση και συμβουλή του πονηρού, είναι αδύνατο να μην ξεπέσουν από εκείνη τη ζωή και τη διαγωγή του Παραδείσου και να μη ριχτούν στη γέεννα του αιωνίου πυρός που απείλησε ο Θεός.
56. Ποιά είναι λοιπόν τώρα η εντολή του Θεού που αφορά σ’ εμάς; Η μετάνοια. Και η ανακεφαλαίωση αυτής είναι να μην εγγίζομε πλέον τα απαγορευμένα. Αφού λοιπόν εκδιωχθήκαμε από τον τόπο εκείνο της θεϊκής τρυφής και αποκλειστήκαμε δίκαια από τον Παράδεισο και γκρεμιστήκαμε σ’ αυτό το βάραθρο και καταδικαστήκαμε να συγκατοικούμε και να ζούμε μαζί με τα άλογα ζώα και χάσαμε πιά κάθε ελπίδα —όσο εξαρτάται από μας— να επιστρέψομε στόν Παράδεισο, Αυτός ο ίδιος που επέβαλε τότε τη δίκαιη τιμωρία, ή μάλλον που επέτρεψε δίκαια να μας έρθει, τώρα από υπερβολή αγαθότητας, από πολλή ευσπλαχνία, για χάρη μας κατέβηκε μέχρι εμάς. Και αφού ευδόκησε να γίνει όπως εμείς άνθρωπος, αλλά χωρίς αμαρτία, για να ξαναδιδάξει και να σώσει ως όμοιος τον όμοιο, μας έδωσε την σωτήρια συμβουλή και εντολή της μετάνοιας, λέγοντάς μας: «Μετανοείτε, γιατί έφτασε η βασιλεία των ουρανών»(Ματθ. 4, 17). Πριν από την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο απείχε από μάς η βασιλεία των ουρανών. Αφού όμως ο Βασιλιάς των ουρανών ήρθε και ευδόκησε να ενωθεί με μας, έφτασε σ’ όλους μας η βασιλεία των ουρανών.
57. Αφού είναι πιά κοντά μας η βασιλεία των ουρανών, με την συγκατάβαση του Θεού Λόγου προς εμάς, ας μην απομακρυνθούμε εμείς απ’ αυτήν, ζώντας αμετανόητοι. Ας αποφύγομε μάλλον την αθλιότητα εκείνων που ζουν στο σκοτάδι κάτω από τη σκιά του θανάτου(Λουκ. 1, 79). Ας αποκτήσομε τα έργα της μετανοίας, φρόνημα ταπεινό, κατάνυξη και πνευματικό πένθος, καρδιά γεμάτη πραότητα και να διψά τη δικαιοσύνη, να οικειοποιείται την καθαρότητα, να είναι ειρηνική και ειρηνοποιός, να υπομένει τα δεινά, να ευχαριστείται με τους για χάρη της αλήθειας και της δικαιοσύνης διωγμούς, ζημίες, ύβρεις, συκοφαντίες και παθήματα. Γιατί η βασιλεία των ουρανών, ή μάλλον ο Βασιλιάς των ουρανών —ω ανέκφραστη μεγάλη δωρεά!— είναι μέσα μας(Λουκ. 17, 21). Σ’ Αυτόν οφείλομε να προσκολλόμαστε πάντοτε με τα έργα της μετάνοιας, αγαπώντας με όλη μας τη δύναμη Αυτόν που τόσο μας αγάπησε.
58. Την αγάπη προς το Θεό τη συνιστούν η απουσία των παθών και η αφθονία των αρετών. Το μίσος προς τα πονηρά, από το οποίο προκύπτει η απουσία των παθών, αντεισάγει τον πόθο και την απόκτηση των αγαθών. Εκείνος που είναι εραστής και κάτοχος των αγαθών, πώς να μην αγαπά ξεχωριστά τον αυτάγαθο Κύριο, τον μόνο χορηγό και φύλακα κάθε αγαθού, μέσα στόν Οποίο μένει με έξοχο τρόπο ο ίδιος και τον Οποίο έχει μέσα του με την αγάπη, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου: «Όποιος μένει στην αγάπη, μένει μέσα στο Θεό και ο Θεός μέσα σ’ αυτόν»(Α΄ Ιω. 4, 16). Μπορεί κανείς να δει ότι όχι μόνον η αγάπη προς το Θεό γεννιέται από τις αρετές, αλλά και ότι οι αρετές γεννιούνται από την αγάπη. Γι’ αυτό και ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, άλλοτε λέει: «Όποιος κρατάει τις εντολές μου και τις τηρεί, αυτός είναι που με αγαπά»(Ιω. 14, 21), και άλλοτε: «Όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου»(Ιω. 14, 23). Αλλά ούτε τα έργα των αρετών είναι αξιέπαινα και ωφέλιμα σ’ εκείνους που τα εκτελούν χωρίς αγάπη, ούτε πάλι κι η αγάπη χωρίς τα έργα. Το πρώτο το φανερώνει με πολλά ο Παύλος, γράφοντας προς τους Κορινθίους: «Αν κάνω αυτά και αυτά, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν ωφελούμαι καθόλου»(Α΄ Κορ. 13, 3)· το δεύτερο πάλι, ο εξαιρετικά αγαπημένος από το Χριστό μαθητής, λέγοντας: «Να μην αγαπάμε με λόγια, μήτε με τη γλώσσα, αλλά έμπρακτα κι αληθινά»(Α΄ Ιω. 3, 18).
59. Ο υπέρτατος και προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας της αυτοαλήθειας, δηλαδή του μονογενούς Υιού. Έχει και Πνεύμα της αλήθειας, το Πνεύμα το Άγιο, καθώς προδήλωσε ο λόγος της αλήθειας. Εκείνοι λοιπόν που τον προσκυνούν και τον πιστεύουν με το Πνεύμα και τον Υιό και επειδή δέχονται την ενέργεια του Πνεύματος και του Υιού —γιατί λέει ο Απόστολος: «Είναι το Πνεύμα, με το οποίο προσκυνούμε και προσευχόμαστε»(Ρωμ. 8, 26)· και: «Κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα, παρά μέσω εμού»(Ιω. 14, 6), λέει ο Μονογενής Υιός του Θεού—, εκείνοι λοιπόν που προσκυνούν έτσι τον υπέρτατο Πατέρα με το Πνεύμα και την Αλήθεια (τον Υιό), αυτοί είναι οι αληθινοί προσκυνητές Του(Ιω. 4, 23).
60. Ο Θεός είναι Πνεύμα και όσοι τον προσκυνούν, πρέπει να τον προσκυνούν με το Πνεύμα και την Αλήθεια(Ιω. 4, 24), δηλαδή να εννοούν ασωμάτως τον Ασώματο. Γιατί έτσι πράγματι θα τον δουν παντού με το Πνεύμα και την Αλήθεια Του. Ο Θεός ως πνεύμα είναι ασώματος, και κάτι ασώματο δε βρίσκεται σε έναν ορισμένο τόπο, ούτε περικλείεται σε τοπικά όρια. Επομένως όποιος λέει ότι σε ορισμένο τόπο του ούρανού ή της γής πρέπει να προσκυνείται ο Θεός, δε λέει αλήθεια, ούτε η προσκύνησή του είναι αληθινή. Γιατί ο Θεός, ως ασώματος δεν είναι πουθενά, ως Θεός όμως είναι παντού —επειδή αν υπάρχει βουνό ή τόπος ή κτίση, όπου να μην υπάρχει ο Θεός, τότε φτάνομε στο να περιορίζεται κάπου. Είναι λοιπόν παντού, γιατί είναι απεριόριστος. Πώς λοιπόν είναι παντού; Ως περιεχόμενος όχι από μέρος, αλλά από το παν; Όχι βέβαια. Γιατί τότε θα είναι πάλι σώμα. Άρα, επειδή συνέχει και περιέχει το παν, Αυτός είναι μέσα στον εαυτό Του, παντού και πέρα από το παν, και προσκυνείται από τους αληθινούς προσκυνητές Του με το Πνεύμα και την Αλήθεια Του(Ιω. 4, 23).
61. Ο Άγγελος και η ψυχή, επειδή είναι ασώματα, δεν είναι σε ορισμένο τόπο, δεν είναι όμως και παντού. Γιατί δε συνέχουν το παν, αλλά και αυτά έχουν ανάγκη από Αυτόν που τα συνέχει. Άρα και αυτά βρίσκονται μέσα σ’ Εκείνον που συνέχει και περιέχει το παν και οριοθετούνται κατάλληλα από Αυτόν. Η ψυχή τώρα, που συνέχει το σώμα για το οποίο δημιουργήθηκε, είναι παντού στο σώμα, όχι όμως σαν σε τόπο, ούτε ως περιεχόμενη σ’ αυτό, αλλά επειδή συνέχει και περιέχει και ζωοποιεί το σώμα, έχοντας και σ’ αυτό το θέμα το «κατ’ εικόνα Θεού».
62. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού περισσότερο απ’ ότι οι Άγγελοι, όχι μόνο γιατί έχει μέσα του συνεκτική και ζωοποιό δύναμη, αλλά και γιατί έχει τη δύναμη να άρχει. Γιατί υπάρχει στη φύση της ψυχής μας από τη μιά το ηγεμονικό και αρχηγικό (ο νους), κι από την άλλη το φύσει δουλικό και υπήκοο, δηλαδή η θέληση, η όρεξη, η αίσθηση, και γενικά όσα δημιουργήθηκαν από το Θεό μαζί με το νου για να τον συνοδεύουν. Αν κι εμείς, από αμαρτωλή διάθεση, αφηνιάζομε σε μερικά όχι μόνο εναντίον του Παντοκράτορα Θεού, αλλά και εναντίον του έμφυτου σε μας αυτοκράτορα (νου). Ο Θεός λοιπόν, επειδή μας έδωσε τη δύναμη να άρχομε, μας έδωσε και την εξουσία όλης της γης(Γεν. 1, 28). Οι Άγγελοι δεν έχουν ενωμένο και σώμα, για να είναι υποταγμένο στο νου. Όσοι τώρα άγγελοι έχουν πέσει, έχουν τη νοερή θέληση πάντοτε πονηρή, ενώ οι αγαθοί, συνεχώς αγαθή, ώστε να μην έχει ανάγκη από κυβερνήτη. Την επίγεια εξουσία, ο μεν πονηρός δεν την είχε, αλλά την άρπαξε, κι απ’ αυτό γίνεται φανερό οτι δε δημιουργήθηκε άρχων της γης· οι δε αγαθοί Άγγελοι διατάχθηκαν από τον Παντοκράτορα να επιτηρούν τα σχετικά με αυτήν μετά τη δική μας έκπτωση και την εξαιτίας της καθαίρεση από την αξία μας, αν κι όχι ολοκληρωτικά, από φιλανθρωπία του Θεού. Γιατί, όπως γράφει ο Μωυσής στην Ωδή του(Δευτ. 32, 8), ο Θεός καθόρισε τις περιοχές των Αγγέλων όταν διαμέριζε τα έθνη. Ο διαμερισμός αυτός έγινε μετά τον Κάιν και τον Σήθ. Κι οι απόγονοι του Κάιν ονομάστηκαν άνθρωποι, ενώ οι απόγονοι του Σήθ, υιοί Θεού. Εγώ νομίζω ότι ο Θεός διαμέρισε έτσι από τότε τις ονομασίες αυτές, αναγγέλλοντας εκ των προτέρων το γένος, από το οποίο έμελλε να σαρκωθεί ο Μονογενής Υιός Του.
63. Μπορεί ακόμη να πει κανείς ότι, μαζί με πολλά άλλα, και το τριαδικό της γνώσεώς μας δείχνει ότι εμείς περισσότερο παρά οι Άγγελοι είμαστε κατ’ εικόνα του Θεού· όχι μόνο επειδή είναι τριαδικό, αλλά και γιατί συμπεριλαμβάνει όλα τα είδη της γνώσεως. Μόνο εμείς δηλαδή απ’ όλα τα κτίσματα, κοντά στο νοερό και το λογικό, έχομε και το αισθητικό. Αυτό, ενωμένο εκ φύσεως με το λογικό, εφεύρε το απεριόριστο πλήθος των τεχνών και επιστημών και γνώσεων. Να καλλιεργεί τη γη, να κτίζει και να παράγει πράγματα που δεν υπήρχαν —όχι βέβαια από το μηδέν, γιατί αυτό μόνο ο Θεός το μπορεί. Γιατί δε γίνεται σχεδόν τίποτε, ούτε καταστρέφεται από όσα κάνει ο Θεός· μόνο το καθένα, μετά από δική μας επέμβαση με κάτι άλλο, έρχεται σ’ άλλη μορφή. Επιπλέον, μόνο στους ανθρώπους έδωσε ο Θεός το να γίνεται ο αόρατος λόγος του νου αισθητός με την ακοή, διαδιδόμενος με τον αέρα, αλλά ακόμη και να καταγράφεται σωματικά και να βλέπεται μέσω του σώματος. Με αυτό ο Θεός μάς οδηγεί προς την πίστη στην κατά σάρκα έλευση και φανέρωση του υπέρτατου Λόγου. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει στους Αγγέλους.
64. Αλλά αν κι έχομε το «κατ’ εικόνα» περισσότερο από τους Αγγέλους μέχρι τώρα, υστερούμε ωστόσο πολύ ως προς το «καθ’ oμοίωσιν του Θεού»(Γεν. 1, 26), και μάλιστα τώρα, από τους αγαθούς Αγγέλους. Και για να αφήσω κατά μέρος τώρα τα άλλα, η τελείωση του να είμαστε καθ’ ομοίωσιν του Θεού γίνεται από την εκ Θεού θεία έλλαμψη. Αυτή τη στερούνται οι πονηροί άγγελοι, γι’ αυτό κι είναι βυθισμένοι στο σκοτάδι, ενώ την έχουν πλούσια οι θείοι νόες, γι’ αυτό και ονομάζονται δεύτερα φώτα και απορροές (ξεχειλίσματα) του Πρώτου Φωτός· αυτά νομίζω κανείς δεν τα αγνοεί απ’ όσους μελετούν τις θεόπνευστες Γραφές με επιμέλεια και φρόνηση. Απ’ αυτό, οι αγαθοί Άγγελοι έχουν και τη γνώση των αισθητών. Δεν τα αντιλαμβάνονται βέβαια με τη φυσική δύναμη των αισθήσεων, αλλά τα γνωρίζουν με θεοειδή δύναμη, από την οποία κανένα από τα οπωσδήποτε παρόντα ή παρελθόντα ή μέλλοντα δεν μπορεί να κρυφτεί.
65. Εκείνοι που μετέχουν σ’ αυτή την έλλαμψη, την έχουν σε ένα βαθμό, κι ανάλογα με το βαθμό αυτό έχουν και τη γνώση των όντων. Ότι και οι Άγγελοι μετέχουν σ’ αυτή την έλλαμψη και ότι είναι άκτιστη και ότι δεν ταυτίζεται με τη θεία ουσία, το γνωρίζουν όλοι όσοι μελετούν με επιμέλεια τους θεόσοφους Αποστόλους και Θεολόγους. Όσοι όμως φρονούν τ’ αντίθετα, βλασφημούν σχετικά μ’ αυτή και διατείνονται ότι είναι ή κτίσμα ή ουσία του Θεού· κι όταν τη θεωρούν κτίσμα, δεν παραδέχονται ότι αυτή είναι φως των Αγγέλων. Γι’ αυτό ας ανατρέξομε στόν θεοφάντορα Αρεοπαγίτη, ο οποίος με λίγα λόγια ξεκαθαρίζει και τα τρία αυτά. Αυτός λέει ότι οι θείοι νόες κινούνται κυκλικά και ενώνονται με τις άναρχες και ατελεύτητες ελλάμψεις του καλού και αγαθού. Ότι ως θείους νόες εννοεί τους αγαθούς Αγγέλους, είναι σ’ όλους φανερό. Αναφέροντας τις ελλάμψεις αυτές στον πληθυντικό αριθμό, τις διέστειλε από την ουσία του Θεού, γιατί αυτή είναι μία και ολότελα αδιαίρετη. Κι αφού τις ονόμασε άναρχες και ατελεύτητες, τί άλλο, παρά ως άκτιστες μας τις παρουσίασε;
66. Από αυτή τη θεία έλλαμψη και λαμπρότητα, βλέποντας τη φύση μας γυμνωμένη με την παράβαση, ο Λόγος του Θεού, τη συμπόνεσε για την ασχημοσύνη της, και αφού την πήρε επάνω Του από τη μεγάλη Του ευσπλαχνία, την έδειξε πάλι πάνω στο Θαβώρ ντυμένη λαμπρότερα στους τρεις εκλεκτούς μαθητές Του(Ματθ. 17, 1-2). Παρουσίασε δηλαδή τι ήμαστε κάποτε και ποιοι θα είμαστε δι’ Αυτού στόν μέλλοντα αιώνα, αν προτιμήσομε εδώ να ζήσομε κατά το θέλημά Του, όπως λέει και ο χρυσός στη γλώσσα Ιωάννης.
67. Σ’ αυτή τη θεία έλλαμψη και λαμπρότητα μετείχε και ο Αδάμ πριν από την παράβαση, σαν να φορούσε πράγματι στολή δόξας. Κι έτσι δεν ήταν γυμνός, αλλά ήταν ασύγκριτα πιο στολισμένος κι από εκείνους που τώρα φορούν τα στέμματα τα στολισμένα με πολύ χρυσό και λαμπερά πετράδια. Αυτή τη θεία έλλαμψη και χάρη ο Μέγας Παύλος την αποκαλεί ουράνια κατοικία μας, λέγοντας: «Γι’ αυτό στενάζομε, ποθώντας να ντυθούμε την ουράνια κατοικία μας· κι αν τη φορέσομε, δε θα βρεθούμε γυμνοί»(Β΄ Κορ. 5, 2-3). Τον αρραβώνα αυτής της θείας ελλάμψεως και του ενδύματός της, έλαβε ο Παύλος από το Θεό, όταν πήγαινε από την Ιερουσαλήμ στη Δαμασκό(Πράξ. 9, 3-4). Και για να πω σύμφωνα με τον Γρηγόριο, τον όνομα και πράγμα Θεολόγο, πριν καθαρθεί από τους διωγμούς ήρθε σ’ επαφή με τον Διωκόμενο, ή μάλλον με μιά μικρή ακτίνα του μεγάλου Φωτός.
68. Η θεία Υπερουσιότητα ποτέ δεν ονομάζεται στον πληθυντικό. Όχι όμως και η θεία και άκτιστη χάρη και ενέργεια του Θεού, που διαιρείται αδιαιρέτως, όπως η ακτίνα του ηλίου, η οποία και θερμαίνει και φωτίζει και ζωοποιεί και δίνει αύξηση και μεταδίδει στους φωτιζόμενους την λαμπρότητά της και φαίνεται στα μάτια όσων βλέπουν. Όμοια λοιπόν με την ηλιακή ακτίνα —αν και είναι αμυδρή αυτή η εικόνα—, και η θεία ενέργεια του Θεού, δεν ονομάζεται μόνο μία, αλλά και πολλές από τους Θεολόγους. Για παράδειγμα, ο Μέγας Βασίλειος λέει τα εξής: «Ποιες είναι οι ενέργειες του Πνεύματος; Ανέκφραστες σε μέγεθος, αναρίθμητες σε πλήθος. Γιατί πώς θα νοήσομε τα πέραν των αιώνων; Ποιες ήσαν οι ενέργειές Του πριν από τη νοητή κτίση; Πριν λοιπόν από τη νοητή κτίση και πέραν των αιώνων (γιατί και οι αιώνες είναι νοητά κτίσματα), κανείς δεν είπε ποτέ κτιστό, ούτε σκέφτηκε. Άκτιστες λοιπόν είναι οι δυνάμεις και οι ενέργειες του θείου Πνεύματος, αν και αναφέρονται πολλές από τους Θεολόγους, και διαστέλλονται αμερίστως από τη μία και εντελώς αμέριστη ουσία του Πνεύματος».
69. Η άκτιστη ενέργεια του Θεού, η οποία μερίζεται αμερίστως, αναφέρεται και στον πληθυντικό από τους Θεολόγους, όπως πιό πάνω φάνηκε καθαρά από τον Μέγα Βασίλειο. Αφού λοιπόν και η θεία και θεοποιός έλλαμψη και χάρη δεν είναι ουσία, αλλά ενέργεια του Θεού, γι’ αυτό δεν παρουσιάζεται μόνο χρονικά, αλλά και σε πλήθος μορφών, καθώς χορηγείται στον καθένα ανάλογα με την κατάστασή του. Και ανάλογα με την καταλληλότητα αυτών που τη δέχονται, μεταδίδει σ’ αυτούς περισσότερο ή λιγότερο τη θεοποιό λαμπρότητα.
70. Αυτές οι ενέργειες είναι επτά κατά τον προφήτη Ησαΐα. Και στα εβραϊκά ο αριθμός επτά σημαίνει «πολλά». Λέει δηλαδή: «Από τη ρίζα του Ιεσσαί θα βλαστήσει μία ράβδος κι από αυτή θα βγει ένα άνθος, πάνω στο οποίο θα επαναπαυτούν επτά πνεύματα»· τα πνεύματα της σοφίας, της συνέσεως, της γνώσεως, της ευσεβείας, της βουλής, της ισχύος, του φόβου»(Ησ. 11, 1-3). Αυτά τα επτά πνεύματα, όσοι έχουν αιρετικές πεποιθήσεις, διατείνονται στον παραλογισμό τους πως είναι κτιστά. Αυτούς και μ’ εκείνα που προσθέσαμε στους εκτενείς αντιρρητικούς προς αυτούς λόγους μας, τους ελέγξαμε για πάντα. Αλλά και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αναφερόμενος στις θείες αυτές ενέργειες του Πνεύματος, λέει ότι ο Ησαΐας αρέσκεται τις ενέργειες του Πνεύματος να τις ονομάζει πνεύματα. Αλλά κι ο ίδιος ο Ησαΐας, ο πιο μεγαλόφωνος από τους Προφήτες, δεν έδειξε μόνο καθαρά, με τον αριθμό επτά, τη διαφορά των θείων αυτών ενεργειών προς τη θεία ουσία, αλλά και φανέρωσε ότι αυτές είναι άκτιστες, με το να χρησιμοποιήσει το ρήμα «θα επαναπαυτούν». Το ρήμα αυτό δηλώνει υπεροχικό αξίωμα. Εκείνα λοιπόν που επαναπαύονται πάνω στο σώμα που ο Κύριος προσέλαβε από την ανθρώπινη φύση, πώς είναι δυνατό να είναι κτίσματα;
71. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός έβγαζε τα δαιμόνια «με δάκτυλο Θεού» κατά το Λουκά(Λουκ. 11, 20), και «με πνεύμα Θεού» κατά το Ματθαίο(Ματθ. 12, 28). Δάκτυλος Θεού, λέει ο Μέγας Βασίλειος, είναι μία από τις ενέργειες του Πνεύματος. Αν λοιπόν η μία απ’ αυτές τις ενέργειες είναι το Άγιο πνεύμα, είναι οπωσδήποτε και οι άλλες, όπως ο ίδιος μας δίδαξε και τούτο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρόκειται για πολλούς θεούς ή πολλά Πνεύματα. Αυτά είναι προβολές και φανερώσεις και ενέργειες φυσικές του ενός Πνεύματος και σε κάθε μία είναι Ένα εκείνο που ενεργεί. Οι κακόδοξοι, λέγοντας ότι αυτά είναι κτίσματα, υποβιβάζουν επταπλάσια σε κτίσμα το πνεύμα του Θεού. Αλλά ας ντραπούν επταπλάσια. Γιατί ο Προφήτης που είπε γι’ αυτά, ότι είναι επτά οφθαλμοί του Κυρίου που επιβλέπουν σ’ όλη τη γη (Ζαχ. 4, 10), κι ο Ιωάννης που γράφει στην Αποκάλυψη: «Η χάρη και η ειρήνη σ’ εσάς από το Θεό και από τα επτά πνεύματα που είναι ενώπιον του θρόνου του Θεού και από τον Ιησού Χριστό» , φανερώνουν καθαρά στους πιστούς ότι αυτα είναι το Άγιο πνεύμα.
72. Ο Θεός και Πατέρας, προαναγγέλλοντας μέσω του προφήτη Μιχαία την κατά σάρκα γέννηση του Μονογενούς και θέλοντας μαζί να δείξει ότι η θεότητα του Υιού είναι άναρχη, είπε: «Και αι έξοδοι αυτού απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος»(Μιχ. 5, 1). Οι έξοδοι, όπως εξήγησαν οι Πατέρες, σημαίνουν τις ενέργειες της Θεότητας. Αυτές είναι δυνάμεις και ενέργειες του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τις οποίες ανακηρύττουν κτιστές, εκείνοι που ασπάζονται και υποστηρίζουν με πάθος τις απόψεις των κακοδόξων. Αλλ’ ας βάλουν μυαλό έστω και αργά και ας εννοήσουν, ποιος είναι Αυτός που υπάρχει «απ’ αρχής»; Ποιος είναι Αυτός, προς τον οποίο λέει ο Δαβίδ: «Υπάρχεις Εσύ από τον αιώνα —που σημαίνει το ίδιο με το «εξ ημερών αιώνος — κι ως τον αιώνα». Κι ας εξετάσουν με σύνεση, αν θέλουν, ότι ο Θεός που είπε μέσω του Προφήτη ότι αυτές οι «έξοδοι» είναι «απ’ αρχής», δεν είπε διόλου ότι έγιναν ή κατασκευάστηκαν ή δημιουργήθηκαν. Και ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος θεολογεί με πνεύμα Θεού, δεν είπε ότι έγιναν, αλλά ότι υπήρχαν οι ενέργειες του Πνεύματος πριν από τη νοητή κτίση και πέρα από τους αιώνες. Μόνο λοιπόν ο Θεός είναι προαιώνια ενεργής και παντοδύναμος, επειδή έχει και προαιώνιες δυνάμεις και ενέργειες.
73. Ισχυρίζονται επίσης, σε φανερή αντίθεση με τους Αγίους, οι αρχηγοί της αντίθετης γνώμης, ότι το άκτιστο είναι ένα, η θεία φύση. Ό,τι διαφέρει κάπως από αυτήν, είναι οπωσδήποτε κτιστό. Και έτσι κάνουν κτίσμα και τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο πνεύμα. Γιατί και των Τριών η ενέργεια είναι μία και η αυτή· και όποιου η ενέργεια είναι κτιστή, δεν είναι ο ίδιος άκτιστος. Γι’ αυτό, κτίσμα δεν είναι η ενέργεια του Θεού —άπαγε—, αλλά το αποτέλεσμα που προκύπτει από αυτή. Γι’ αυτό και ο θεσπέσιος Δαμασκηνός δίδαξε ότι οι διάφορες ενέργειες της θείας φύσεως είναι ουσιώδεις, δηλαδή φυσικές κινήσεις της. Κι αφού το να ποιεί είναι ιδίωμα της θείας ενέργειας —είπε ο ιερός Κύριλλος— πώς αυτή είναι ποίημα; Εκτός αν είναι ενέργημα άλλης ενέργειας, και εκείνη πάλι άλλης, και προχωρούμε έτσι στο άπειρο, αναζητώντας και κηρύττοντας αδιάκοπα την άκτιστη ενέργεια.
74. Η θεία ουσία και η θεία ενέργεια είναι αχώριστα παρούσες παντού και η θεία ενέργεια είναι χωρητή και σ’ εμάς τους κτιστούς, γιατί, κατά τους Θεολόγους, μερίζεται αμερίστως, ενώ η θεία ουσία μένει κατ’ αυτούς τελείως αμέριστη. Γι’ αυτό και ο Χρυσόστομος, αφού είπε ότι «η ρανίδα της χάρης γέμισε τα πάντα με τη γνώση· με αυτήν γίνονταν τα θαύματα, συγχωρούνταν τα αμαρτήματα» κι έδειξε έτσι ότι η ρανίδα της χάρης είναι άκτιστη, σπεύδει κατόπιν να δείξει ότι είναι ενέργεια κι όχι ουσία· να δείξει ακόμη και τη διαφορά της θείας ενέργειας από τη θεία ουσία και την υπόσταση του Πνεύματος, και προσθέτει: «Αναφέρομαι στο μέρος της ενέργειας». Ο Παράκλητος βέβαια δε μερίζεται. Άρα λοιπόν είναι χωρητή στον καθένα μας η θεία χάρη και η ενέργεια, γιατί αυτή μερίζεται αμερίστως. Η ουσία όμως του Θεού, αφού είναι τελείως αμέριστη από τη φύση της, πώς μπορεί να είναι χωρητή σε οποιοδήποτε κτίσμα;
75. Τρία είναι αυτά που έχει ο Θεός: η ουσία, η ενέργεια και η τριάδα των θείων Υποστάσεων. Ας δούμε την περίπτωση όσων αξιώθηκαν να ενωθούν με το Θεό ώστε να είναι ένα πνεύμα μαζί Του, σύμφωνα με το λόγο του Μεγάλου Παύλου: «Όποιος ενώνεται με τον Κύριο, είναι ένα πνεύμα μ’ Αυτόν»(Α΄ Κορ. 6, 17). Επειδή λοιπόν πιο πάνω αποδείχθηκε ότι οι άξιοι δεν ενώνονται κατά την ουσία με το Θεό, κι επειδή όλοι οι Θεολόγοι μαρτυρούν ότι ο Θεός είναι αμέθεκτος κατά την ουσία Του, κι επειδή η υποστατική ένωση του ανθρώπου με το Θεό έγινε αποκλειστικά στον Θεάνθρωπο Λόγο, απομένει ότι όσοι αξιώθηκαν να ενωθούν με το Θεό, ενώνονται κατά την ενέργεια, και ότι το πνεύμα, σύμφωνα με το οποίο γίνεται ένα με το Θεό όποιος ενώνεται με Αυτόν, είναι και ονομάζεται η άκτιστη ενέργεια του Πνεύματος, και όχι η ουσία του Θεού, κι ας δυσαρεστούνται οι αντίθετοι. Αφού και ο Θεός, στην προφητεία του Ιωήλ(Ιωήλ 3, 1· Πράξ. 2, 17), δεν είπε «θα εκχύσω το πνεύμα μου», αλλά «θα εκχύσω από το πνεύμα μου σ’ όσους πιστεύουν».
76. Με νεύμα του Θεού κινούνταν και ο Μωυσής και ο Δαβίδ και όσοι με την αποβολή των σαρκικών ιδιωμάτων έγιναν δεκτικοί της θείας ενέργειας και ζωντανές εικόνες του Χριστού. Ή μάλλον έγιναν το ίδιο με το Χριστό κι όχι ένα απλό απεικόνισμα. Και η καθαρότητα του Χριστού και των Αγίων είναι μία. Όπως ψάλλει κι ο ένθεος Ψαλμωδός: «Η λαμπρότητα του Θεού είναι επάνω μας»(Ψαλμ. 89, 17). Γιατί, κατά τον Μέγα Βασίλειο, οι πνευματοφόρες ψυχές που δέχθηκαν την έλλαμψη του Πνεύματος, και οι ίδιες γίνονται πνευματικές, και σε άλλους μεταδίδουν τη χάρη. Από αυτό προέρχεται η πρόγνωση των μελλόντων, η γνώση των μυστηρίων, η κατανόηση των κρυπτών, τα ποικίλα χαρίσματα, η ουράνια πολιτεία, ο χορός μαζί με τους Αγγέλους, η ατελείωτη ευφροσύνη, η ένθεη διαμονή, η ομοίωση με το Θεό, και τέλος η θέωση, που είναι το ακρότατο που μπορεί να επιθυμήσει κανείς.
77. Σ’ αυτή τη χάρη και τη λαμπρότητα και την ένωση με το Θεό, οι Άγγελοι πλεονεκτούν από τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και είναι δεύτερες λαμπρότητες, λειτουργοί της άνω Λαμπρότητας. Ακόμη οι νοερές δυνάμεις και τα λειτουργικά πνεύματα είναι φώτα δεύτερα, απαυγάσματα του Πρώτου Φωτός, και πρώτη φωτεινή φύση μετά την Πρώτη, γιατί φωτίζονται από εκεί. Ο Άγγελος είναι δεύτερο φως, απορροή ή μέθεξη του πρώτου Φωτός. Με την κυκλική τους κίνηση, οι θείοι νόες ενώνονται με τις άναρχες και ατελεύτητες ελλάμψεις του καλού και αγαθού. Γιατί για τους αιωνίους, φως είναι ο ίδιος ο Θεός και τίποτ’ άλλο. Και ό,τι είναι για τα αισθητά ο ήλιος, αυτό είναι για τα νοητά ο Θεός. Αυτός είναι το πρώτο και υπέρτατο φως που φωτίζει όλη τη λογική φύση. Και όπως λέει ο Χρυσόστομος, αν ακούσεις τον Προφήτη να λέει «Είδα τον Κύριο να κάθεται σε θρόνο»(Ησ. 6, 1), μη νομίσεις ότι είδε την ουσία του Θεού, αλλά μία εικόνα Του συγκαταβατική· κι αυτήν, πιό αμυδρά απ’ ο,τι τη βλέπουν οι ουράνιες Δυνάμεις.
78. Κάθε φύση είναι πολύ μακριά και τελείως ξένη από τη θεία φύση. Γιατί αν ο Θεός είναι φύση, τα άλλα δεν είναι φύση. Κι αν τα άλλα, είναι το καθένα φύση, Εκείνος δεν είναι φύση. Όπως επίσης δεν είναι ούτε ον, αν τα άλλα είναι όντα. Αν πάλι Εκείνος είναι Ων, τα άλλα δεν είναι όντα. Αυτό θα δεις να ισχύει και για τη σοφία και την αγαθότητα και γενικά για όλα τα γύρω από το Θεό ή σχετικά με το Θεό λεγόμενα, όταν θεολογήσεις ορθά και σύμφωνα με τους Αγίους. Τώρα, είναι και λέγεται φύση όλων των όντων ο Θεός, γιατί όλα τον μετέχουν, και από τη μέθεξη αυτή υπάρχουν. Δεν εννοώ βέβαια μέθεξη της ουσίας Του —άπαγε—, αλλά της ενέργειάς Του. Έτσι λοιπόν ο Θεός είναι η οντότητα των όντων, και είδος (μορφή) στα είδη, ως αρχικό είδος, και σοφία για όσους αποκτούν σοφία, και γενικά είναι τα πάντα για όλα. Χωρίς βέβαια να είναι φύση, γιατί είναι πάνω από κάθε φύση· χωρίς να είναι ον, γιατί είναι πάνω από όλα τα όντα· χωρίς να είναι ούτε να έχει είδος (μορφή), γιατί είναι πάνω από κάθε είδος. Πώς λοιπόν εμείς θα πλησιάσομε το Θεό; Άραγε πλησιάζοντας τη φύση Του; Αλλά κανένα κτίσμα δεν έχει ούτε θα έχει κοινωνία ή εγγύτητα προς την υπέρτατη φύση. Αν λοιπόν κανείς πλησίασε το Θεό, οπωσδήποτε πλησίασε την ενέργειά Του. Με ποιο τρόπο; Μετέχοντας σ’ αυτήν με τρόπο φυσικό; Αλλ’ αυτό είναι κοινό σε όλα τα κτίσματα. Επομένως πλησιάζει κανείς ή απομακρύνεται από το Θεό όχι με τα φυσικά του προσόντα, αλλά με όσα κάνει με την προαίρεσή του. Και η προαίρεση είναι ιδίωμα μόνο των λογικών όντων. Αυτά λοιπόν μονάχα από όλα τα άλλα απομακρύνονται ή πλησιάζουν το Θεό· πλησιάζουν με την αρετή ή απομακρύνονται με την κακία. Αυτά μονάχα λοιπόν είναι δεκτικά αθλιότητας ή μακαριότητας. Εμείς όμως ας σπεύσομε να επιτύχομε τη μακαριότητα.
79. Τα διάφορα κτίσματα συγκρινόμενα μεταξύ τους, άλλα λέγονται οικεία του Θεού κατά τη φύση και άλλα ξένα. Οικείες του Θεού είναι οι νοερές φύσεις που μόνο με το νου μπορούν να γίνουν αντιληπτές. Τελείως ξένες είναι οι φύσεις που βρίσκονται στην περιοχή των αισθήσεων. Και ακόμη παραπέρα από αυτές είναι οι εντελώς άψυχες και ακίνητες. Σε σύγκριση λοιπόν μεταξύ τους τα κτίσματα λέγονται οικεία κατά τη φύση με το Θεό ή ξένα. Αυτά όμως καθαυτά κατά τη φύση είναι όλα ξένα προς το Θεό. Γιατί είναι αδύνατο να πούμε πόσο μακριά είναι η νοερή φύση από το Θεό, ή πόσο απέχει η αίσθηση και τα αισθητά από τα νοερά. Αφού λοιπόν είμαστε κατά τη φύση μας τόσο μακριά από το Θεό, αλοίμονο σ’ εμάς αν δεν τον πλησιάσομε με αγαθή προαίρεση και με καλά έργα και τρόπους.
80. Η ένθεη και κοινή γλώσσα των ιερών Θεολόγων, ο θεοφόρος Δαμασκηνός, λέει στο δεύτερο από τα θεολογικά του κεφάλαια: «Εκείνος που θέλει να μιλάει ή να ακούει περί Θεού, πρέπει να γνωρίζει σαφώς ότι τα της θεολογίας και της θείας Οικονομίας δεν είναι ούτε όλα άρρητα, ούτε όλα ρητά· ούτε βέβαια όλα γνωστά, ούτε όλα άγνωστα. Γνωρίζομε ότι είναι πάνω από κάθε λόγο ακόμα και όσα από τα θεία επιτρέπουν την έκφρασή τους με το λόγο, γιατί κι αυτών το νόημα υπερβαίνει το λόγο. Δεν είναι έξω από το λόγο από έλλειψη, αλλά είναι έξω από το λόγο το δικό μας, αυτόν που ενοικεί μέσα μας και αυτόν που εμείς οι ίδιοι κάνομε ν’ ακούνε οι άλλοι. Γιατί ούτε ο ένας, ο προφορικός λόγος, μπορεί να τα εξηγήσει και να τα παραστήσει, ούτε ο άλλος, ο ενδιάθετος, μπορεί πολυπραγμονώντας να τα φτάσει μόνος του. Δεν πρέπει λοιπόν να επιτρέπομε στους εαυτούς μας να λέμε τίποτε περί Θεού, αλλά να στρεφόμαστε στη διδασκαλία των Αγίων που μιλούν για τα πνευματικά με το φωτισμό του Πνεύματος —και ειδικά όταν μας ζητούν λόγο οι αντίπαλοι».
81. Λέγεται ότι στην είσοδο της σχολής του Πλάτωνα υπήρχε η επιγραφή «Μηδείς εισίτω αγεωμέτρητος» (κανείς αγεωμέτρητος να μην εισέρχεται). Τελείως αγεωμέτρητος είναι εκείνος που δεν μπορεί να διανοείται και να διαλέγεται για τα αχώριστα ως χωρισμένα. Γιατί είναι αδύνατο να υπάρχει πέρας χωρίς αυτό που περατώνεται. Και όλη σχεδόν η υπόθεση της Γεωμετρίας είναι περί των περάτων, τα οποία κάποτε και χωρίς τα περατούμενα ορίζονται και προβάλλονται, με το να χωρίζει ο νους τα αχώριστα (το σχήμα από την ύλη). Εκείνος τώρα που δεν έμαθε ακόμη να χωρίζει με το νου το σώμα από τα σχετικά με το σώμα, πώς θ’ ακούσει για τη φύση καθεαυτή, η οποία δεν είναι μόνο αχώριστη από τα φυσικά, υπάρχοντας μέσα σ’ αυτά, αλλά ούτε και μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτά; Πώς θ’ ακούσει για τα καθολικά ως καθολικά, που είναι μέσα στα μερικά και αποχωρίζονται από αυτά μόνο με το νου και το λόγο, που νοούνται πριν από τα πολλά και χωρίς τα πολλά δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια; Πώς θ’ ακούσει για τα νοητά και νοερά; Πώς θ’ ακούσει να λέμε ότι ο καθένας μας έχει και νου και διανοήματα και ότι ο καθένας μας είναι ο νους των διανοημάτων του; Πώς θ’ ακούσει και δε θα μας περιγελάσει και δε θα μας διακόψει κατηγορώντας μας πως λέμε ότι ο κάθε άνθρωπος έχει δύο και πολλούς νόες; Κι εκείνος που δεν μπορεί να ακούει ή να μιλάει γι’ αυτά τα αδιαίρετα ως διαιρεμένα, πώς θα μπορέσει να πει ή να διδαχτεί κάτι τέτοιο περί Θεού; Για το Θεό ισχύουν και λέγονται πολλές ενώσεις και διακρίσεις (διαιρέσεις) κατά τους Θεολόγους. Αλλά οι ενώσεις είναι επικρατέστερες από τις διακρίσεις και προηγούνται· ούτε τις καταργούν, ούτε εμποδίζονται διόλου απ’ αυτές. Οι αντίθετοι λοιπόν, δε δέχονται, ούτε μπορούν να μάθουν την αδιαίρετη διαίρεση στο Θεό και τη διαιρεμένη ένωση, που ακούνε να λέμε σύμφωνα με τους Αγίους, ότι δηλαδή ο Θεός κατά ένα μέρος είναι ακατάληπτος και κατά ένα μέρος καταληπτός, αλλά είναι Ένας· είναι ακατάληπτος κατά την ουσία Του, καταληπτός από τα έργα Του, κατά τις θείες Του ενέργειες, δηλαδή την προαιώνια για μας θέλησή Του, την προαιώνια πρόνοιά Του για μας, την προαιώνια για μας σοφία Του και, για να πω σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο, την άπειρη δύναμη και σοφία και αγαθότητά Του. Κι επειδή εμείς είπαμε ότι αυτά ισχύουν κατ’ ανάγκην, τ’ άκουσαν οι αντίθετοι και οι έπειτα όμοιοί τους και μας κατηγορούν ότι δεχόμαστε πολλούς θεούς και πολλά άκτιστα και ότι κάνομε το Θεό σύνθετο. Γιατί αγνοούν ότι ο Θεός διαιρείται αδιαίρετα και ενώνεται διαιρεμένα, και παρά ταύτα ούτε πολλαπλασιασμό υφίσταται, ούτε σύνθεση.
82. Ο Μέγας Παύλος, το στόμα του Χριστού, το σκεύος της εκλογής(Πράξ. 9, 15), το πιο περιφανές όχημα του θείου ονόματος, λέει: «Τα αόρατα του Θεού, δηλαδή η αιώνια δύναμή Του και η θειότητά Του, βλέπονται από το νου μέσα από τα δημιουργήματα από τότε που έγινε ο κόσμος»(Ρωμ. 1, 20). Άρα λοιπόν η ουσία του Θεού βλέπεται από το νου μέσα από τα δημιουργήματα; Καθόλου βέβαια. Αυτό είναι παραφροσύνη των κακοδόξων και πιο πριν παράκρουση του Ευνομίου. Γιατί κι αυτός πριν από αυτούς, αλλά όμοια μ’ αυτούς, γράφει στους λόγους του ότι από τα δημιουργήματα τίποτε άλλο δε νοείται, παρά αυτή η ουσία του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος όμως, κάθε άλλο, παρά αυτό διδάσκει. Αφού δηλαδή δίδαξε προηγουμένως ότι «το γνωστό του Θεού είναι φανερό»(Ρωμ. 1, 19) και αφού έδειξε ότι υπάρχει και κάτι άλλο παραπάνω από αυτό το γνωστό του Θεού, το οποίο ο Ίδιος φανέρωσε σ’ όλους όσους έχουν νου, κατόπιν πρόσθεσε: «γιατί τα αόρατα Αυτού βλέπονται από το νου μέσα από τα δημιουργήματα από τότε που έγινε ο κόσμος»(Ρωμ. 1, 20). Και τί είναι το «γνωστό του Θεού», θα μάθεις ως εξής. Οι θεοφόροι Πατέρες εξηγούν και λένε ότι ο Θεός έχει κάτι άγνωστο, που είναι η ουσία Του, και κάτι γνωστό, που είναι τα σχετικά με την ουσία, δηλαδή η αγαθότητα, η σοφία, η δύναμη, η θειότητα, δηλαδή η μεγαλειότητα, τα οποία ο Παύλος είπε αόρατα, αλλά νοούμενα μέσα από τα δημιουργήματα. Κι αυτά που νοούνται σχετικά με την ουσία του Θεού μέσα από τα δημιουργήματα, πώς μπορεί να είναι κτίσματα; Επομένως η ενέργεια του Θεού, η οποία νοείται μέσα από τα κτίσματά Του, και άκτιστη είναι, και δεν είναι ουσία. Γιατί, όπως είδαμε, δεν αναφέρεται μόνο στον ενικό, αλλά και στον πληθυντικό.
83. Τα δημιουργήματα φανερώνουν τη σοφία, την τέχνη και τη δύναμη του Θεού, όχι όμως και την ουσία Του, λέει ο Μέγας Βασίλειος, αντιλέγοντας στον Ευνόμιο, που ισχυριζόταν ότι από τα κτίσματα φανερώνεται η ουσία του Θεού. Άρα λοιπόν και άκτιστη είναι η ενέργεια που φανερώνεται από τα κτίσματα του Θεού, και δεν είναι ουσία. Κι εκείνοι που πρεσβεύουν ότι δε διαφέρει σε τίποτε η θεία ουσία από τη θεία ενέργεια, είναι καθαρά Ευνομιανοί.
84. Ορθά λοιπόν λέει στους αντιρρητικούς του λόγους ο Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μ. Βασιλείου και κατά τη σάρκα και κατά τα φρονήματα, ότι αφού κατανοήσομε το κάλλος και το μέγεθος των θαυμάτων της φύσεως, απ’ αυτά και άλλα όμοια αντλούμε διάφορα νοήματα περί του Θεού και εκφράζομε καθένα από τα νοήματα αυτά με ιδιαίτερο όνομα. Ανάλογα δηλαδή με το μέγεθος και την ομορφιά των κτισμάτων νοείται ο Γενεσιουργός τους(Σ. Σολ. 13, 5). Τον ονομάζομε Δημιουργό, επειδή είναι ο Ποιητής τους· Δυνατό, γιατί είχε τη δύναμη να κάνει ουσία τη θέλησή Του· και Δίκαιο, ως αδέκαστο Κριτή. Αλλά και την λέξη Θεός την πήραμε από την εποπτική Του ενέργεια (από το ρήμα θεώμαι). Ώστε κι από αυτή τη λέξη διδαχτήκαμε μιά επιμέρους ενέργεια της θείας φύσεως, αλλά την ουσία του Θεού δεν την κατανοήσαμε.
85. Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ο πιο έξοχος θεολόγος μετά τους θεσπέσιους Αποστόλους, αφού διευκρίνησε τη διάκριση του Θεού κατά τις Υποστάσεις, λέει: «Θεία διάκριση είναι και η αγαθοπρεπής πρόοδος της θείας ενώσεως που υπέρτατα ενωμένη πληθύνει και πολλαπλασιάζει τον εαυτό της από αγαθότητα». Πιό κάτω προσθέτει: «Θεία διάκριση λέμε τις αγαθοπρεπείς προόδους της Θεαρχίας. Δωρίζοντας δηλαδή σ’ όλα τα όντα και σκορπίζοντας πάνω σ’ αυτά τις μετουσίες όλων των αγαθών, διακρίνεται μένοντας ενωμένη και πληθύνεται ενικά και πολλαπλασιάζεται χωρίς να παύει να είναι Ένα». Κι ακόμη πιό κάτω λέει: «Αυτές τις κοινές και ενωμένες διακρίσεις της όλης θεότητας, δηλαδή τις αγαθοπρεπείς προόδους, εμείς θα προσπαθήσομε κατά το δυνατό να υμνήσομε». Με αυτά ο Άγιος Διονύσιος δείχνει καθαρά ότι εκτός από την υποστατική διάκριση στο Θεό, υπάρχει και άλλη. Αυτή την παράλληλη με την υποστατική διάκριση, την ονομάζει διάκριση θεότητας. Γιατί η διάκριση κατά τις Υποστάσεις, δεν είναι διάκριση θεότητας. Και λέει ότι κατά τις θείες προόδους και ενέργειες, ο Θεός πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται, και την ίδια πρόοδο τη λέει πως είναι και πρόοδοι. Στην υποστατική όμως διάκριση, το θείον δεν πολλαπλασιάζεται —άπαγε—, ούτε ως Θεός χωρίζεται· γιατί ο Θεός μας είναι Τριάδα, αλλά όχι τριπλός. Δείχνει επίσης ότι αυτές οι πρόοδοι και ενέργειες είναι άχτιστες, γιατί και θείες τις ονομάζει και διακρίσεις της όλης θεότητας λέει ότι είναι, και λέει ότι η ίδια η Θεαρχία κατά τις θείες αυτές προόδους και ενέργειες, πληθύνει και πολλαπλασιάζει τον εαυτό Της, χωρίς να προσλαμβάνει κάτι απ’ έξω —άπαγε. Αλλά και υπόσχεται τέλος ότι θα υμνήσει αυτές τις προόδους. Προσθέτει όμως, «κατά το δυνατόν», δείχνοντας ότι αυτές ξεπερνούν κάθε ύμνηση —μ’ όλο που ο ίδιος είναι ο εξοχότερος των θείων Υμνωδών.
86. Ο ίδιος θεοφάντωρ Διονύσιος, αφού είπε πιό πάνω ότι η αγαθοπρεπής πρόοδος είναι θεία διάκριση, προσθέτει: «Οι άσχετες (ακατάσχετες) μεταδόσεις είναι ενωμένες κατά τη θεία διάκριση». Μεταδόσεις εδώ με μιά λέξη λέει όλες τις προόδους και ενέργειες του Θεού. Πρόσθεσε ότι είναι «άσχετες» για να μη νομίσει κανείς ότι αυτές είναι τα αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα η ουσία καθενός όντος ή η αισθητή ζωή στα ζώντα ή ο λόγος και ο νους που υπάρχει μέσα στα λογικά και νοερά όντα. Γιατί πώς είναι δυνατό να είναι αυτά «άσχετα» μέσα στο Θεό, αν βέβαια είναι κτιστά; Και πώς οι «άσχετες» πρόοδοι και μεταδόσεις είναι κτίσματα, αφού η «άσχετη» μετάδοση υπάρχει φυσικώς μέσα στον μεταδίδοντα, όπως βλέπομε να συμβαίνει με το φως;
87. Προχωρώντας ο Μέγας Διονύσιος, υμνεί αυτές τις προόδους και ενέργειες του Θεού και με άλλα θεοπρεπή ονόματα και τις ονομάζει «μετοχές» και «αυτομετοχές» και δείχνει σε πολλά μέρη των λόγων του ότι αυτές είναι υπέρ τα όντα, και λέει ότι είναι παραδείγματα των όντων που προϋπάρχουν στο Θεό με υπερούσια ένωση. Πώς λοιπόν αυτά μπορεί να είναι κτίσματα; Παρακάτω συμπληρώνει, διδάσκοντας τί είναι τα «παραδείγματα» αυτά: «Παραδείγματα λέμε ότι είναι οι προϋπάρχοντες ενιαία μέσα στο Θεό ουσιοποιοί λόγοι των όντων, τους οποίους η θεολογία ονομάζει προορισμούς και θεία και αγαθά θελήματα, που ξεχωρίζουν και δημιουργούν τα όντα. Σύμφωνα με αυτούς ο Υπερούσιος Θεός καθόρισε από πριν και δημιούργησε όλα τα όντα». Πώς είναι δυνατό λοιπόν οι προορισμοί και τα θεία θελήματα που δημιουργούν τα όντα, να είναι κτιστά; Και πώς δεν είναι φανερό ότι υποβιβάζουν βάναυσα την πρόνοια του Θεού σε κτίσμα εκείνοι που θεωρούν κτιστές αυτές τις προόδους και ενέργειες του Θεού; Γιατί τα θεία θελήματα και οι θείες αυτές μετοχές και δωρεές της θείας Αγαθότητας, της αιτίας των πάντων, είναι η ουσιοποιός και η ζωοποιός και η σοφοποιός και γενικά η δημιουργική και συνεκτική των κτιστών όντων ενέργεια.
88. Η μετοχή λοιπόν της Αυτοϋπάρξεως δε μετέχει σε τίποτε με κανένα τρόπο, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος. Οι άλλες όμως μετοχές, ως μετοχές και αρχές των όντων, δε μετέχουν ολότελα σε τίποτε, όπως για παράδειγμα, ούτε η πρόνοια μετέχει στην πρόνοια, ούτε η ζωή στη ζωή· επειδή όμως έχουν ύπαρξη, λέγονται ότι μετέχουν στην Αυτοΰπαρξη, γιατί χωρίς Αυτήν ούτε υπάρχουν, ούτε μετέχονται, όπως για παράδειγμα, η πρόγνωση δε θα υπήρχε ούτε θα μετεχόταν χωρίς τη γνώση. Γι’ αυτό αυτές, ως αυτομετοχές, δεν είναι διόλου κτιστές. Άρα, και κατά τον άγιο Μάξιμο, δεν έλαβαν ποτέ αρχή, αλλά θεωρούνται ως ουσιώδη γνωρίσματα του Θεού και δεν υπάρχει χρόνος που δεν υπήρχαν. Οι αντίθετοι όμως, την Αυτοζωή, την Αυτοαγαθότητα και τα όμοια, ασεβώς τα νομίζουν κτιστά επειδή μετέχουν στην κοινή επωνυμία των όντων, και δε βλέπουν ότι, αν και λέγονται όντα, εντούτοις είναι υπέρ τα όντα, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος. Εύκολα λοιπόν εκείνοι που γι’ αυτό το λόγο βάζουν τις αυτομετοχές στην ίδια τάξη με τα κτίσματα, θα νόμιζαν και το Άγιο πνεύμα κτιστό, επειδή λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι μετέχει Αυτό στα θεοπρεπή ονόματα.
89. Αν κανείς πει ότι μόνο η Αυτοΰπαρξη είναι μετοχή, γιατί μόνο Αυτή δε μετέχει αλλά μετέχεται, καθώς οι άλλες μετοχές μετέχουν σ’ Αυτή, ας γνωρίζει ότι δε σκέφτεται συνετά για τις άλλες μετοχές. Γιατί τα ζώντα ή τα άγια ή τα αγαθά, δεν λέγονται ότι ζουν κατά μέθεξη και αγιάζονται και γίνονται αγαθά μόνον επειδή απλώς ζουν και μετέχουν στην Αυτοΰπαρξη, αλλά επειδή μετέχουν στην Αυτοζωή και την Αυτοαγιότητα και την Αυτοαγαθότητα. Και η Αυτοαγαθότητα, ή και τα άλλα παρόμοια, δε γίνεται Αυτοζωή με τη μέθεξη άλλης αυτοζωής. Γι’ αυτό και ως Αυτοζωή ανήκει στα μετεχόμενα και όχι στα μετέχοντα. Εκείνο λοιπόν που δε μετέχει στη ζωή αλλά αυτό μετέχεται και ζωοποιεί όσα ζούνε, πώς μπορεί να ειναι κτίσμα; Τα ίδια και για τις άλλες μετοχές.
90. Ας μιλήσει τώρα μαζί μας και ο ιερός Μάξιμος, που σε σχόλιά του γράφει ότι οι πρόοδοι αυτές του Θεού είναι η πρόνοια που δημιούργησε τα όντα: «Και είναι κοινές στην τρισυπόστατη Μονάδα οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες, δηλαδή οι ουσιοποιήσεις, οι ζωοποιήσεις, οι σοφοποιήσεις». Λέγοντας λοιπόν ότι αυτές είναι πολλές και διακεκριμένες, έδειξε ότι αυτές δεν είναι η ουσία του Θεού, γιατί αυτή είναι μία και εντελώς αδιαίρετη. Λέγοντας επίσης ότι είναι κοινές στην τρισυπόστατη Μονάδα, μας έδειξε ότι δεν πρόκειται για τον Υιό ή το Άγιο πνεύμα, γιατί ούτε ο Υιός ούτε το πνεύμα είναι κοινή ενέργεια των τριών Υποστάσεων. Τέλος, λέγοντάς τις όχι μόνο πρόνοιες και αγαθότητες, αλλά και δημιουργικές, έδειξε ότι είναι άκτιστες. Διαφορετικά, θα είναι δημιουργημένο το δημιουργικό από κάποιο άλλο δημιουργικό, κι αυτό πάλι από άλλο· κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να νοηθεί πώς συμβαίνει επ’ άπειρον, επομένως οδηγούμαστε στα έσχατα της ατοπίας. Οι πρόοδοι λοιπόν και οι ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες και καμιά τους δεν είναι ουσία, ούτε υπόσταση.
91. Ο Δημιουργός και Κυβερνήτης του παντός, μέσα στην ασύλληπτη υπερβολή της αγαθότητάς Του, έδωσε στο παν πολύμορφη υπόσταση και θέλησε, άλλα από τα όντα να έχουν μόνο το είναι και άλλα, εκτός από το είναι, να έχουν και ζωή· από αυτά πάλι, άλλα να έχουν νοερή ζωή κι άλλα μόνο αισθητή, ενώ μερικά να έχουν μικτή ζωή από τις δύο. Θέλησε ακόμη, όσα έλαβαν από Αυτόν ζωή λογική και νοερή, με την προς Αυτόν θεληματική κλίση να επιτυγχάνουν την ένωση μαζί Του και έτσι να ζουν θεϊκά και υπερφυσικά, έχοντας αξιωθεί τη θεοποιό Του χάρη και ενέργεια. Γιατί η θέληση του Θεού είναι γένεση για τα όντα, που είτε δημιουργούνται από το μηδέν, είτε βελτιώνονται, κι αυτό με διάφορους τρόπους. Γι’ αυτή τη διαφορά του θείου θελήματος ως προς τα όντα, η μία εκείνη πρόνοια και αγαθότητα, ή για να πούμε το ίδιο, η προς τα κατώτερα φροντίδα του Θεού από αγαθότητα, είναι και λέγεται από τους θεόσοφους Θεολόγους πολλές πρόνοιες και αγαθότητες, που μερίζονται αμερίστως και διαφοροποιούνται στα μεριστά (τα όντα). Έτσι, η μία από αυτές ονομάζεται προγνωστική δύναμη του Θεού, η άλλη δημιουργική και συνεκτική. Από αυτές πάλι, κατά τον Μέγα Διονύσιο, άλλες ονομάζονται ουσιοποιητικές, άλλες ζωοποιητικές και άλλες σοφοποιητικές. Η κάθε μία απ’ αυτές είναι κοινή στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα· και στην κάθε μία για χάρη μας αγαθή και θεία θέληση, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο πνεύμα είναι η ουσιοποιητική και ζωοποιητική και σοφοποιητική ενέργεια και δύναμη. Αυτές ο ίδιος τις ονόμασε ακατάσχετες και αμείωτες μεταδόσεις, εξαίροντάς τις πάνω απ’ όλα μαζί τα κτιστά και διδάσκοντας ότι ενυπάρχουν φυσικά σ’ Αυτόν που τις μεταδίδει.
92. Όπως ο ήλιος που μεταδίδει χωρίς να μειώνεται θερμότητα και φως, τα έχει αυτά ως έμφυτες και ουσιώδεις ενέργειες, έτσι και οι θείες μεταδόσεις, ενυπάρχοντας αμείωτα σ’ Αυτόν που τις μεταδίδει, είναι φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες Του. Επομένως είναι και άκτιστες. Κι όπως όταν ο ήλιος δύσει κι εγκαταλείψει τους ανθρώπους, δε μένει ίχνος ηλιακού φωτός πάνω στη γη, ενώ όταν φωτίζει, είναι αδύνατον, το μάτι που απολαμβάνει το φως του να μην ενώνεται με αυτό και μέσω αυτού με τον ήλιο που αναβλύζει το φως· κι όπως η θερμότητα του ηλίου που τόσα κάνει, συντελώντας στη γένεση και την αύξηση των αισθητών και στην πολυειδή διαφορά των χυμών και των ποιοτήτων, δεν τα εγκαταλείπει κι ας μην έχει συνάφεια με τον ήλιο μέσω της ακτίνας, με τον ίδιο τρόπο, με αμυδρή εικόνα από τα αισθητά, μόνον εκείνα που έρχονται σ’ επαφή με το υπερφυσικό και θεϊκότατο φως μετέχουν γνήσια στη θεοποιό χάρη και με αυτήν ενώνονται με το Θεό. Όλα τα άλλα είναι αποτελέσματα της δημιουργικής θείας ενέργειας και εμφανίστηκαν κατά χάρη, δηλαδή δωρεάν, από την ανυπαρξία, όχι όμως και στολισμένα από τη χάρη, η οποία είναι το όνομα της λαμπρότητας του Θεού.
93. Αυτή η λαμπρότητα και η θεοποιός ενέργεια του Θεού, που όσοι μετέχουν σ’ αυτή θεώνονται, είναι μιά θεία χάρη, αλλά όχι η φύση του Θεού. Όχι επειδή απουσιάζει από όσους έχουν τη χάρη, όπως φλυαρούν συκοφαντικά οι αντίθετοι —γιατί η φύση του Θεού είναι παντού—, αλλά επειδή δε μετέχεται, αφού, όπως προαποδείξαμε, δεν υπάρχει κανένα κτίσμα που θα μπορούσε να γίνει μέτοχο Αυτής. Και η θεία ενέργεια και χάρη του Πνεύματος, ενώ είναι παντού παρούσα και αχώριστη από Αυτό, για εκείνους που λόγω ακαθαρσίας δεν είναι δεκτικοί, είναι αμέθεκτη σαν να είναι απούσα. Όπως δηλαδή οι απεικονίσεις προσώπων δε γίνονται πάνω σε όλες τις ύλες, αλλά πάνω σ’ εκείνες που έχουν κάποια λειότητα και διαφάνεια, έτσι και η ενέργεια του Πνεύματος δεν έρχεται σ’ όλες τις ψυχές, αλλά σ’ εκείνες που δεν έχουν καμία δολιότητα ή διαστροφή. Και πάλι σ’ όλους είναι παρόν το Άγιο πνεύμα, και σ’ εκείνους που είναι καθαροί από πάθη, φανερώνει τη δύναμή Του, όχι όμως και σ’ όσους έχουν το νου τους κατασπιλωμένο από κηλίδες της αμαρτίας.
94. Όπως το φως του ηλίου είναι αχώριστο από τις ακτίνες του και από τη θερμότητα που μεταδίδεται μ’ αυτές, αλλά για όσους απ’ αυτούς που το δέχονται είναι τυφλοί, το φως είναι αμέθεκτο και μόνο η μέσω των ακτινών θερμότητα γίνεται αντιληπτή, αφού είναι ολότελα αδύνατο ν’ αντιληφθούν το φως όσοι στερούνται τα μάτια τους· έτσι και πολύ περισσότερο, κανένας απ’ όσους δέχονται τη θεία λαμπρότητα, δεν μπορεί να έχει μέθεξη της θειας ουσίας. Γιατί δεν υπάρχει απολύτως κανένα κτίσμα που να έχει δύναμη δεκτική της φύσεως του Δημιουργού.
95. Ας πουν μαζί με μας ότι η μετεχόμενη θεία ενέργεια δεν είναι ούτε κτιστή ούτε ουσία του Θεού, δίνοντας κοινή μαρτυρία, ο Βαπτιστής του Χριστού Ιωάννης, μαζί με τον Ιωάννη, τον πιο αγαπημένο μαθητή του Χριστού και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο. Ο ένας, γράφοντας τα λόγια στο Ευαγγέλιό του, ο Βαπτιστής και Πρόδρομος του Χριστού λέγοντας ότι το πνεύμα δε δίνεται με μέτρο στο Χριστό από το Θεό Πατέρα(Ιω. 3, 34), κι ο Χρυσόστομος εξηγώντας και γράφοντας: «Πνεύμα εδώ εννοεί την ενέργεια του Πνεύματος. Γιατί όλοι εμείς παίρνομε την ενέργεια του Πνεύματος με μέτρο, ενώ ο Χριστός την έχει αμέτρητη και ολόκληρη όλη την ενέργεια. Κι αν η ενέργειά Του είναι αμέτρητη, πολύ περισσότερο είναι η ουσία Του». Με το να πει την ενέργεια πνεύμα, ή μάλλον αυτό το πνεύμα του Θεού, όπως είπε ο Βαπτιστής, και ότι αυτή είναι αμέτρητη, φανέρωσε ότι είναι άκτιστη. Με το να πει ότι εμείς παίρνομε την ενέργεια με μέτρο, φανέρωσε τη διαφορά της άκτιστης ενέργειας προς την άκτιστη ουσία. Γιατί κανείς ποτέ δεν παίρνει την ουσία του Θεού, αλλ’ ούτε και όλοι μαζί αθροιστικά, αν υπέθετες κάτι τέτοιο· μόνο την ενέργεια, και αυτή κατά ένα μέρος ο καθένας, ανάλογα με το βαθμό της καθάρσεώς του. Προχωρώντας ο Χρυσόστομος, δείχνει και άλλη διαφορά της άκτιστης ουσίας ως προς την άκτιστη ενέργεια, λέγοντας: «Αν η ενέργεια του Πνεύματος είναι αμέτρητη, πολύ περισσότερο είναι η ουσία».
96. Αν, σύμφωνα με τις φλυαρίες των αντιθέτων και όσων φρονούν τα ίδια με αυτούς, δε διαφέρει διόλου η θεία ουσία από τη θεία ενέργεια, τότε και η δημιουργία, που ανήκει στην ενέργεια, δε διαφέρει διόλου από τη γέννηση και την εκπόρευση, που ανήκουν στην ουσία. Αν όμως η δημιουργία δε διαφέρει από τη γέννηση και την εκπόρευση, τότε και τα δημιουργήματα δε θα έχουν καμιά διαφορά από το «γέννημα» και από το «πρόβλημα» (το εκπορευόμενο). Κι αν αυτά είναι έτσι, σύμφωνα με αυτούς, τότε και ο Υιός του Θεού και το Άγιο πνεύμα δε διαφέρουν διόλου από τα κτίσματα. Και έτσι όλα τα κτίσματα θα είναι γεννήματα και προβλήματα του Θεού Πατέρα και η κτίση θα θεοποιηθεί και ο Θεός θα συνταχθεί με τα κτίσματα. Γι’ αυτό ο θείος Κύριλλος, δείχνοντας τη διαφορά της ουσίας και της ενέργειας του Θεού, λέει ότι η γέννηση ανήκει στη θεία φύση, ενώ η δημιουργία στη θεία ενέργεια. Κι ακόμη αποφαίνεται λέγοντας ρητά ότι φύση και ενέργεια δεν ταυτίζονται.
97. Αν δε διαφέρει καθόλου η θεία ουσία από τη θεία ενέργεια, τότε και η γέννηση και η εκπόρευση δε διαφέρουν καθόλου από τη δημιουργία. Ο Θεός και Πατέρας δημιουργεί μέσω του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Ώστε και γεννά και εκπορεύει, κατά τη γνώμη των αντιθέτων και των οπαδών τους, μέσω του Υιού εν Αγίω Πνεύματι.
98. Αν δε διαφέρει καθόλου η θεία ουσία από τη θεία ενέργεια, τότε δε διαφέρει ούτε από τη θέληση. Και ο Υιός, ο μόνος γεννημένος από την ουσία του Πατέρα, θα είναι και δημιουργημένος από τη θέλησή Του —κατά τους αντιθέτους βέβαια.
99. Αν η ουσία του Θεού δε διαφέρει καθόλου από τη θεία ενέργεια, κι αφού οι θεοφόροι Πατέρες μαρτυρούν ότι και ενέργειες πολλές έχει ο Θεός, ώστε να υπάρχουν και δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες, όπως δείξαμε παραπάνω, άρα λοιπόν ο Θεός έχει και πολλές ουσίες. Κάτι τέτοιο όμως κανένας ποτέ ούτε το είπε ούτε το σκέφτηκε από το γένος των Χριστιανών.
100. Αν οι ενέργειες του Θεού δε διαφέρουν από τη θεία ουσία, τότε δεν έχουν διαφορά και μεταξύ τους. Ας πούμε λοιπόν ότι από την πρόγνωση του Θεού, δε διαφέρει σε τίποτε η θέλησή Του. Τότε, ή ο Θεός δεν τα προγνωρίζει όλα, αφού βέβαια ούτε θέλει όλα τα γινόμενα, ή θέλει και τα κακά, αφού όλα τα προγνωρίζει. Αν δεν τα προγνωρίζει όλα, είναι το ίδιο να πεις ότι δεν είναι ούτε Θεός. Αν πάλι δεν είναι αγαθός, είναι ταυτόσημο με το ότι δεν είναι ούτε Θεός. Άρα λοιπόν η πρόγνωση διαφέρει από τη θεία θέληση κι επομένως, η κάθε μία απ’ αυτές διαφέρει από τη θεία ουσία.
101. Αν δε διαφέρουν μεταξύ τους οι θείες ενέργειες, τότε και η δημιουργική δύναμη δε διαφέρει από την πρόγνωση. Αφού λοιπόν ο Θεός άρχισε κάποτε να δημιουργεί, άρα άρχισε και να προγνωρίζει. Και πώς είναι Θεός αυτός που δεν προγνωρίζει προαιώνια τα πάντα;
.
102. Αν η δημιουργική ενέργεια του Θεού δε διαφέρει από τη θεία πρόγνωση, τότε τα δημιουργήματα θα συμβαδίζουν με την πρόγνωση του Θεού, και θα δημιουργήθηκαν ανάρχως, αφού ο Θεός θα τα δημιούργησε ανάρχως, ακριβώς επειδή ανάρχως και Αυτός προγνωρίζει, και όσα προγνωρίζει, προγνωρίζονται ανάρχως. Και πώς είναι Θεός, αφού τα δημιουργήματά Του δεν είναι διόλου μεταγενέστερα από Αυτόν;
.
103. Αν δε διαφέρει σε τίποτε από την πρόγνωση του Θεού η δημιουργική Του ενέργεια, τότε ούτε το να δημιουργεί υπόκειται στη θέληση, αφού δεν υπόκειται και η πρόγνωση. Επομένως ο Θεός δε δημιουργεί επειδή θέλει, αλλά μόνο επειδή το έχει αυτό στη φύση Του. Πώς όμως είναι Θεός εκείνος που δημιουργεί χωρίς θέληση;
.
104. Ο Θεός ο ίδιος είναι μέσα στον εαυτό Του, αφού οι τρείς θείες υποστάσεις συμφύονται και αλληλοσυνέχονται αΐδια και περιχωρούνται ασύγχυτα η μία μέσα στην άλλη. Ακόμη ο Θεός είναι μέσα στο παν, και το παν είναι μέσα στο Θεό, ο Θεός ως Αυτός που συνέχει, και το παν ως αυτό που συνέχεται από το Θεό. Επομένως τα πάντα μετέχουν στη συνεκτική ενέργεια του Θεού, αλλ’ όχι στην ουσία Του. Γι’ αυτό και οι Θεολόγοι το ότι Αυτός είναι πανταχού παρών λένε πως είναι ενέργεια του Θεού.
.
105. Και εκείνοι που ευαρέστησαν το Θεό και πέτυχαν το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν, δηλαδή τη θέωση —γιατί γι’ αυτό μας έπλασε ο Θεός, όπως λένε, για να μας κάνει δηλαδή κοινωνούς της θεότητάς Του(Β΄ Πέτρ. 1, 4)—, κι αυτοί λοιπόν είναι μέσα στο Θεό, αφού από Αυτόν θεοποιούνται, και ο Θεός μέσα σ’ αυτούς, αφού Αυτός τους θεοποιεί. Επομένως κι αυτοί μετέχουν στη θεία ενέργεια, αν και με άλλο τρόπο, και όχι στην ουσία του Θεού. Γι’ αυτό και οι Θεολόγοι λένε ότι η θεότητα είναι όνομα της θείας ενέργειας.
.
106. Η υπερούσια και υπέρζωη και υπέρθεη και υπεράγαθη φύση, αν είναι υπεράγαθη και υπέρθεη και τα όμοια, ούτε να ειπωθεί μπορεί, ούτε να νοηθεί, ούτε γενικά να εξεταστεί θεωρητικά, γιατί είναι έξω από όλα και υπεράγνωστη και εγκατεστημένη πάνω από τους υπερουράνιους νόες με δύναμη απεριόριστη, και ποτέ κανένας δεν μπορεί καθόλου ούτε να τη συλλάβει, ούτε να την εκφράσει. Ούτε και υπάρχει όνομα γι’ Αυτήν που με αυτό να ονομάζεται, ούτε στον παρόντα αιώνα, ούτε στον μέλλοντα(Εφ. 1, 21). Ούτε λόγος που να σχηματίζεται στην ψυχή ή να προφέρεται με το στόμα. Ούτε καμία επαφή ή μέθεξη, αισθητή ή νοερή, αλλά ούτε και καμία φαντασία. Γι’ αυτό οι Θεολόγοι θεωρούν πλησιέστερή Της την τελειότατη ακαταληψία με χρήση αρνήσεων, που διατυπώνει όλα όσα Αυτή είναι ή γενικά λέγεται, με υπεροχική αφαίρεση. Γι’ αυτό ούτε ουσία ούτε φύση είναι θεμιτό να την ονομάσει κυριολεκτικά, όποιος έχει επίγνωση της αλήθειας πάνω από κάθε αλήθεια. Κι επειδή πάλι είναι αιτία των πάντων, και γύρω από Αυτήν και ένεκα Αυτής είναι τα πάντα και Αυτή είναι πριν απ’ όλα, και γενικά και απεριόριστα όλα τα έχει περιλάβει μέσα Της, απ’ όλα αυτά μπορούμε να την ονομάσομε —καταχρηστικά, αλλά όχι κυριολεκτικά. Επομένως μπορούμε να την ονομάζομε και ουσία και φύση· και κυρίως την ουσιοποιητική πρόοδο και ενέργεια του Θεού. Γιατί και ο Μέγας Διονύσιος, αυτή θεωρεί ως το πραγματικό θεολογικό όνομα της ουσίας του όντως Όντος.
.
107. Μπορεί να βρει κανείς και στα κτιστά όντα και στο Θεό, περιπτώσεις που το όνομα της φύσεως να αποδίδεται και στα φυσικά γνωρίσματα. Έτσι, ο πιο θεολογικός από τους Γρηγορίους λέει κάπου στα Έπη του: «Ιδού, η φύση του Βασιλιά μου δίνει ευτυχία». Το να δίνει βέβαια δεν αποτελεί φύση κανενός, αλλά είναι φυσικό γνώρισμα του ευεργετικού. Και για τη φωτιά μπορεί να πει κανείς ότι είναι στη φύση της να πηγαίνει προς τα επάνω και να φωτίζει όσους τη βλέπουν, όμως ούτε η προς τα επάνω κίνηση ούτε ο φωτισμός είναι η φύση της φωτιάς, αλλά η αρχή της κινήσεώς της. Ονομάζονται λοιπόν φύση και τα φυσικά γνωρίσματα, όπως λέει κάπου ο Μέγας Διονύσιος: «Είναι φύση στο Αγαθό το να παράγει και να σώζει», δηλαδή τούτο αποτελεί ιδιότητα της φύσεώς Του. Όταν λοιπόν ακούσεις να λένε οι Πατέρες ότι η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη, να νοήσεις ότι αναφέρονται σ’ αυτήν που δεν εξέρχεται από τον εαυτό της, ούτε φανερώνεται· όταν πάλι ακούσεις ότι είναι μεθεκτή, να νοήσεις την πρόοδο και τη φανέρωση και την ενέργεια του Θεού που αποτελούν φυσικό γνώρισμά Του. Όταν δεχτείς και τα δύο μ’ αυτό το νόημα, θα είσαι σύμφωνος με τους Πατέρες.
.
108. Ακόμη και το πιο μικρό μέρος της ουσίας έχει όλες τις δυνάμεις της. Έτσι, η φλόγα λάμπει, φωτίζει, διαλύει και καίει όσα την εγγίσουν, έχει εκ φύσεως το να κινείται από τον εαυτό της και να φέρεται προς τα επάνω, και γενικά έχει όλες τις ιδιότητες της φωτιάς της οποίας είναι μέρος. Κι η σταγόνα επίσης έχει όλες τις ιδιότητες του νερού, και ο μεταλλικός σβώλος έχει όλες τις ιδιότητες του μετάλλου από το οποίο αποσπάστηκε. Αν λοιπόν υποθέσομε ότι μετέχομε στην αφανέρωτη εκείνη ουσία του Θεού, είτε μετέχει κανείς σ’ όλη, είτε σε ελάχιστο μέρος της, θα είναι παντοδύναμος. Κι έτσι το καθένα από τα όντα θα είναι παντοδύναμο. Αυτό όμως δεν το έχομε ούτε όλοι μαζί, ακόμη κι αν λογαριάσεις την κτίση στο σύνολό της. Αυτό δείχνει ολοκάθαρα ο Παύλος μαρτυρώντας ότι και σ’ αυτούς που ευτύχησαν να έχουν τα θεοποιά χαρίσματα του Πνεύματος, δεν τα διαθέτει όλα ο καθένας· αλλά, όπως λέει, σε άλλον δίνεται λόγος σοφίας, σε άλλον λόγος γνώσεως, σε άλλον κάτι άλλο από το ίδιο Πνεύμα(Α΄ Κορ. 12, 8). Ο Χρυσόστομος πάλι, αποκρούοντας από πριν φανερά την πλάνη των αντιθέτων, λέει ότι δεν τα έχει κανείς όλα, για να μη νομίσει ότι η χάρη είναι φύση. Αλλά ούτε κανείς φρόνιμος άνθρωπος θα θεωρούσε κτιστή τη χάρη που αντιδιαστέλλεται εδώ προς τη θεία φύση. Γιατί δεν υπάρχει φόβος να νομίσει κανείς ποτέ το κτίσμα ότι είναι φύση του Θεού. Και γιατί, αν και η χάρη του Πνεύματος διαφέρει από τη θεία φύση, δεν αποχωρίζεται όμως από αυτήν, αλλά μάλλον ελκύει όσους αξιώθηκαν να τη λάβουν, προς τη συνάφεια με το Άγιο Πνεύμα.
.
109. Απ’ όσα μετέχεται η ουσία, τόσες έχει και τις υποστάσεις. Όπως όσες λαμπάδες ανάψει κανείς από μιά λαμπάδα, τόσες υποστάσεις της φωτιάς έκανε. Αν λοιπόν, σύμφωνα με τη γνώμη των αντιπάλων μας, μετέχεται η ουσία του Θεού, και μάλιστα απ’ όλα, συμβαίνει τότε να μην είναι τρισυπόστατη, αλλά μυριοϋπόστατη. Ποιος όμως απ’ όσους έχουν γαλουχηθεί με τα θεία δόγματα δε γνωρίζει ότι αυτό είναι δάνειο από τους Μασσαλιανούς; Ότι δηλαδή μετέχουν στην ουσία του Θεού εκείνοι που έφτασαν στο άκρον της αρετής —όπως βέβαια την καταλαβαίνουν αυτοί. Τη βλασφημία τούτων, οι αντίπαλοί μας φιλοτιμούνται να ξεπεράσουν και ισχυρίζονται ότι όχι μόνο όσοι ξεχώρισαν στην αρετή, αλλά όλοι γενικά μετέχουν στη θεία ουσία, με την ανοητότατη πρόφαση, ότι αυτή είναι παρούσα παντού. Ο μέγας όμως Θεολόγος Γρηγόριος, ανασκευάζοντας από τότε τις φρενοβλαβείς γνώμες και αυτών και εκείνων, λέει: «Ο Χριστός ονομάστηκε έτσι για τη θεότητά Του, η οποία είναι χρίση της ανθρώπινης φύσεώς Του. Η χρίση αυτή αγιάζει όχι με την ενέργεια, όπως γινόταν (στην Π. Διαθήκη) με τους άλλους χριστούς, αλλά με την παρουσία όλου Εκείνου που χρίει». Και οι θεόσοφοι Πατέρες, σε σύνοδό τους, αποφάνθηκαν ότι ενοικεί βέβαια η θεότητα σ’ εκείνους που έχουν καθαρθεί όσο πρέπει, αλλά όχι κατά τη θεία φύση Της. Ούτε λοιπόν κατά την ουσία, ούτε κατά κάποια υπόσταση γίνεται κανείς μέτοχος του Θεού. Κανένα από αυτά τα δύο δε μερίζεται καθόλου, ούτε μεταδίδεται καθόλου σε κανένα. Γι’ αυτό και ως προς αυτά ο Θεός είναι τελείως αχώρητος σε όλους, αν και είναι, ως προς αυτά, παρών παντού. Η κοινή όμως ενέργεια και δύναμη της τρισυπόστατης φύσεως μερίζεται κατά διαφόρους τρόπους ανάλογα με τους μετέχοντες, και γι’ αυτό γίνεται χωρητή σ’ όσους έχουν τη χάρη. Γιατί το Άγιο πνεύμα —για να χρησιμοποιήσομε τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου—, δε μετέχεται στον ίδιο βαθμό από τους άξιους, αλλά διαιρεί την ενέργειά Του ανάλογα με την πίστη τους, και είναι απλό κατά την ουσία, ποικίλο όμως κατά τις δυνάμεις.
.
110. Εκείνο που λέγεται ότι μετέχει σε κάτι, έχει ένα μέρος από αυτό· γιατί αν δε μετέχει σ’ ένα μέρος αλλά στο όλο, τότε η κυριολεξία θα ήταν ότι το έχει κι όχι ότι μετέχει σ’ αυτό. Άρα το μετεχόμενο είναι μεριστό, αφού το μετέχον είναι ανάγκη να μετέχει σ’ ένα μέρος του. Η ουσία όμως του Θεού είναι τελείως αμέριστη, επομένως είναι και τελείως αμέθεκτη. Ότι η θεία ενέργεια έχει την ιδιότητα να μερίζεται, το δηλώνει ρητά σε πολλά μερη των λόγων του ο Χρυσόστομος. Αυτή λοιπόν είναι που μετέχεται από όσους έχουν αξιωθεί τη θεουργό χάρη. Άκουσε λοιπόν πάλι τον ίδιο, τον χρυσό στη γλώσσα, να διδάσκει ολοφάνερα και τα δύο, ότι δηλαδή η ενέργεια του Θεού είναι εκείνη που μερίζεται αμερίστως και μετέχεται, και όχι η αμέθεκτη ουσία, από την οποία πηγάζει η θεία ενέργεια. Αναφέροντας πρώτα το ευαγγελικό χωρίο «Όλοι εμείς πήραμε από τον πλούτο Του»(Ιω. 1, 16), λέει: «Αν στην περίπτωση της φωτιάς, όπου αυτό που μερίζεται είναι ουσία και σώμα, και τη μερίζομε και δεν τη μερίζομε, πόσο περισσότερο ισχύει αυτό για την ενέργεια, και μάλιστα ενέργεια από ασώματη ουσία;».
.
111. Ας πούμε και τούτο· όταν μετέχει κανείς στην ουσία κάποιου, είναι ανάγκη να έχει κοινή ουσία με το μετεχόμενο και ως ένα σημείο την ίδια. Ποιος λοιπόν άκουσε ποτέ ότι ο Θεός κι εμείς έχομε κοινή σε κάποιο σημείο ουσία; Και αυτά, όταν ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Οι ενέργειες του Θεού κατεβαίνουν προς εμάς, η ουσία Του όμως μένει απρόσιτη». Και ο θείος Μάξιμος λέει: «Όλα όσα είναι ο Θεός, θα είναι και όποιος θεωθεί με τη χάρη, εκτός από την ταυτότητα κατά την ουσία». Ώστε λοιπόν ούτε εκείνοι που θεώθηκαν με τη χάρη δεν είναι δυνατό να μετέχουν στη θεία ουσία. Είναι όμως δυνατό να μετέχουν στη θεία ενέργεια. Αυτό φαίνεται στα λόγια των Αγίων. «Σ’ αυτό με οδηγεί εδώ το μετρημένο φως της αλήθειας, να δω και να νιώσω τη λαμπρότητα του Θεού», λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Και η λαμπρότητα του Θεού μας είναι επάνω σε μας»(Ψαλμ. 89, 17), λέει ο ψαλμωδός Προφήτης. Και ο Μάξιμος που συναριθμείται με τους Αγίους, διακηρύττει γραπτώς ότι είναι μία η ενέργεια του Θεού και των Αγίων και ότι αυτοί είναι ζωντανές εικόνες του Χριστού, και ίδιοι μάλλον με Αυτόν κατά τη χάρη, παρά απλώς όμοιοι.
.
112. Ο Θεός είναι ο ίδιος μέσα στον εαυτό Του, και οι τρείς θείες Υποστάσεις συνέχονται μεταξύ τους και περιχωρούνται η μία μέσα στην άλλη φυσικά, ολικά, αιώνια και αδιάσπαστα και συγχρόνως χωρίς να συμφύρονται ή να συγχέονται, έτσι ώστε να είναι μία και η ενέργειά Τους, πράγμα που δεν μπορεί να βρει κανείς σε καμιά περίπτωση κτιστού όντος (γιατί είναι βέβαια όμοια η ενέργεια στα ομογενή όντα, αλλά επειδή η κάθε υπόσταση ενεργεί χωριστά, χωριστή είναι και η ενέργεια). Δε γίνεται όμως έτσι και στις τρεις εκείνες θείες και προσκυνητές Υποστάσεις. Γιατί εκεί η ενέργεια είναι αληθινά μία και η αυτή, αφού μία είναι η κίνηση του θείου βουλήματος, που ξεκινάει από τον Πατέρα ως από αρχική αιτία, προχωρεί διά του Υιού και φανερώνεται με το Άγιο πνεύμα. Αυτό φαίνεται από τα αποτελέσματα, γιατί από αυτά γνωρίζομε κάθε φυσική ενέργεια. Αυτό που συμβαίνει με τα χελιδόνια, που το καθένα φτιάχνει τη φωλιά του όμοια με των άλλων, αλλά ξεχωριστή, ή με τους γραφείς, που ο καθένας γράφει ξεχωριστή σελίδα, ακόμη κι αν είναι ίδιο το κείμενο, δε συμβαίνει στην περίπτωση του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, να βλέπομε δηλαδή ιδιαίτερο αποτέλεσμα από κάθε μία από τις τρείς Υποστάσεις, αλλά όλη η κτίση είναι έ’να έργο και των Τριών. Και μέσα από την κτίση, έχομε μυηθεί από τους Πατέρες, να νοούμε ότι είναι μία και η αυτή η θεία ενέργεια των τριών προσκυνητών Προσώπων, κι όχι ξεχωριστή για το καθένα και απλώς όμοια του ενός με του άλλου.
.
113. Ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο πνεύμα, είναι ο ένας μέσα στον άλλο χωρίς να συγχέονται ή να συμφύρονται, και απ’ αυτό γνωρίζομε ότι μία είναι ακριβώς η κίνηση και η ενέργειά Τους. Η ζωή λοιπόν και η δύναμη που έχει μέσα Του ο Πατέρας, δεν είναι διαφορετική απ’ ό,τι στον Υιό, αφου κι ο Υιός εχει την ίδια μ’ Εκείνον ζωή και δύναμη. Το ίδιο ισχύει με τον Υιό και το Άγιο πνεύμα. Κι όποιοι νομίζουν ότι δε διαφέρει διόλου η θεία ενέργεια από τη θεία ουσία, επειδή ζωή μας είναι όχι άλλος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, κι επειδή Αυτός είναι η προαιώνια ζωή όχι σε σχέση με κάποιον άλλο, αλλά καθ’ Εαυτόν, αυτοί είναι δυσσεβείς και αμαθείς. Αμαθείς, επειδή δεν έμαθαν ακόμη οτι η υπέρτατη Τριάδα δεν είναι «κάποιος άλλος», παρά ο ίδιος ο Θεός, κι όμως αυτό δεν εμποδίζει καθόλου να διαφέρει η Μονάδα από την Τριάδα. Και δυσσεβείς, γιατί αφανίζουν και την ουσία και την ενέργεια, τη μία με την άλλη. Εκείνο δηλαδή που αναφέρεται σε άλλο, δεν είναι ουσία. Και εκείνο που είναι καθ’ εαυτό, δεν αναφέρεται σε άλλο. Αν λοιπόν αυτά (ουσία και ενέργεια) δε διαφέρουν καθόλου μεταξύ τους, αλληλοαναιρούνται. Ή μάλλον, εξαίρουν από τον κατάλογο των ευσεβών εκείνους που λένε ότι αυτά δε διαφέρουν σε τίποτε μεταξύ τους.
.
114. Εμείς όμως ομολογούμε ότι ο Υιός του Θεού είναι για μας ζωή κατά την αιτία και την ενέργεια και ότι ο Ίδιος είναι ζωή αυτός καθ’ εαυτόν, ολότελα άσχετα και ανεξάρτητα από ο,τιδήποτε, και λέμε ότι και τα δύο αυτά τα έχει κατά τρόπο άκτιστο. Το ίδιο ομολογούμε και για τον Πατέρα και το Άγιο πνεύμα. Επομένως και αυτή η Ζωή μας, η οποία μας ζωοποιεί ως αιτία των ζώντων, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο πνεύμα. Γιατί ο τρισυπόστατος Θεός μας λέγεται ζωή μας ως αιτία. Μα κι όταν η θεία ζωή θεολογείται όχι ως αιτία, ούτε σε αναφορά προς κάτι άλλο, αλλά καθ’ εαυτήν και άσχετα από ό,τι άλλο, και πάλι τίποτε άλλο δεν είναι, παρά ο Πατέρας, αλλά βέβαια και ο Υιός και το Άγιο πνεύμα. Όλα αυτά δεν εμποδίζουν καθόλου εκείνους που πιστεύουν ότι ο Θεός είναι άκτιστος, όχι μονάχα ως προς την ουσία και τις Υποστάσεις, αλλά και ως προς την κοινή θεία ενέργεια των Τριών. Γιατί θεολογούμε ένα Θεό σε τρεις Υποστάσεις, που έχει μία και την ουσία και τη δύναμη και την ενέργεια και όσα άλλα θεωρούνται γύρω από την ουσία. Αυτά λέγονται και άθροισμα και πλήρωμα της θεότητας κατά τη Γραφή(Κολ. 2, 9), και θεωρούνται και θεολογούνται εξίσου για κάθε μία από τις τρείς άγιες Υποστάσεις.
.
115. Μερικοί αθετούν τη θεία αυτή ενέργεια, και άλλοτε λένε ότι είναι κτιστή, άλλοτε ότι δε διαφέρει διόλου από τη θεία ουσία, κι άλλοτε πάλι, εισάγοντας άλλο κακόδοξο νεωτερισμό, δογματίζουν ότι η μόνη άκτιστη ενέργεια του Πατέρα είναι ο Μονογενής Του Υιός. Και για να στηρίξουν αυτή τη γνώμη τους, επικαλούνται τα λόγια του ιερού Κυρίλλου, που λέει: «Η ζωή που έχει ο Πατέρας μέσα Του, δεν είναι άλλη παρά ο Υιός. Και η ζωή που είναι μέσα στον Υιό, δεν είναι άλλη παρά ο Πατέρας. Κι έτσι αληθεύει Εκείνος που είπε· «Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα, κι ο Πατέρας μέσα σ’ εμενα»(Ιω. 14, 11)». Γι’ αυτό εμείς, με κάθε δυνατή συντομία, θα επισημάνομε το νόημα των λόγων αυτών του αγίου Κυρίλλου και θα ελέγξομε τη δυσσέβεια εκείνων που από ζοφερή άγνοια αντιλέγουν σ’ εμάς. Ισχυρίζονται λοιπόν κακώς ότι ο Υιός δεν είναι μόνο ανόμοιος με τον Πατέρα, αλλά και κατώτερος, γιατί δεν έχει το ζην και τη ζωή από τη φύση Του, αλλά τα έλαβε έπειτα και τα έχει κατά μετοχή και προσθήκη, και γιατί παίρνει και δέχεται τη ζωή από τον Πατέρα, σύμφωνα με το ρητό: «Όπως ο Πατέρας έχει μέσα του ζωή, έτσι έδωσε και στον Υιό να έχει μέσα του ζωή»(Ιω. 5, 26). Σ’ εκείνους λοιπόν που εξηγούν με τόση δυσσέβεια το ευαγγελικό αυτό χωρίο αντιλέγει με τα παραπάνω ο θείος Κύριλλος. Γιατί ο Θεός λέγεται ζωή και κατά την ενέργεια, ως Αυτός που ζωοποιεί τα ζώντα· επειδή Αυτός είναι η ζωή όσων ζουν την κατά φύση ζωή, ως Δημιουργός της φύσεως, αλλά και όσων ζουν τη θεία ζωή, ως χορηγός της χάρης. Λέγεται όμως και ζωή Αυτός καθ’ εαυτόν, όχι σε σχέση με κάτι άλλο, αλλά ελεύθερα και ανεξάρτητα εντελώς. Θέλοντας ακόμη ο θείος Κύριλλος να δείξει ότι και κατά τα δύο αυτά, ο Υιός δε διαφέρει καθόλου από τον Πατέρα κι ότι αν ο Υιός δέχεται κάτι από τον Πατέρα, αυτό δε σημαίνει ότι είναι κατώτερος ούτε χρονικά δεύτερος κατά την ουσία από τον Πατέρα, κοντά σε πολλά άλλα λέει και αυτό: «Ο Υιός δεν έχει ύπαρξη επειδή δέχεται κάτι από τον Πατέρα, αλλ’ επειδή υπάρχει, δέχεται κάτι». Και συμπεραίνει: «Επομένως, δε θ’ αναγκάσει τον Υιό το γεγονός ότι έλαβε κάτι από τον Πατέρα, να είναι χρονικά δεύτερος κατά την ουσία». Δε δέχεται δηλαδή ότι η ζωή που έχει ο Πατέρας και που από τον Πατέρα λαμβάνει ο Υιός, είναι η θεία ουσία.
.
116. Ακόμη, θέλοντας ο θείος Κύριλλος να δείξει ότι ο Υιός του Θεού, αν και κατά την ενέργεια λέγεται ζωή σε σχέση με τα όντα που ζουν, επειδή τα ζωοποιεί και ονομάζεται ζωή τους, δεν είναι ωστόσο σ’ αυτό ανόμοιος με τον Πατέρα, αλλά από τη φύση Του είναι γι’ αυτά ζωή και τα ζωοποιεί, όπως και ο Πατέρας, γράφει παρακάτω: «Αν ο Υιός δεν είναι ζωή κατά τη φύση Του, πώς θα αποδειχθεί αληθές εκείνο που είπε: «Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, έχει ζωή αιώνια»(Ιω. 6, 47), ή το άλλο: «Τα πρόβατά μου ακούνε τη φωνή μου κι εγώ δίνω σ’ αυτά ζωή αιώνια»(Ιω. 10, 27-28); Επειδή λοιπόν η ζωή είναι φυσικό Του προσόν και ενυπάρχει στην ουσία Του, υπόσχεται να τη δώσει σ’ εκείνους που πιστεύουν σ’ Αυτόν». Πώς λοιπόν υπάρχει περίπτωση να σκεφτούμε ότι ο Υιός δεν έχει ζωή, αλλ’ ότι την έλαβε από τον Πατέρα; Ας ντραπούν λοιπόν οι φρενοβλαβείς, που όταν ακούσουν ότι η ζωή είναι φυσικό προσόν του Θεού, λένε ότι αυτή είναι η ουσία του Θεού. Γιατί βέβαια δε χαρίζει την ουσία Του σ’ εμάς τους πιστούς ο Πατέρας ή ο Υιός ή το Άγιο πνεύμα. Μακριά τέτοια ασέβεια.
.
117. Ο Μέγας Κύριλλος στη συνέχεια, αντικρούοντας με την ίδια δύναμη εκείνους που φρονούν τα του διαβόλου, λέει: «Αφού ο Υιός προήλθε από τον Πατέρα, πήρε όλα τα φυσικά Του προσόντα (γνωρίσματα). Ένα από αυτά είναι και η ζωή». Λέγοντας «ένα από τα προσόντα του Πατέρα», απέδειξε σαφώς ότι αυτά είναι πολλά. Αν λοιπόν, η ζωή αυτή είναι η ουσία του Θεού, τότε σύμφωνα μ’ εκείνους που φρονούν έτσι, ο Θεός έχει πολλές ουσίες. Εκτός λοιπόν από τη δυσσέβεια, δεν υστερεί και σε υπερβολική αμάθεια, το να ταυτίζουν το ον (την ουσία) με το προσόν, έστω και σε κάτι. Πολύ περισσότερο ανόητο είναι το να λένε ότι σε τίποτε δε διαφέρουν το ον και τα προσόντα, δηλαδή το ένα και τα περισσότερα από το ένα. Γιατί είναι τελείως και οπωσδήποτε αδύνατο και ανόητο να είναι κάτι ένα και πολλά, ως προς το ίδιο σημείο.
.
118. Ο θείος Κύριλλος λοιπόν, λέγοντας ότι ένα από τα προσόντα του Πατέρα είναι και η ζωή, έδειξε ότι εδώ δεν ονομάζει ζωή την ουσία του Θεού. Ας τον φέρομε όμως τώρα να λέει αυτολεξεί ότι είναι πολλά αυτά τα προσόντα του Θεού. Προχωρώντας λοιπόν πάνω στο ίδιο θέμα, λέει: «Ο Πατέρας αναφέρεται να έχει πολλά πλεονεκτήματα. Αλλά δεν είναι άμοιρος από αυτά και ο Υιός». Πώς μπορούν τα πολλά αυτά πλεονεκτήματα του Θεού να είναι η θεία ουσία; Θέλοντας δε ο Κύριλλος να φανερώσει και μερικά από τα πλεονεκτήματα αυτά που έχει ο Πατέρας, ανέφερε τον Παύλο που λέει: «Στον άφθαρτο, αόρατο και μόνο σοφό Θεό»(Α΄ Τιμ. 1, 17). Από αυτά αποδεικνύεται ακόμη περισσότερο, ότι κανένα από τα προσόντα του Θεού δεν είναι ουσία Του. Πώς δηλαδή θα μπορούσε η αφθαρσία και το αόρατο και γενικά όλα τα αφαιρετικά και αποφατικά, όλα μαζί ή το καθένα χωριστά, να είναι ουσία; Γιατί ουσία δεν είναι παρά αυτό ή εκείνο το ορισμένο. Αλλά κι αν σ’ αυτά προστεθούν τα προσόντα του Θεού, που οι Θεολόγοι τα διατυπώνουν καταφατικά, πάλι κανένα δε φανερώνει την ουσία του Θεού, αν και όταν είναι ανάγκη χρησιμοποιούμε τα ονόματα όλων αυτών για τη θεία Υπερουσιότητα που είναι ολότελα ανώνυμη.
.
119. Τα προσόντα κατ’ ανάγκην ζητείται σε ποιον ανήκουν. Και αν δεν ανήκουν σε κανένα, δεν είναι και προσόντα. Αν όμως συμβαίνει να ανήκουν σε κάτι, κι αυτό είναι η ουσία, η οποία κατά τους αντιθέτους δε διαφέρει σε τίποτε απολύτως απ’ όλα τα προσόντα μαζί κι από το καθένα χωριστά, αφού τα προσόντα είναι πολλά, η μία εκείνη ουσία θα είναι ουσίες πολλές, και το ένα εκείνο κατά την ουσία, θα είναι πολλά κατά την ουσία, κι επομένως θα έχει πολλές ουσίες. Αν όμως είναι ένα κι έχει πολλές ουσίες, αναγκαστικά είναι σύνθετο. Απ’ αυτά λοιπόν τα τόσο δυσσεβή προϊόντα της άγνοιάς τους, θέλοντας ο θείος Κύριλλος να απαλλάξει εκείνους που πείθονται σ’ αυτούς, γράφει στους θησαυρούς του: «Αν αυτό που υπάρχει μόνο στο Θεό είναι οπωσδήποτε και ουσία Του, τότε Αυτός αποτελείται από πολλές ουσίες, γιατί είναι πολλά όσα υπάρχουν κατά φύση μόνο στο Θεό και σε κανένα άλλο από τα όντα. Είναι δηλαδή Βασιλεύς και Κύριος και άφθαρτος και αόρατος και εκτός απ’ αυτά και άλλα μύρια, όσα αναφέρουν γι’ Αυτόν οι θείες Γραφές. Αν λοιπόν καθένα απ’ αυτά τα προσόντα είναι στην τάξη της ουσίας, πώς δε θα είναι σύνθετος ο απλός Θεός; Τούτο όμως είναι η πιό άτοπη σκέψη».
.
120. Ο σοφός στα θεία Κύριλλος έδειξε με πολλούς τρόπους ότι, αν και είναι ζωή ο Υιός και λέγεται ότι έχει ζωή κατά την ενέργεια, αφού ζωοποιεί εμάς και είναι ζωή των ζωντανών πλασμάτων, δεν είναι ανόμοιος ως προς αυτό με τον Πατέρα, γιατί και ο Πατέρας ζωοποιεί. Θέλησε ακόμη να αποδείξει ότι, και όταν όχι σε σχέση με κάτι άλλο, αλλά τελείως ελεύθερα και απόλυτα λέγεται ζωή και ότι έχει ζωή ο Υιός, και τότε δεν είναι ανόμοιος με τον Πατέρα κατά τη ζωή. Γιατί όταν δε λέμε το Θεό ζωή μας ως Αυτόν που μας ζωοποιεί, αλλά τελείως ελεύθερα και απόλυτα, τότε ονομάζομε την ουσία Του από τη φυσική ενέργεια που αποτελεί γνώρισμά Του —όπως τον όνομάζομε και σοφία και αγαθότητα και όλα τα άλλα. Αυτό λοιπόν θέλοντας ν’ αποδείξει, λέει: «Όταν λέμε ότι ο Πατέρας έχει μέσα Του ζωή(Ιω. 5, 26), τότε ονομάζομε ζωή τον Υιό, ο οποίος είναι άλλος από τον Πατέρα μόνο κατά την Υπόσταση και όχι κατά τη ζωή, γι’ αυτό και δε νοείται σ’ Αυτόν καμία συνθετότητα ή διπλότητα. Και όταν πάλι λέμε ότι ο Υίός έχει μέσα του ζωή, εννοούμε την απόλυτη εκείνη ζωή, τον Πατέρα. Επειδή δηλαδή είναι ζωή όχι σε σχέση με κάποιον άλλο, αλλά απόλυτα Αυτός καθ’ εαυτόν, ο Πατέρας και ο Υιός είναι ο ένας μέσα στον άλλο, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος: «Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα κι ο Πατέρας σ’ εμένα»(Ιω. 14, 11)». Αυτά λοιπόν τα λέει ο θείος Κύριλλος, για να δείξει ότι δίπλα στον Πατέρα, η ζωή που έχει μέσα Του, δηλαδή ο Υιός, είναι και άλλος και όχι άλλος. Κι εκείνοι που λένε ότι ο Υιός δεν είναι καθόλου διάφορος σε σχέση με τον Πατέρα και ότι η ζωή που έχει μέσα Του είναι η αυτή κατά πάντα με τον Πατέρα, επειδή δε διαφέρει καθόλου, προβάλλοντας αυτά και διαβεβαιώνοντας ότι αυτή η ζωή είναι ο Μονογενής Υιός του Πατέρα, συμπορεύονται όχι με τη διδασκαλία του ιερού Κυρίλλου, αλλά οπωσδήποτε με του Σαβελλίου.
.
121. Αλλά δε θα προξενήσει στους αντιθέτους τη μεγαλύτερη καταδίκη να ισχυρίζονται ότι ο θείος Κύριλλος παρουσιάζει αντιφάσεις; Γιατί το να λέει κανείς τώρα αυτό κι ύστερα εκείνο, ενώ και τα δύο είναι αληθινά, αυτό συμβαίνει στον καθένα που θεολογεί ευσεβώς. Το να λέει όμως κανείς τα αντίθετα με τον εαυτό του, δεν είναι γνώρισμα φρόνιμου ανθρώπου. Ο Κύριλλος λοιπόν σωστά είπε ότι ο Υιός έχει εκ φύσεως τη ζωή, την οποία δίνει σ’ όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν και με αυτό έδειξε ότι όχι μόνο η ουσία του Θεού, την οποία κανείς δεν μπορεί να λάβει, αλλά και η φυσική Του ενέργεια λέγεται ζωή την οποία κατά χάρη έλαβαν εκείνοι που ζωοποιήθηκαν απ’ Αυτόν, έτσι ώστε κι οι ίδιοι να σώζουν —δηλαδή να αθανατίζουν κατά το πνεύμα— εκείνους που δε ζούσαν πρωτύτερα κατά το πνεύμα, και κάποτε να ανασταίνουν και μερικούς που νεκρώθηκαν σε κάποιο μέλος τους ή και σε όλο το σώμα τους. Πώς λοιπόν εκείνος που τα έδειξε αυτά τόσο καλά και καθαρά, πρόβαλε έπειτα ότι η ουσία του Θεού καλείται ζωή, αναιρώντας έτσι όσα είπε για τη θεία ενέργεια; Γιατί έτσι ισχυρίζονται ανόητα αυτοί που τώρα διαστρέφουν, ή μάλλον συκοφαντούν τα λόγια του Κυρίλλου.
.
122. Ενέργεια και δύναμη δεν καλείται από τους Αγίους μόνον ο Μονογενής Υιός του Θεού, αλλά και το Άγιο πνεύμα, επειδή έχουν τις ίδιες απαράλλακτα δυνάμεις και ενέργειες με τον Πατέρα. Γιατί ο Θεός λέγεται και δύναμη, κατά τον Μέγα Διονύσιο, επειδή έχει μέσα Του από πριν και πάνω απ’ όλα κάθε δύναμη. Γι’ αυτό και όταν καθένα από τα δύο αυτά ενυπόστατα (Υιός και πνεύμα) ονομάζεται δύναμη ή ενέργεια, το έχει να υπονοείται ή να λέγεται μαζί μ’ Αυτόν. Όπως και ο σε όλα Μέγας Βασίλειος λέει ότι το Άγιο πνεύμα είναι δύναμη αγιαστική, που έχει ουσία, ύπαρξη, υπόσταση. Οι ενέργειες του Πνεύματος δεν είπε ότι είναι ενυπόστατες, και από αυτό φαίνεται ότι τις διέστειλε από τα κτίσματα. Γιατί όσα προέρχονται από το πνεύμα είναι ενυπόστατα ως δημιουργήματα, αφού ο Θεός δημιούργησε ουσίες με ποιότητες (ιδιότητες).
.
123. Η αποφατική θεολογία δεν αντιμάχεται ούτε αναιρεί την καταφατική, αλλά δείχνει ότι όσα λέγονται περί Θεού καταφατικώς είναι αληθινά και λέγονται ευσεβώς, όμως ο Θεός δεν τα έχει αυτά με το δικό μας τρόπο. Για παράδειγμα, έχει ο Θεός τη γνώση των όντων, έχομε κι εμείς μερικών. Αλλά εμείς τα γνωρίζομε ως αυτά που έγιναν και υπάρχουν, ενώ ο Θεός τα γνωρίζει όχι ως αυτά που έγιναν και υπάρχουν, αφού τα γνώριζε όχι λιγότερο και πριν από τη δημιουργία τους. Εκείνος λοιπόν που λέει ότι ο Θεός δε γνωρίζει τα όντα ως αυτά που υπάρχουν, δεν είναι αντίθετος μ’ εκείνον που λέει ότι γνωρίζει ο Θεός τα όντα, και ενώ υπάρχουν τα γνωρίζει. Υπάρχει και καταφατική θεολογία που έχει δύναμη αποφατικής θεολογίας. Όπως όταν πει κανείς ότι κάθε γνώση λέγεται για κάποιο υποκείμενο, δηλαδή αυτό που γνωρίζομε· η γνώση όμως του Θεού δεν εντοπίζεται για κανένα υποκείμενο. Αυτό θέλει να πει το ότι «ο Θεός δε γνωρίζει τα όντα ως αυτά που υπάρχουν», και «δεν έχει τη γνώση των όντων» —δηλαδή δεν την έχει ίδια μ’ εμάς. Με αυτό τον τρόπο και το ότι δεν υπάρχει ο Θεός λέγεται καθ’ υπεροχή (επειδή ο Θεός υπερβαίνει κάθε ύπαρξη). Εκείνος όμως που το λέει αυτό για να δείξει ότι δεν έχουν δίκιο όσοι λένε ότι ο Θεός υπάρχει, είναι φανερό ότι δεν χρησιμοποιεί την αποφατική θεολογία καθ’ υπεροχή, αλλά κατ’ έλλειψη, σαν να μην υπάρχει δηλαδή καθόλου Θεός, πράγμα που είναι υπερβολική ασέβεια. Αυτό δυστυχώς παθαίνουν εκείνοι που επιχειρούν μέσω της αποφατικής θεολογίας να αναιρέσουν το ότι ο Θεός έχει και ουσία και ενέργεια άκτιστη. Εμείς όμως παραδεχόμαστε και την καταφατική και την αποφατική θεολογία, γιατί η μία δεν αναιρεί την άλλη, αλλά μάλλον στερεωνόμαστε από την κάθε μία στο ευσεβές φρόνημα.
.
124. Για να ανατρέψει κανείς τελείως όλες τις φλυαρίες των αντιθέτων και να τις αποδείξει απέραντη μωρολογία αρκεί νομίζω ένας μικρός πατερικός λόγος: «Το Άναρχο (ο Πατέρας), η αρχή (ο Υίός) και το μαζί με την αρχή (το πνεύμα) είναι ένας Θεός. Αλλά η αρχή δε χωρίζεται επειδή είναι αρχή από το Άναρχο, γιατί δεν είναι φύση Του η αρχή, όπως ούτε Εκείνου το άναρχον. Αυτά είναι γνωρίσματα της φύσεως, δεν είναι φύση». Τί λοιπόν, αφού δεν είναι φύση, αλλά γνωρίσματα της φύσεως η αρχή και το άναρχον, θα τα πεί κανείς κτιστά; Μόνο αν παραφρονεί. Αν τώρα αυτά είναι άκτιστα και είναι προσόντα της φύσεως του Θεού, είναι γι’ αυτό σύνθετος ο Θεός; Καθόλου· γιατί δε διαφέρει από τη θεία φύση. Μάλλον αν τα φυσικά προσόντα του Θεού είναι φύση, τότε είναι σύνθετος ο Θεός· αυτό, κοντά στους άλλους Πατέρες, το διδάσκει αναλυτικά και ο Μέγας Κύριλλος. Εσύ διάβασε τους λόγους προς τον Ευνόμιο του Μεγάλου Βασιλείου και του αδελφού του κατά τη σάρκα και το φρόνημα, του Γρηγορίου Νύσσης. Εκεί θα βρείς καθαρά ότι συμφωνούν με τον Ευνόμιο οι αντίθετοι και θα μάθεις τις προς αυτούς αντιρρήσεις για να τις μεταχειρίζεσαι διαρκώς.
.
125. Οι Ευνομιανοί νομίζουν ότι δεν είναι ίδια η ουσία του Πατέρα και του Υιού, επειδή κάθε τί που λέγεται περί Θεού νομίζουν ότι λέγεται κατ’ ουσίαν και φιλονεικούν ότι, αφού το γεννάν και το γεννάσθαι είναι διαφορετικά, είναι και διάφορες ουσίες. Άλλοι πάλι αντιλέγουν ότι δεν είναι ο ίδιος Θεός που έχει και τη θεία ουσία και τη θεία ενέργεια, γιατί νομίζουν ότι κάθε τί που λέγεται περί Θεού είναι ουσία και φιλονεικούν ότι, επειδή υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ ουσίας και ενέργειας, υπάρχουν πολλοί και διάφοροι θεοί. Σ’ όλους αυτούς μπορεί να δειχτεί πώς ό,τι λέγεται περί Θεού, δε λέγεται μόνο κατά την ουσία, αλλά λέγεται και αναφορικά, δηλαδή σε σχέση με κάτι άλλο που δεν είναι Αυτός. Όπως λέγεται ο Πατέρας αναφορικά με τον Υιό· γιατί ο Υιός δεν είναι Πατέρας. Λέγεται και Κύριος αναφορικά με την κτίση που είναι δούλη σ’ Αυτόν. Γιατί ο Θεός είναι Κύριος όλων των κτισμάτων που έγιναν σε κάποιο χρόνο και αιώνα, όπως και αυτών των αιώνων. Η δε κυριαρχία είναι άκτιστη ενέργεια του Θεού, και διαφέρει από την ουσία, γιατί λέγεται αναφορικά με κάτι άλλο (την κτίση) το οποίο δεν είναι Αυτός.
.
126. Οι Ευνομιανοί, κάθε τί που λέγεται περί Θεού, το λένε ουσία, για να δογματίσουν ότι η αγεννησία είναι ουσία κι έτσι να υποβιβάσουν —όσο μπορούν— τον Υιό σε κτίσμα, ως διαφορετικό από τον Πατέρα. Αυτό που προφασίζονται είναι να μη γίνουν, όπως λένε, δύο θεοί, ο πρώτος ο αγέννητος, και ο άλλος ο δευτερεύων, ως γεννητός. Αυτούς μιμούνται και οι αντίθετοι και λένε ουσία κάθε τί που λέγεται περί Θεού, με σκοπό να υποβιβάσουν ασεβώς σε κτίσμα τη θεία ενέργεια, η οποία ενώ δε χωρίζεται, διαφέρει από την ουσία του Θεού, ως προερχόμενη από αυτήν, και μετέχεται από τα δημιουργήματα —γιατί όλα μετέχουν στην πρόνοια που πηγάζει από τη θεότητα, την αιτία των πάντων. Και η πρόφασή τους είναι, όπως λένε, να μη γίνουν δύο θεότητες, δηλαδή η πάνω από κάθε όνομα και αιτία και μέθεξη τρισυπόστατη Ουσία και η από αυτήν προερχόμενη ενέργεια του Θεού, η οποία μετέχεται και ονομάζεται. Δεν καταλαβαίνουν όμως ότι όπως ο Θεός και Πατέρας λέγεται Πατέρας αναφορικά προς τον Υιό, κι έχει άκτιστα το ότι είναι Πατέρας, αν και το «Πατέρας» δε σημαίνει ουσία, έτσι ο Θεός έχει άκτιστα και την ενέργεια, αν και η ενέργεια διαφέρει από την ουσία. Κι όταν λέμε μία θεότητα, περιλαμβάνομε όλα όσα είναι ο Θεός, και την ουσία και την ενέργεια. Εκείνοι λοιπόν είναι που διχοτομούν ασεβώς τη μία θεότητα του Θεού σε κτιστά και άκτιστα.
.
127. Συμβεβηκός είναι εκείνο που γίνεται και περνά, από το οποίο εννοούμε και τα αχώριστα συμβεβηκότα. Από μία άποψη, συμβεβηκός είναι και το φυσικό προσόν, επειδή αυξάνει και μειώνεται. Όπως είναι η γνώση στη λογική ψυχή. Αλλά στο Θεό δε συμβαίνει κανένα τέτοιο, γιατί παραμένει τελείως αμετάβλητος, και γι’ αυτό το λόγο τίποτε δε θα μπορούσαμε να πούμε σ’ Αυτόν κατά συμβεβηκός. Ωστόσο ό,τι λέγεται περί Θεού, δε σημαίνει βέβαια ουσία. Γιατί λέγεται σ’ Αυτόν και το «προς τι» που είναι αναφορικό και δε δηλώνει ουσία, αλλά αναφορά σε άλλο. Και τέτοιο είναι στο Θεό η θεία ενέργεια. Γιατί ούτε ουσία είναι, ούτε συμβεβηκός, αν και από μερικούς Θεολόγους καλείται από μιά άποψη συμβεβηκός, για να δείξουν τούτο μόνο, ότι υπάρχει στο Θεό και δεν είναι ουσία Του.
.
128. Ακόμη η θεία ενέργεια, αν και είναι συμβεβηκός, όπως λέγεται, ενώ θεωρείται μέσα στο Θεό, δεν προξενεί σύνθεση. Αυτό μας διδάσκει κι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, γράφοντας περί του Αγίου Πνεύματος: «Το Άγιο πνεύμα, ή είναι από εκείνα που υπάρχουν καθ’ εαυτά, ή από εκείνα που θεωρούνται σε σχέση με άλλο. Από αυτά το πρώτο, οι έμπειροι σ’ αυτά το ονομάζουν ουσία, ενώ το δεύτερο συμβεβηκός. Αν λοιπόν Αυτό είναι συμβεβηκός, τότε θα είναι ενέργεια του Θεού. Τί άλλο μπορεί να είναι; Ή τίνος; Αυτό διαφεύγει κάπως τη σύνθεση». Λέει ολοφάνερα τούτο· αν Αυτό είναι απ’ όσα θεωρούνται μέσα στο Θεό, και γι’ αυτό δεν είναι ουσία, αλλά συμβεβηκός και ονομάζεται πνεύμα, τότε δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, παρά ενέργεια Θεού. Αυτό δήλωσε λέγοντας «Τί άλλο μπορεί να είναι; Ή τίνος;» και προετοιμάζοντας το συμπέρασμα ότι τίποτε άλλο, ούτε ποιότητα ούτε ποσότητα ούτε τίποτε τέτοιο δεν μπορεί να θεωρείται μέσα στο Θεό,αλλά μόνον ενέργεια, προσθέτει: «Αυτό διαφεύγει κάπως τη σύνθεση». Πώς η ενέργεια, ενώ θεωρείται μέσα στο Θεό, δεν επιφέρει σύνθεση; Επειδή μόνο ο Θεός έχει απαθέστατη την ενέργεια· ενεργεί μόνο, χωρίς όμως και να πάσχει κατά την ενέργεια, ή να γίνεται, ή να μεταβάλλεται.
.
129. Ο Θεολόγος Γρηγόριος έδειξε σ’ άλλο σημείο ότι αυτή η ενέργεια είναι άκτιστη, αντιδιαστέλλοντάς την προς το κτίσμα. «Από τους δικούς μας σοφούς, λέει, άλλοι νόμισαν το πνεύμα πως είναι ενέργεια, άλλοι κτίσμα, άλλοι Θεός». Εδώ λοιπόν Θεό αποκαλεί την ίδια την υπόσταση. Αντιδιαστέλλοντας δε την ενέργεια προς το κτίσμα, έδειξε καθαρά ότι αυτή δεν είναι κτίσμα. Αλλά και λίγο πιο κάτω ονόμασε αυτή την ενέργεια κίνηση του Θεού. Πώς λοιπόν δεν είναι άκτιστη η κίνηση του Θεού; Γι’ αυτήν ο θεοφόρος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει στο 59ο κεφάλαιο: «Ενέργεια είναι η δραστική και ουσιώδης κίνηση της φύσεως. Ενεργητική είναι η φύση από την οποία προέρχεται η ενέργεια. Ενέργημα είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας. Και ενεργεί εκείνος που χρησιμοποιεί την ενέργεια, δηλαδή η υπόσταση».
.
130. Μαζί με τα παραπάνω, ο Θεολόγος Γρηγόριος είπε: «Αν είναι ενέργεια, τότε δε θα ενεργήσει, αλλά θα ενεργηθεί και θα πάψει να υπάρχει μόλις ολοκληρωθεί». Από αυτό οι αντίθετοι συμπέραναν και αποφάνθηκαν ότι η θεία αυτή ενέργεια είναι κτιστή. Αγνόησαν ότι και για τα άκτιστα λέγεται ότι ενεργούνται, όπως δείχνει αλλού ο Θεολόγος γράφοντας: «Αν ο Πατέρας είναι όνομα ενέργειας, τότε θα έχει ενεργήσει και αυτό το ομοούσιο». Λέει και ο θεοφόρος Δαμασκηνός: «Ο Χριστός κάθισε στα δεξιά του Πατέρα, ενεργώντας θεϊκά την πρόνοια των όλων». Αλλά ούτε το «κατέπαυσε» προσκρούει στο ότι η ενέργεια είναι άκτιστη. Γιατί κατά τη δημιουργία, ο Θεός αρχίζει και παύει, όπως λέει και ο Μωυσής ότι ο Θεός κατέπαυσε απ’ όλα τα έργα τα οποία άρχισε να κάνει(Γεν. 2, 2). Η δημιουργία λοιπόν αυτή που ο Θεός αρχίζει και παύει, είναι φυσική και άκτιστη ενέργεια του Θεού.
.
131. Πάλι ο θείος Δαμασκηνός, αφού είπε ότι ενέργεια είναι η δραστική και ουσιώδης κίνηση της φύσεως, θέλοντας να δείξει πως για την ενέργεια αυτή είπε ο Θεολόγος ότι ενεργείται και παύεται, πρόσθεσε: «Πρέπει να γνωρίζομε ότι η ενέργεια είναι κίνηση και μάλλον ενεργείται παρά ενεργεί, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος στο λόγο του περί του Αγίου Πνεύματος: «Αν είναι ενέργεια, τότε είναι φανερό ότι δε θα ενεργήσει, αλλά θα ενεργηθεί και θα πάψει να υπάρχει μόλις ολοκληρωθεί»». Είναι λοιπόν φανερό ότι εκείνοι που φρονούν αντίθετα, δογματίζοντας ότι είναι κτιστή η ενέργεια για την οποία μίλησε εδώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, υποβιβάζουν φρενοβλαβώς σε κτίσμα την ίδια την φυσική και ουσιώδη ενέργεια του Θεού. Αυτήν ο ιερός Δαμασκηνός, υποδηλώνοντας ότι δεν ενεργείται μόνο, αλλά και ενεργεί, την παρουσίασε άκτιστη. Ότι τώρα αυτός δε διαφωνεί σε τούτο με το Θεολόγο Γρηγόριο, το απέδειξα σε άλλους εκτενείς λόγους μου.
.
132. Οι υποστατικές ιδιότητες λέγονται στο Θεό αναφορικά η μία προς την άλλη. Και διαφέρουν οι Υποστάσεις μεταξύ τους, αλλά βέβαια όχι κατά την ουσία. Κάποτε ο Θεός λέγεται και αναφορικά προς την κτίση. Δεν μπορεί δηλαδή η Παναγία Τριάδα, όπως λέγεται προαιώνιος, προάναρχος, μέγας, αγαθός, Θεός, να λέγεται έτσι και Πατέρας, γιατί δεν είναι η κάθε μία από τις τρεις θείες Υποστάσεις Πατέρας, αλλά η μία μόνο από αυτές. Και είναι ο Πατέρας από τον οποίο και ως προς τον οποίο ανάγονται όλα τα άλλα. Ως προς την κτίση λοιπόν, επειδή είναι κοινό έργο των Τριών, που έγινε από το τελείως μη ον, κι επειδή η υιοθεσία των τέκνων του Θεού γίνεται με την κοινή χάρη που χορηγείται από τις Τρείς, μπορεί η Τριάδα να λέγεται Πατέρας. Τα χωρία: «Ο Κύριος ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος»(Δευτ. 6, 4) και: «Είναι ένας ο Πατέρας μας ο ουράνιος»(Ματθ. 23, 9), που ονομάζουν την Αγία Τριάδα Κύριο και Θεό μας, και μάλιστα και Πατέρα μας, που μας αναγεννά με τη χάρη Του, λέγονται, όπως είπαμε, αναφορικά. Και ο Πατέρας μόνος ως προς τον ομοούσιο Υιό λέγεται Πατέρας· ο ίδιος λέγεται και αρχή ως προς τον Υιό και το πνεύμα. Και ως προς την κτίση ο Πατέρας λέγεται αρχή, αλλά ως Κτίστης και Κύριος όλων των κτισμάτων. Όταν λοιπόν ο Πατέρας λέγεται έτσι ως προς την κτίση, αρχή είναι και ο Υιός, και δεν είναι δύο αρχές, αλλά μία. Γιατί και ο Υιός αναφορικά προς την κτίση λέγεται αρχή, όπως λέγεται και Κύριος αναφορικά προς τα δούλα σ’ Αυτόν κτίσματα. Ο Πατέρας λοιπόν και ο Υιός μαζί με το πνεύμα, ως προς την κτίση είναι μία αρχή και ένας Κύριος και ένας Δημιουργός και ένας Θεός και Πατέρας και Προνοητής και Επόπτης και όλα τα άλλα. Και καθένας από αυτούς τους χαρακτηρισμούς δεν είναι ουσία. Γιατί αν ήταν ουσία δε θα λεγόταν αναφορικά προς άλλο.
.
133. Καταστάσεις και διαθέσεις και τόποι και χρόνοι και οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο, δεν κυριολεκτούνται σχετικά με το Θεό, αλλά λέγονται μεταφορικά. Το ότι δημιουργεί και ενεργεί, μόνο για το Θεό θα μπορούσε να λεχθεί αληθινά. Γιατί μόνο ο Θεός δημιουργεί, ενώ ο Ίδιος ούτε γίνεται ούτε πάσχει όσον αφορά στην ουσία Του. Και μόνο Αυτός διά μέσου όλων δημιουργεί το κάθε τί. Και μόνο Αυτός από την απόλυτη ανυπαρξία δημιουργεί, γιατί έχει ενέργεια παντοδύναμη. Και σύμφωνα με αυτή την παντοδύναμη ενέργεια λέγεται αναφορικά προς την κτίση και διαθέτει την όποια δυνατότητα. Ο Ίδιος δηλαδή δεν μπορεί στη θεϊκή Του φύση να πάθει απολύτως τίποτε, μπορεί όμως να προσθέσει στα κτίσματα αν θέλει. Γιατί η δυνατότητα να πάθει, να κρατά ή να προσλάβει κάτι κατά την ουσία Του, είναι ιδίωμα ασθένειας. Ενώ η δυνατότητα να δημιουργεί, να συγκρατεί και να προσθέτει στα κτίσματα, όταν θέλει, είναι ιδίωμα θεοπρεπούς και παντοκρατορικής ισχύος.
.
134. Όλα τα όντα συγκεφαλαιώνονται σε δέκα κατηγορίες: ουσία, ποσόν, ποιόν, προς τι, που, πότε, ποιείν, πάσχειν, έχειν, κείσθαι, και τα λοιπά που θεωρούνται μέσα στην ουσία. Ο Θεός όμως είναι ουσία υπερούσια, μέσα στην οποία θεωρούνται μόνο το «προς τι» (αναφορά σε κάτι άλλο) και το «ποιείν», τα οποία δεν της επιφέρουν καμία σύνθεση ή αλλοίωση. Γιατί ο Θεός ποιεί τα πάντα, χωρίς να πάσχει τίποτε ο Ίδιος κατά την ουσία Του. Είναι ακόμη και Κτίστης αναφορικά προς την κτίση, και αρχή και Κύριός της, γιατί έχει από Αυτόν την αρχή και σ’ Αυτόν υποτάσσεται. Αλλά και Πατέρας μας είναι, που μας αναγεννά με τη χάρη Του. Είναι και Πατέρας προς τον Υιό, ο οποίος δεν έχει διόλου χρονική αρχή. Είναι και Υιός προς τον Πατέρα. Και το πνεύμα είναι «πρόβλημα» (εκπόρευμα) του Πατέρα, συναιώνιο με τον Πατέρα και τον Υιό, κι έχουν μία και την αυτή ουσία. Όσοι λένε ότι ο Θεός είναι μόνον ουσία και δε θεωρείται τίποτε μέσα σ’ αυτήν, κατασκευάζουν ένα Θεό που δεν έχει ούτε το «ποιείν και ενεργείν», ούτε το «προς τι». Αν όμως ο Θεός αυτός που νομίζουν αυτοί, δεν τα έχει αυτά, ούτε ενέργεια είναι, ούτε Δημιουργός, ούτε ενέργεια έχει, αλλά ούτε είναι αρχή και Κτίστης και Κύριος, ούτε και Πατέρας μας κατά χάρη. Πώς δηλαδή μπορεί να είναι όλα αυτά, όταν δεν έχει να θεωρούνται μέσα στην ουσία Του το «προς τι» και το «ποιείν»; Ακόμη αναιρείται και το τρισυπόστατο της θεότητας, αν δε θεωρείται μέσα στην ουσία του Θεού το «προς τι». Κι αν δεν είναι τρισυπόστατος, ούτε Κύριος του παντός είναι, ούτε Θεός. Είναι λοιπόν άθεοι εκείνοι που έχουν τις ιδέες των αντιθέτων.
.
135. Έχει ο Θεός και κάτι που δεν είναι ουσία. Αλλά βέβαια επειδή δεν είναι ουσία, δε θα πει πως είναι συμβεβηκός. Γιατί εκείνο που όχι μόνο δε χάνεται, αλλά ούτε επιδέχεται ή προξενεί οποιαδήποτε αύξηση ή μείωση, δεν είναι δυνατό να συμπεριληφθεί στα συμβεβηκότα. Κι επειδή δεν είναι ούτε συμβεβηκός, ούτε ουσία, δε σημαίνει πώς είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα, αλλά υπάρχει, και υπάρχει αληθινά. Δεν είναι συμβεβηκός, γιατί είναι εντελώς αμετάβλητο. Και δεν είναι ούτε ουσία, γιατί δεν είναι από αυτά που υπάρχουν καθ’ εαυτά. Γι’ αυτό και λέγεται συμβεβηκός κατά κάποιο τρόπο από μερικούς Θεολόγους, που θέλουν να δείξουν τούτο μονάχα, ότι δηλαδή δεν είναι ουσία. Καθένα από τα υποστατικά γνωρίσματα και κάθε μία υπόσταση δεν είναι μήτε ουσία μήτε συμβεβηκός σχετικά με το Θεό. Τί λοιπόν, γι’ αυτό το λόγο είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα; Άπαγε! Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν και η θεία ενέργεια του Θεού, ούτε ουσία είναι, ούτε συμβεβηκός, μα ούτε και είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα. και για να πω εκείνο που δέχονται όλοι οι Θεολόγοι· αν ο Θεός δημιουργεί επειδή το θέλει κι όχι γιατί το έχει στη φύση Του, άρα άλλο είναι το ένα και άλλο το άλλο, και επομένως αν είναι έτσι, άλλο είναι η θεία βούληση και άλλο η θεία φύση. Επειδή λοιπόν η βούληση του Θεού διαφέρει από τη φύση Του και δεν είναι ουσία, γι’ αυτό είναι και εντελώς ανύπαρκτη; Όχι βέβαια. Αλλά υπάρχει και ανήκει στο Θεό, ο οποίος δεν έχει μόνο ουσία, αλλά και βούληση, σύμφωνα με την οποία δημιουργεί. Και αν θέλει κανείς, ας την ονομάσει είτε συμβεβηκός από μία άποψη, αφού δεν είναι ουσία, είτε μη συμβεβηκός, αφού δεν προξενεί καμία σύνθεση ή αλλοίωση. Επομένως ο Θεός έχει και αυτό που είναι ουσία και αυτό που δεν είναι ουσία, κι ας μην ονομάζεται συμβεβηκός, δηλαδή τη θεία βούληση και ενέργεια.
.
136. Αν η ουσία δεν έχει ενέργεια που να διαφέρει απ’ αυτήν, είναι τελείως ανυπόστατη και απλή σύλληψη της διάνοιας. Γιατί ο άνθρωπος ως γένος δε διανοείται, δεν έχει γνώμη, δε βλέπει, δεν οσφραίνεται, δε μιλάει, δεν ακούει, δεν περπατεί, δεν αναπνέει, δεν τρώει, και γενικά δεν έχει ενέργεια διαφορετική από την ουσία που να δείχνει ότι υπάρχει ως υπόσταση. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος ως γένος είναι τελείως ανυπόστατος. Ο άνθρωπος όμως που έχει έμφυτη ενέργεια διαφορετική από την ουσία —μία ή περισσότερες ή όλες όσες είπαμε—, αναγνωρίζεται από αυτές ότι είναι άνθρωπος που υπάρχει ως υπόσταση κι όχι ανυπόστατος. Κι επειδή οι ενέργειες αυτές δε θεωρούνται σε ένα ή δύο ή τρείς, αλλά σε πολλούς, αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος διακρίνεται σε αμέτρητες υποστάσεις.
.
137. Ο Θεός, σύμφωνα με την ευσέβεια που με τη χάρη Του είναι δική μας, δηλαδή της Εκκλησίας Του, έχει έμφυτη ενέργεια που τον κάνει φανερό, και κατά τούτο είναι διαφορετική από την ουσία Του. Γιατί προγνωρίζει και προνοεί για όλα τα όντα και τα δημιουργεί και τα συντηρεί και είναι Κύριός τους και τα μεταβάλλει κατά το θέλημά Του όπως γνωρίζει Αυτός. Γι’ αυτό αποδεικνύεται ότι υπάρχει ως υπόσταση και δεν είναι μόνο ανυπόστατη ουσία. Κι επειδή όλες αυτές οι ενέργειες δε θεωρούνται σε ένα, ο Θεός γίνεται γνωστός σε μας ότι υπάρχει σε τρεις Υποστάσεις. Αλλά οι αντίθετοι, λέγοντας ότι ο Θεός δεν έχει έμφυτη ενέργεια που να τον κάνει φανερό και που κατά τούτο να διαφέρει από την ουσία Του, λένε ότι ο Θεός δεν υπάρχει ως υπόσταση και καθιστούν τελείως ανυπόστατο τον τρισυπόστατο Κύριο. Και με αυτά, τόσο ξεπερνούν στην κακοδοξία το Σαβέλλιο από τη Λιβύη, όσο χειρότερη είναι η ασέβεια από τη δυσσέβεια.
.
138. Η ενέργεια των τριών θείων Υποστάσεων δεν είναι μία, επειδή είναι όμοια, όπως συμβαίνει σ’ εμάς, αλλά είναι όντως μία και αριθμητικά. Αυτό οι οπαδοί των αντιθέτων δεν μπορούν να το πουν, γιατί ισχυρίζονται ότι δεν είναι κοινή η άκτιστη ενέργεια των Τριών, αλλά και οι υποστάσεις Τους λένε πως είναι ενέργειες η μία της άλλης, γιατί σύμφωνα με αυτούς δεν υπάρχει κοινή θεία ενέργεια. Ώστε ούτε έτσι δεν μπορούν να πουν ότι είναι μία η ενέργεια των τριών Υποστάσεων, αλλά αναιρώντας έτσι τώρα τη μία κι ύστερα την άλλη ενέργεια, πάλι κάνουν ανυπόστατο τον τρισυπόστατο Θεό.
.
139. Εκείνοι που οι ψυχές τους νοσούν από την κακόδοξη πλάνη, διδάσκοντας πως είναι κτιστή η ενέργεια του Θεού, που διαφέρει από την ουσία Του, φρονούν ότι ο Θεός έχει κτιστό και το «δημιουργείν», δηλαδή τη δημιουργική Του δύναμη. Γιατί δε γίνεται να ενεργεί και να δημιουργεί κανείς χωρίς ενέργεια, όπως ούτε να υπάρχει χωρίς ύπαρξη. Όπως λοιπόν δε γίνεται, εκείνος που λέει ότι η ύπαρξη του Θεού είναι κτιστή, να νομίζει ότι έχει άκτιστο το ίδιο το είναι, έτσι δε γίνεται, εκείνος που υποστηρίζει πως είναι κτιστή η ενέργεια του Θεού, να νομίζει ότι Αυτός έχει άκτιστο το να ενεργεί και να δημιουργεί.
.
140. Δεν είναι η ενέργεια του Θεού, όπως φλυαρούν οι αντίθετοι, αυτά που είναι και λέγονται από τους ευσεβείς κτίσματα του Θεού —μακριά από τέτοια ασέβεια! Κτίσματα είναι τα αποτελέσματα της θείας ενέργειας. Γιατί αν τα κτίσματα ήταν η θεία ενέργεια, ή θα ήταν άκτιστα (σκέψη παρανοϊκή, γιατί τότε θα υπήρχαν και πριν δημιουργηθούν), ή ο Θεός πριν από τα κτίσματα δε θα είχε ενέργεια (σκέψη δυσσεβέστατη). Αλλά βέβαια, ο Θεός είναι προαιωνίως ενεργής και παντοδύναμος. Επομένως κτίσματα δεν είναι η ενέργεια του Θεού, αλλά όσα ενεργήθηκαν και αποτελέστηκαν, όπως και να λέγονται. Η ενέργεια του Θεού είναι άκτιστη και συναιώνια με το Θεό, κατά τους Θεολόγους.
.
141. Η ενέργεια δε γνωρίζεται από την ουσία, αλλά από την ενέργεια πληροφορούμαστε ότι η ουσία υπάρχει, όχι όμως και τι είναι. Γι’ αυτό και ο Θεός γίνεται σ’ εμάς γνωστός ότι υπάρχει, όχι από την ουσία Του, αλλά από την πρόνοιά Του, κατά τους Θεολόγους. Η ενέργεια διαφέρει από την ουσία και σε τούτο· εκείνο που πληροφορεί είναι η ενέργεια, κι αυτό που γνωρίζομε μέσω αυτής ότι υπάρχει, είναι η ουσία. Οι συνήγοροι όμως της κακόδοξης δυσσέβειας που βιάζονται να πείσουν τους άλλους ότι η θεία ενέργεια δε διαφέρει καθόλου από τη θεία ουσία, με το να αναιρούν έτσι εκείνο που πληροφορεί, βιάζονται να μας πείσουν να μη γνωρίζομε ότι ο Θεός υπάρχει, όπως ούτε αυτοί δε γνωρίζουν. Εκείνος όμως που δεν το γνωρίζει αυτό, είναι ο πιο άθεος και ο πιο ανόητος απ’ όλους.
.
142. Όταν αυτοί λένε ότι ο Θεός βέβαια έχει ενέργεια, αλλά καθόλου διαφορετική από την ουσία Του, προσπαθούν και μ’ αυτό τον τρόπο να συσκιάσουν τη δυσσέβειά τους και με σοφίσματα να παρασύρουν και να εξαπατήσουν όσους τους ακούνε. Γιατί έτσι κι εκείνος ο Σαβέλλιος από τη Λιβύη έλεγε ότι ο Πατέρας και Θεός έχει και Υιό, που δε διαφέρει καθόλου από Αυτόν. Όπως λοιπόν εκείνος αποδεικνυόταν πώς μιλάει για Πατέρα χωρίς Υιό, αφού αρνιόταν τη διαφορά τους στις υποστάσεις, έτσι τώρα κι αυτοί, όταν ισχυρίζονται ότι η θεία ενέργεια δε διαφέρει καθόλου από τη θεία ουσία, ελέγχονται να φρονούν ότι ο Θεός δεν έχει διόλου ενέργεια. Γιατί αν αυτά δεν διαφέρουν σε τίποτε, τότε ο Θεός δεν έχει ούτε τη δημιουργική και ενεργητική δύναμη, αφού δε γίνεται να ενεργεί κανείς χωρίς ενέργεια, κατά τους Θεολόγους, όπως πάλι, ούτε και να υπάρχει χωρίς ύπαρξη. Ότι η θεία ενέργεια διαφέρει από τη θεία ουσία, είναι φανερό για όσους σκέπτονται ορθά και από τούτο: η ενέργεια ενεργεί ένα άλλο, που δεν είναι αυτός που ενεργεί. Ο Θεός δηλαδή ενεργεί και δημιουργεί τα κτίσματα, ενώ Αυτός είναι άκτιστος. Και η έννοια του «προς τι» λέγεται πάντοτε ως προς ένα άλλο. Ο Υιός λέγεται ως προς τον Πατέρα· ο Υιός όμως ποτέ δεν είναι Πατέρας του Πατέρα. Όπως λοιπόν το «προς τι» είναι αδύνατο να μη διαφέρει καθόλου από την ουσία ή να μη θεωρείται μέσα στην ουσία αλλά να είναι το ίδιο ουσία, έτσι ούτε η ενέργεια είναι ποτέ δυνατό να μη διαφέρει από την ουσία, αλλά να είναι ουσία, κι ας μην αρέσει αυτό στους αντίθετους.
.
143. Ο Μέγας Βασίλειος στα συλλογιστικά του κεφάλαια, κάνοντας λόγο περί Θεού, λέει ότι η ενέργεια δεν είναι ούτε εκείνος που ενεργεί, ούτε το αποτέλεσμα της ενέργειας. Άρα λοιπόν η ενέργεια διαφέρει από την ουσία. Ο θείος Κύριλλος μιλώντας κι αυτός περί Θεού, θεολογεί ότι το να δημιουργεί είναι γνώρισμα της ενέργειας, ενώ το να γεννά είναι γνώρισμα της φύσεως· η φύση δε και η ενέργεια δεν είναι το ίδιο. Κι ο θεοφόρος Δαμασκηνός λέει ότι η γέννηση είναι έργο της θείας φύσεως, ενώ η δημιουργία είναι έργο της θείας θελήσεως. Ο ίδιος πάλι, σε άλλο σημείο λέει καθαρά ότι, άλλο είναι η ενέργεια και άλλο αυτό που έχει τη δύναμη να ενεργεί. Η ενέργεια δηλαδή είναι η ουσιώδης κίνηση της φύσεως, ενώ αυτό που ενεργεί είναι η φύση από την οποία προέρχεται η ενέργεια. Σε πολλά λοιπόν σημεία διαφέρει η ενέργεια από τη θεία ουσία, κατά τους θείους Πατέρες.
.
144. Η ουσία του Θεού είναι ολωσδιόλου χωρίς όνομα, αφού είναι και ολωσδιόλου αχώρητη στο νου. Την ονομάζομε λοιπόν από όλες τις ενέργειές Της, χωρίς εκεί κανένα από τα ονόματα να διαφέρει κατά τη σημασία από το άλλο. Γιατί από το καθένα και απ’ όλα αυτά τα ονόματα, τίποτε άλλο δεν ονομάζεται, παρά η κρύφια εκείνη ουσία που κανείς ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει τι ακριβώς είναι. Όσον αφορά όμως στις ενέργειές Του, κάθε όνομα έχει διαφορετική σημασία. Ποιος δε γνωρίζει ότι διαφέρουν μεταξύ τους οι ενέργειες της δημιουργίας, της κυριαρχίας, της κρίσεως, της πρόνοιας, της υιοθεσίας μας από το Θεό με τη χάρη Του; Εκείνοι λοιπόν που λένε κτιστές τις φυσικές αυτές ενέργειες, ως διαφορετικές μεταξύ τους και προς τη θεία φύση, τί άλλο κάνουν παρά υποβιβάζουν το Θεό σε κτίσμα; Γιατί κτίσματα είναι αυτά που δημιουργούνται, κυριαρχούνται, κρίνονται και γενικά όλα τα παρόμοια, κι όχι ο Δημιουργός και ο Κυρίαρχος και ο Κριτής, ούτε η ίδια η ενέργεια της κρίσεως ή της κυριαρχίας ή της δημιουργίας, οι οποίες φυσικώς θεωρούνται μέσα στο Θεό.
.
145. Η ουσία του Θεού όπως είναι ολωσδιόλου χωρίς όνομα, επειδή είναι πάνω από όνομα κατά τους Θεολόγους, έτσι είναι κατ’ αυτούς και αμέθεκτη, γιατί είναι πέρα από μέθεξη. Αυτοί λοιπόν, οι οποίοι απειθούν τώρα στη διδασκαλία του Πνεύματος που διατυπώθηκε μέσω των αγίων Πατέρων μας και λοιδορούν εμάς που συμφωνούμε με τους Πατέρες, λένε πως γίνονται πολλοί Θεοί, ή ένας Θεός σύνθετος, αν η θεία ενέργεια διαφέρει από την ουσία του Θεού και αν θεωρείται κάτι μέσα στην ουσία του Θεού. Αγνοούν όμως ότι δεν είναι το ενεργείν και η ενέργεια, αλλά το πάσχειν και το πάθος που κάνουν τη σύνθεση. Ενώ ο Θεός ενεργεί, χωρίς Αυτός να παθαίνει τίποτε, ούτε να αλλοιώνεται. Δεν είναι λοιπόν σύνθετος ο Θεός επειδή ενεργεί. Ακόμη, ο Θεός έχει την αναφορά Του (το «προς τι») και προς την κτίση, επειδή είναι αρχή και Κυρίαρχός της. Από αυτό όμως δεν συναριθμείται με τα δημιουργήματα. Και πώς πάλι θα γίνουν πολλοί Θεοί, επειδή ο Θεός έχει ενέργεια, αφού είναι ενός Θεού, ή μάλλον αφού ο ίδιος ο Θεός είναι η θεία ουσία και η θεία ενέργεια; Όλα αυτά λοιπόν είναι ξεκάθαρη φλυαρία της φρενοβλάβειάς τους.
.
146. Ο Κύριος είπε στους μαθητές Του ότι «υπάρχουν μερικοί, από αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα πεθάνουν πριν δουν να έρχεται με δύναμη η βασιλεία του Θεού»(Μαρκ. 9, 1). Και έξι μέρες μετά, αφού πήρε μαζί Του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, ανέβηκε στο όρος Θαβώρ και εκεί έλαμψε το πρόσωπό Του όπως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά όπως το φως(Ματθ. 17, 1-2). Οι Μαθητές δεν μπορούσαν πλέον να βλέπουν, ή μάλλον επειδή δεν είχαν τη δύναμη ούτε ν’ ατενίσουν αυτή τη λάμψη, έπεσαν με το πρόσωπο στη γή(Ματθ. 17, 6). Εντούτοις είδαν, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα, τη βασιλεία του Θεού, το θεϊκό εκείνο και ανέκφραστο φως, το οποίο οι Μεγάλοι Γρηγόριος και Βασίλειος ονομάζουν θεότητα, λέγοντας: «Φως ήταν η θεότητα που φάνηκε στους Μαθητές πάνω στο όρος», και: «Κάλλος του αληθινά Δυνατού είναι η θεότητά Του που μπορεί να νοηθεί και να θεωρηθεί». Γιατί ο Μέγας Βασίλειος λέει επιπλέον ότι το φως εκείνο είναι κάλλος του Θεού που μπορεί να θεωρηθεί μόνο από τους Αγίους με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό και λέει πάλι: «Είδαν το κάλλος Του ο Πέτρος και οι υιοί της βροντής, στο όρος, να λάμπει περισσότερο από τη λαμπρότητα του ηλίου και αξιώθηκαν να δουν με τα μάτια τους τα προοίμια της παρουσίας Του». Ο θεολόγος Δαμασκηνός μαζί με τον Ιωάννη Χρυσόστομο ονόμασαν το φως εκείνο φυσική ακτίνα της θεότητας, ο μεν πρώτος γράφοντας: «Αφού ο Υιός γεννήθηκε ανάρχως από τον Πατέρα, έχει άναρχη και τη φυσική ακτίνα της θεότητας, κι έτσι η λαμπρότητα της θεότητας έγινε λαμπρότητα του σώματος», ο δε Χρυσόστομος λέγοντας: «Ο Κύριος φάνηκε τόσο λαμπρός πάνω στο όρος, επειδή η θεότητά Του φανέρωσε τις ακτίνες της».
.
147. Αυτό το ανέκφραστο θεϊκό φως, τη θεότητα και τη βασιλεία του Θεού, το κάλλος και τη λαμπρότητα της θείας φύσεως, την όραση και απόλαυση των Αγίων κατά την αιώνια ζωή, τη φυσική ακτίνα και δόξα της θεότητας, οι φλύαροι αιρετικοί το λένε φάντασμα και κτίσμα. Κι εκείνους που δε δέχονται να βλασφημούν όπως αυτοί το θείο αυτό φως, αλλά φρονούν ότι ο Θεός είναι άκτιστος κατά την ουσία και κατά την ενέργεια, τους διαλαλούν παντού συκοφαντικά ως διθεΐτες. Αλλά ας ντραπούν αυτοί. Αφού είναι άκτιστο και το θείο φως, έχομε ένα Θεό σε μία θεότητα. Γιατί, όπως δείξαμε με πολλούς τρόπους πιό πάνω, ενός Θεού είναι και η άκτιστη ουσία και η άκτιστη ενέργεια, δηλαδή η θεία χάρη και έλλαμψη αυτή.
.
148. Οι κακόβουλοι αιρετικοί, αφού τόλμησαν και μπροστά στη σύνοδο να πουν και ν’ αποπειραθούν να κάνουν φάντασμα και κτίσμα το θείο εκείνο φως που έλαμψε από το Χριστό στο Θαβώρ, και αφού ελέγχθηκαν με πολλούς τρόπους χωρίς ν’ αλλάξουν γνώμη, τιμωρήθηκαν με έγγραφο αφορισμό και ανάθεμα. Γιατί και βλασφημούν ως προς την ένσαρκη οικονομία του Θεού, και κτιστή χαρακτηρίζουν φρενοβλαβώς τη θεότητα του Θεού, και σε κτίσματα, όσο μπορούν, υποβιβάζουν τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο πνεύμα. Ενώ μία και η αυτή είναι η θεότητα των Τριών. Και όταν ισχυρίζονται ότι σέβονται άκτιστη θεότητα, είναι σαν να λένε φανερά ότι υπάρχουν δύο θεότητες του Θεού, μία κτιστή και μία άκτιστη. Έτσι αγωνίζονται να ξεπεράσουν στη δυσσέβεια όλους τους παλιούς κακοδόξους.
.
149. Άλλοτε πάλι, προσπαθώντας με τέχνη να συγκαλύψουν την κακοδοξία τους, και άκτιστο λένε ότι είναι το φως που έλαμψε στο Θαβώρ και ότι είναι ουσία του Θεού, και έτσι βλασφημούν και στην περίπτωση αυτή με πολλούς τρόπους. Επειδή οι Απόστολοι είδαν το φως εκείνο, αυτοί κακώς φρονούν ότι είναι ορατή η ουσία του Θεού. Αλλ’ ας ακούσουν αυτόν που λέει: «Κανένας δεν ανέβηκε σε κάποιο υποστήριγμα ώστε να δει(Ιερ. 23, 28) την ουσία και τη φύση του Θεού και να αποκαλύψει σχετικά». Και όχι μόνον κανένας άνθρωπος, άλλ’ ούτε και Άγγελος. Και αυτά τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, από την υπερβολή της ελλάμψεως που πηγάζει από εκεί, καλύπτουν τα πρόσωπά τους με τα φτερά τους(Ησ. 6, 2). Αφού λοιπόν σε κανένα ουδέποτε δε φανερώθηκε η υπερουσιότητα του Θεού, όταν οι αιρετικοί λένε ότι αυτή είναι εκείνο το φως, μαρτυρούν ότι το φως αυτό είναι ολότελα αθέατο και δεν το είδαν στο Θαβώρ ούτε οι τρείς εξέχοντες Απόστολοι και ούτε ο Κύριος στ’ αλήθεια τους είχε υποσχεθεί κάτι τέτοιο. Μαρτυρούν ακόμη πως δε λέει αλήθεια ο Πέτρος λέγοντας: «Είδαμε τη λαμπρότητά Του καθώς ήμαστε μαζί Του στο άγιο εκείνο όρος»(Β΄ Πέτρ. 1, 16-18), ούτε ο Ευαγγελιστής που λέει: «Και μένοντας άγρυπνοι ο Πέτρος και οι άλλοι δύο είδαν τη λαμπρότητά Του»(Λουκ. 9, 32), ούτε κάποιος άλλος που είπε ότι ο ξεχωριστά αγαπημένος μαθητής του Χριστού Ιωάννης είδε γυμνή πάνω στο όρος την ίδια τη θεότητα του Λόγου. Είδαν λοιπόν, και είδαν αληθινά την άκτιστη και θεία εκείνη έλλαμψη, ενώ ο Θεός παρέμεινε αόρατος σύμφωνα με την υπερούσια κρυφιότητά Του, κι ας εκραγούν οι αρχηγοί της αιρέσεως και οι ομόφρονές τους.
.
150. Όταν ερωτήσει κανείς αυτούς τους αιρετικούς, που λένε ότι το φως εκείνο ήταν η ουσία της θεότητας: «Φαίνεται λοιπόν η ουσία του Θεού;», τότε αναγκάζονται να φανερώσουν το δόλο, λέγοντας πώς είπαν ότι αυτό ήταν ουσία του Θεού, επειδή διά μέσου του φάνηκε η ουσία του Θεού» γιατί αυτή βλέπεται διά μέσου των κτισμάτων του Θεού. Και έτσι κάνουν και πάλι κτίσμα, οι ταλαίπωροι, το φως της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Αυτό που βλέπεται όμως διά μέσου των κτισμάτων δεν είναι η ουσία, αλλά η δημιουργική ενέργεια του Θεού. Ώστε μιλάνε με δυσσέβεια και σε συμφωνία με τον Ευνόμιο, όταν λένε ότι διά μέσου των κτισμάτων βλέπεται η ουσία του Θεού. Τόσο γόνιμο είναι το χωράφι της δυσσέβειάς του. Ας αποφεύγομε λοιπόν αυτούς και την επικοινωνία μαζί τους, σαν μία θανάσιμη για την ψυχή και πολυκέφαλη ύδρα και σαν πολυποίκιλη φθορά της ευσέβειας.
.
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου