Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Η ωφέλεια από τα μνημόσυνα (Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού)


Ένας άγγελος ζυγίζει ψυχές και διώχνει τον δαίμονα που προσπαθεί να αρπάξει μία. Πίνακας του ιταλού ζωγράφου Guariento (μέσα 14ου αιώνα).
Ένας άγγελος ζυγίζει ψυχές και διώχνει τον δαίμονα που προσπαθεί να αρπάξει μία. Πίνακας του ιταλού ζωγράφου Guariento (μέσα 14ου αιώνα).
Μ’ αυτό το έργο του ο μεγάλος άγιος και θεολόγος του 8ου αιώνα συνοψίζει τη διδασκαλία της Εκκλησία μας για τα μνημόσυνα και, χρησιμοποιώντας πλήθος πατερικών μαρτυριών, απαντά σε πολλά ερωτήματα, που σχετίζονται με την ιστορική προέλευση, τη σημασία και τη σκοπιμότητά τους.
Πρόλογος
Σύμφωνα με ομόφωνη αγιοπατερική μαρτυρία την οποία επιβεβαιώνει αδιάκοπη εκκλησιαστική παράδοση αιώνων, οι ειδικές ευχές για τους νεκρούς θεσπίστηκαν από τους αγίους αποστόλους (1). H θέσπιση αυτή έχει δύο βασικά δογματικά θεμέλια: α) την έννοια της Εκκλησίας ως κοινωνίας αγίων, που αποτελείται όχι μόνο από τους ζωντανούς αλλά και τους «κεκοιμημένους» χριστιανούς και β) την πίστη στη μεταθανάτια ζωή, την ανάσταση και την τελική κρίση.
Επιπλέoν, η διδασκαλία και η διαχρονική πράξη της Εκκλησίας, μας προτρέπουν να εκδηλώνουμε τη μέριμνα μας για την ανάπαυση μιας ψυχής όχι μόνο με προσευχές, αλλά και με έργα αγάπης. Έτσι, οι Αποστολικές Διαταγές παραγγέλνουν να προσφέρονται στους φτωχούς ορισμένα από τα υπάρχοντα του νεκρού στη μνήμη του. Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, συμβουλεύει να κάνουμε τέτοιες αγαθοεργίες, «ώστε, αν μεν ο νεκρός είναι αμαρτωλός, ν’ απαλλαγεί από τις αμαρτίες του· και αν είναι δίκαιος, να λάβει μεγαλύτερο μισθό και ανταπόδοση». Οι προσευχές, από το άλλο μέρος, για τους νεκρούς περιλαμβάνουν τόσο την μνημόνευση των ονομάτων τους στις θείες λειτουργίες, όσο και την τέλεση ειδικών ακολουθιών, των μνημοσύνων.
Ήδη στις Αποστολικές Διδαχές βρίσκεται η διάκριση των μνημοσύνων σε «τρίτα», «ένατα», «τεσσαρακοστά» και ενιαύσια» (ετήσια), ανάλογα με το χρόνο τελέσεως τους από την ημέρα του θανάτου.
Πολλοί συμβολισμοί των επιμέρους μνημοσύνων αναφέρονται από τους πατέρες. Οι κυριότεροι είναι οι εξής: Τα «τρίτα» συμβολίζουν την ανάσταση του Κυρίου μετά την τριήμερη παραμονή Του στον τάφο και τελούνται με την ευχή ν’ αναστηθεί και ο νεκρός στην ουράνια βασιλεία (2). Τα «ένατα» τελούνται για τα εννέα τάγματα των άυλων αγγέλων, με την ευχή να βρεθεί κοντά τους η άυλη ψυχή του νεκρού. Τα «τεσσαρακοστά» τελούνται για την ανάληψη του Κυρίου, που έγινε σαράντα μέρες μετά την ανάστασή Του. Με την ευχή να ν’ «αναληφθεί» και ο νεκρός, να συναντήσει το Χριστό στους ουρανούς και να ζήσει για πάντα μαζί Του. Τα «ενιαύσια» (ετήσια), τέλος, τελούνται την επέτειο ημέρα του θανάτου, σε ανάμνηση των γενεθλίων του νεκρού, καθώς, για τους πιστούς χριστιανούς, ημέρα της αληθινής γεννήσεως είναι η ημέρα του σωματικού θανάτου και της μεταστάσεως στην αιώνια ζωή. Μνημόσυνα, αντίστοιχα με τα παραπάνω, τελούνται τον τρίτο, έκτο και ένατο μήνα από την ημέρα του θανάτου («τρίμηνα», «εξάμηνα», «εννεάμηνα»).
Τη μεγαλύτερη ωφέλεια, πάντως, στους νεκρούς την προξενεί η τέλεση της θείας ευχαριστίας στη μνήμη τους, γιατί τότε, με τις μερίδες τους στο άγιο δισκάριο, «ενώνονται αόρατα με το Θεό και επικοινωνούν μαζί Του και παρηγορούνται και σώζονται και ευφραίνονται εν Χριστώ» (άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης).
Εκτός από τα ειδικά για κάθε νεκρό μνημόσυνα, η Εκκλησία έχει στις καθημερινές ακολουθίες της, γενικές δεήσεις για τους «κεκοιμημένους», όπως είναι λ.χ. το νεκρώσιμο μέρος του μεσονυκτικού και οι σχετικές αναφορές στις εκτενείς του εσπερινού, του όρθρου και της θείας λειτουργίας. Έχει, επίσης, καθιερώσει και ειδικές ημέρες μνημοσύνων. Τα Σάββατα σχεδόν όλου του εκκλησιαστικού έτους, και ιδιαίτερα τα προηγούμενα των Κυριακών της Απόκρεω και της Πεντηκοστής (Ψυχοσάββατα), είναι αφιερωμένα στη μνήμη των νεκρών.
Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί, αν και αυτονόητο, ότι η Εκκλησία τελεί μνημόσυνα μόνο για του χριστιανούς που κοιμήθηκαν μέσα στους κόλπους της.
Όσα συνοπτικά αναφέρθηκαν πιο πάνω για τα μνημόσυνα και, γενικότερα, την κοινωνία των ζωντανών με τα «κεκοιμημένα» μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή όλων των μελών του θεανθρώπινου σώματος του Χριστού, είναι αφενός ενημερωτικά για τον «αμύητο» αναγνώστη και αφετέρου προοιμιακά της πραγματείας του οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού «Περί των εν πίστει κεκοιμημένων», αποσπάσματα της οποίας ακολουθούν σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση.
Μ’ αυτό το έργο του ο μεγάλος άγιος και θεολόγος του 8ου αιώνα συνοψίζει τη διδασκαλία της Εκκλησία μας για τα μνημόσυνα και, χρησιμοποιώντας πλήθος πατερικών μαρτυριών, απαντά σε πολλά ερωτήματα, που σχετίζονται με την ιστορική προέλευση, τη σημασία και τη σκοπιμότητά τους.
Εκ της Ιεράς Μονής Παρακλήτου
(1) Και οι Ιουδαίοι πρόσφεραν θυσίες για την εξάλειψη των αμαρτιών «των μετ’ ευσεβείας κοιμωμένων» (Β΄ Μακ.12:45)
(2) Σχετικός είναι και ο θεολογικός συμβολισμός των κολλύβων που προστίθενται σε κάθε μνημόσυνο. Το σιτάρι συμβολίζει την ταφή, την ανάσταση και την πέρα από τον τάφο ζωή του ανθρώπου, καθώς, πέφτοντας στη γη, σαπίζει και «πεθαίνει». Απ’ αυτόν το «θάνατό» του όμως βλασταίνει μια νέα ζωή.
Η ωφέλεια από τα μνημόσυνα
Ο διάβολος, ο άδειος από καθετί καλό και θεάρεστο, με πρόσχημα αλλόκοτο και παράδοξο και ολότελα άθεσμο, έπεσε πάνω σε κάποιους και τους φύτεψε την ιδέα ότι τάχα δεν ωφελούν σε τίποτα τους νεκρούς όλες οι θεάρεστες πράξεις, που γίνονται για τις ψυχές. Γιατί λένε, χρησιμοποιώντας αγιογραφικά χωρία για να στηρίξουν την άποψή τους, «Ο καθένας θα πάρει την αμοιβή του ανάλογα με τα όσα καλά ή κακά έπραξε σ’ αυτή τη ζωή» (Β΄ Κορ.5:10) και «Στον άδη ποιος θα μετανοήσει ενώποιόν Σου;» (πρβλ.Ψαλμ.6:6) και «Εσύ, Κύριε, θα αμείψεις ή θα τιμωρήσεις τον καθένα ανάλογα με τα έργα του» (Ψαλμ.61:13) και «ό,τι έσπειρε ο καθένας, αυτό και θα θερίσει». (πρβλ.Γαλ.6:7).
Αλλά, σοφοί μου, θα λέγαμε σ’ αυτούς, ερευνήστε και μάθετε, ότι όσο μεγάλος κι αν είναι ο φόβος που μας εμπνέει ο Θεός, ο Κύριος των όλων, πολύ πιο μεγάλη είναι η αγαθότητά Του. Και οι απειλές Του είναι, βέβαια φοβερές, μα και η φιλανθρωπία Του αφάνταστα μεγάλη. Και οι καταδίκες Του είναι φρικτές, μα και η ευσπλαχνία Του πέλαγος απέραντο.
Προσέξτε τι λέει η Αγία Γραφή:
Όταν στη Σιών, την πόλη του μεγάλου βασιλιά, ο Ιούδας ο Μακκαβαίος είδε το λαό του θανατωμένο από τους εχθρούς, έψαξε και βρήκε μέσα στους κόρφους τους μικρά είδωλα. Αμέσως, με κάθε ευλάβεια και αγάπη, πρόσφερε για τον καθένα τους εξιλαστήρια θυσία στον σπλαχνικό Κύριο. Γι’ αυτό και στη Γραφή θαυμάζεται για την πράξη του εκείνη, καθώς και για όλες τις άλλες (βλ. Β΄ Μακκ. 12:38-45).
Οι μαθητές του Σωτήρα μας, πάλι, οι μύστες και αυτόπτες του Λόγου, οι θείοι απόστολοι, που σαγήνεψαν τον κόσμο, θέσπισαν να γίνεται μνημόνευση των πιστών νεκρών κατά την τέλεση των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων. Από τότε μέχρι τώρα η αποστολική και καθολική Εκκλησία του Χριστού, σ’ όλα τα μέρη της γης, κρατάει σταθερά και αναντίρρητα αυτή την παράδοση, και θα την κρατάει ως τη συντέλεια του κόσμου.
Αυτό, οπωσδήποτε, δεν το θέσπισαν ούτε αλόγιστα ούτε άσκοπα ούτε τυχαία. Γιατί τίποτε ανώφελο δεν έχει παραλάβει η αλάθητη χριστιανική θρησκεία και τίποτε άχρηστο δεν έχει διατηρήσει σταθερά τόσους αιώνες. Όλα όσα έχει παραλάβει και διατηρήσει είναι και χρήσιμα και θεάρεστα και πολύ ωφέλιμα και πολύ σωτήρια.
Ας δούμε, όμως, τι έχουν πει γι’ αυτό το θέμα οι παλαιότεροι άγιοι πατέρες.
Ο μεγάλος και βαθύς γνώστης των θείων Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, στο έργο του για την εκκλησιαστική ιεραρχία, γράφει ακριβώς τα εξής: «Οι προσευχές των αγίων και σ’ αυτή τη ζωή και, πολύ περισσότερο, μετά το θάνατο, επιδρούν σ’ εκείνους που είναι άξιοι ιερών ευχών, δηλαδή στους πιστούς». Και πάλι: «Ο πανάγαθος Θεός ζητάει να συγχωρήσει όλα τα πταίσματα, που οφείλονται στην ανθρώπινη αδυναμία, και να τους τοποθετήσει στη χώρα των ζωντανών, στους κόλπους του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, απ’ όπου έχουν φυγαδευθεί ο πόνος, η λύπη και ο στεναγμός, παραβλέποντας με την αγαθότητα της θεαρχικής Του δυνάμεως τις αμαρτίες που έκανε ο νεκρός από ανθρώπινη αδυναμία, αφού, όπως λέει η Γραφή, κανένας δεν είναι καθαρός από αμαρτία.
Βλέπεις εσύ που αντιλέγεις, πώς βεβαιώνει ότι είναι ωφέλιμες οι δεήσεις γι’ αυτούς που πέθαναν με την ελπίδα τους στον Θεό;
Ο επώνυμος της θεολογίας, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, λέει για τη μητέρα του στον επιτάφιο λόγο του αδερφού του Καισαρίου: «Ακούστηκε κήρυγμα αξιοπρόσεκτο και ο πόνος της μητέρας γίνεται πιο ελαφρός με την καλή και θεάρεστη υπόσχεση, ότι θα τα δώσει όλα για χάρη του παιδιού, θα δώσει τον πλούτο του ως επιτάφιο δώρο γι’ αυτό». Και πιο κάτω: «Όσα, λοιπόν, εξαρτώνται από μας, είναι αυτά. Και άλλα τα κάναμε ήδη, αλλά θα τα κάνουμε στο μέλλον, προσφέροντας τις ετήσιες τιμές και τα μνημόσυνα, αν φυσικά μείνουμε στη ζωή».
Βλέπεις πώς βεβαιώνει και χαρακτηρίζει καλές και θεάρεστες τις προσφορές που γίνονται για όσους πέθαναν, και επιτρέπει τα ετήσια μνημόσυνα;
Μετά απ’ αυτόν, ο χρυσώνυμος και πραγματικά Χρυσόστομος Ιωάννης, στη θεοφώτιστη ερμηνεία του στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, λέει: «Αν οι ειδωλολάτρες καίνε μαζί με τους νεκρούς και τα πράγματα που τους ανήκουν, πόσο μάλλον εσύ, ο πιστός, πρέπει να συνοδέψεις μαζί με τον πιστό και τα πράγματα του, όχι για την στάχτη, όπως εκείνα των ειδωλολατρών, αλλά για να του εξασφαλίσεις μεγαλύτερη δόξα: Αν δηλαδή ο νεκρός είναι αμαρτωλός, για ν’ απαλλαγεί από τις αμαρτίες του· αν πάλι είναι δίκαιος για ν’ αυξηθούν ο μισθός και η ανταμοιβή του». Και στην ερμηνεία του στην προς Φιλιππησίους επιστολή γράφει: «Ας σοφιστούμε κάποιαν ωφέλεια γι’ αυτούς που έφυγαν. Ας τους προσφέρουμε κάθε δυνατή βοήθεια. Μιλάω για τις ελεημοσύνες και τις προσφορές, αυτές που πραγματικά τους εξασφαλίζουν πολλή ανακούφιση, μεγάλη απολαβή και ωφέλεια. Γιατί αυτά που νομοθετήθηκαν ούτε παραδοθήκαν έτσι άσκοπα και τυχαία στην Εκκλησία του Θεού από τους σοφούς μαθητές Του. Και δεν θα μας άφηναν εκείνη την παράδοση να κάνει ευχή ο ιερέας, κατά την τέλεση των φρικτών μυστηρίων, για τους πιστούς που κοιμήθηκαν, αν δεν γνώριζαν ότι θα είχαν απ’ αυτό πολύ κέρδος και μεγάλη ωφέλεια.
Ο σοφός Γρηγόριος ο Νύσσης, πάλι γράφει: «Τίποτα δεν παραδόθηκε ασυλλόγιστα και ανώφελα από τους μαθητές και κήρυκες του Χριστού, μα και τίποτα δεν διατηρήθηκε ασυλλόγιστα και ανώφελα σ’ ολόκληρη την Εκκλησία του Θεού. Το να μνημονεύουμε κατά τη θεία κι ολόλαμπρη μυσταγωγία εκείνους που κοιμήθηκαν ορθόδοξοι, είναι οπωσδήποτε ωφέλιμο και θεάρεστο».
Γιατί τα λόγια, «Εσύ, Κύριε, θ’ αμείψεις ή θα τιμωρήσεις τον καθένα ανάλογα με τα έργα του» (Ψαλμ. 61:13) και «Ο καθένας θα θερίσει αυτό που έσπειρε» (πρβλ. Γάλ.6:7) και τα άλλα παρόμοια, έχουν λεχθεί οπωσδήποτε για τη Δευτέρα παρουσία του Κυρίου, τη φοβερή κρίση και τη συντέλεια του κόσμου. Τότε, βέβαια, δεν θα υπάρχει δυνατότητα βοήθειας. Τότε κάθε ικεσία θα είναι ανώφελη. Γιατί, όταν τελειώσει το παζάρι, δεν υπάρχει πια εμπόρευμα διαπραγματεύσιμο. Πραγματικά, πού θα είναι τότε οι φτωχοί; Πού θα είναι οι ιερείς για την τέλεση της λατρείας; Πού οι ψαλμωδίες; Πού οι ευεργεσίες; Πού οι αγαθοεργίες;
Γι’ αυτό, πριν έρθει εκείνη η ώρα, ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον και ας προσφέρουμε στον φιλάνθρωπο Θεό τα έργα της αγάπης μας στους αδερφούς. Γιατί δέχεται με ευχαρίστηση τις προσφορές μας για χάρη όσων δεν πρόλαβαν και έφυγαν, θα λέγαμε, απροετοίμαστοι. Τις δέχεται και τις λογαριάζει σαν πράξεις και προσφορές εκείνων. Έτσι θέλει ο φιλάνθρωπος Κύριος, να Του ζητάνε τα πλάσματά Του και να τους δίνει όσα είναι για τη σωτηρία τους. Και μάλιστα λυγίζει ολοκληρωτικά, όταν κάποιος δεν αγωνίζεται μόνο για την δική του ψυχή, αλλά ενδιαφέρεται και για την ψυχή του πλησίον του. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος γίνεται μιμητής του Θεού και τις δωρεές των άλλων τις ζητάει σαν δικές του χάρες. Έτσι εκπληρώνει την προϋπόθεση της τέλειας αγάπης, εξασφαλίζει τον μακαρισμό («μακάριοι είναι όσοι δείχνουν έλεος στους άλλους, γιατί σ’ αυτούς θα δείξει ο Θεός το έλεος Του», Ματθ.5: 7) και, μαζί με την ψυχή του πλησίον, ευεργετεί πάρα πολύ και τη δική του ψυχή.
Ας περάσουμε τώρα απ’ αυτά σε άλλα παρόμοια και ισοδύναμα. Ο Παλλάδιος, στη Λαυσαϊκή Ιστορία του, αναφέρει με ακρίβεια τα θαύματα του μεγάλου Μακαρίου. Εκεί γράφει πως ο όσιος Μακάριος, ρωτώντας κάποτε το κρανίο ενός νεκρού έμαθε όλα τα σχετικά μ’ αυτούς που έχουν πεθάνει. Και στο τέλος τον ρώτησε: ‘‘Δεν βρίσκετε, λοιπόν, καμιά παρηγοριά;’’ Αυτή την ερώτηση την έκανε, γιατί συνήθιζε να προσεύχεται για τους νεκρούς και ήθελε να ξέρει αν πραγματικά τους ωφελούσε. Τότε ο φιλάνθρωπος Κύριος θέλησε ν’ αποκαλύψει την αλήθεια στο πιστό υπηρέτη Του. Τον πληροφόρησε, λοιπόν, μέσω του κρανίου: ‘‘Όταν προσφέρεις τις δεήσεις για τους νεκρούς, αισθανόμαστε μια μικρή ανακούφιση’’.
Κάποιος άλλος, πάλι, από τους οσίους πατέρες είχε έναν μαθητή που ζούσε απρόσεκτα. Έτσι, μέσα στη ραθυμία, έφτασε στο τέλος της ζωής του. Ο πολυεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Κύριος φανέρωσε στο γέροντα, που τον παρακάλεσε με δάκρυα, ότι θα ρίξει τον μαθητή του στην φωτιά μέχρι το λαιμό, όπως τον πλούσιο της παραβολής του Λαζάρου (Λουκ. 16:23-24). Όταν ο όσιος γέροντας άρχισε να κτυπιέται και να ικετεύει κλαίγοντας το Θεό, Εκείνος του αποκάλυψε ότι θα τον βάλει στη φωτιά μόνο μέχρι τη ζώνη. Μα όταν και πάλι ο γέροντας Τον παρακάλεσε με μεγάλη επιμονή, ο Θεός του έδειξε σε όραμα ότι λύτρωσε τελείως το μαθητή του από τη φωτιά της κολάσεως.

Τα ιερά μνημόσυνα (1)


Statue_at_Metairie_CemeteryΘέμα της παρούσης εισηγήσεως είναι «Τα ιερά μνημόσυνα», δηλαδή οι υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών μας δεήσεις της Εκκλησίας. Περιλαμβάνει δε δύο μέρη. Στο πρώτο προσπαθούμε να δώσουμε μια ιστορική εικόνα του θέματος, δηλαδή κάνουμε μια αναδρομή στην περί μνημοσυνών παράδοση και πρακτική της Εκκλησίας απ’ αρχής μέχρις ότου παγιώθηκε η λειτουργική τάξη. Η αναφορά αυτή στην ιστορία, και στην εδώ περίπτωση μας και σε κάθε άλλο λατρευτικό θέμα, δεν γίνεται απλώς από λόγους ιστορικής περιέργειας, αλλά έχει ουσιαστικό λόγο υπάρξεως και καλλιεργείας. Έτσι κατοχυρώνουμε τήν νομιμότητα της λειτουργικής μας πράξεως και εν προκειμένω τις δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων, που τελεί η Εκκλησία για την ανάπαυση των ψυχών τους και για παρηγοριά των ζώντων. Έτσι σκέπτεται, θεολογεί και ενεργεί μια παραδοσιακή Εκκλησία, όπως είναι η Ορθόδοξος. Η παράδοση δικαιώνει και επαληθεύει την σημερινή μας πρακτική. Δεν καινοτομούμε, αλλά ακολουθούμε την τάξη που παραλάβαμε από τον Κύριο Ιησού Χριστό, τους αγίους Αποστόλους και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Σ’ αυτήν με ταπείνωση και εμπιστοσύνη στηριζόμαστε και εν ονόματι της συνεχίζουμε την πνευματική και λατρευτική ζωή μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, επικαλούμενοι το έλεος του Θεού, πιστεύοντας ότι η ευσπλαγχνία του θα νικήσει το πλήθος των αμαρτιών μας. Το λέμε με παρρησία στις ευχές της γονυκλισίας του εσπερινού της Πεντηκοστής, που κατά βάση είναι νεκρώσιμες ευχές: «Επιμέτρησον τας ανομίας ημών τοις οικτιρμοίς σου· αντίθες την άβυσσον των οικτιρμών σου τω πλήθει των πλημμελημάτων ημών» (α’ γονυκλισία, ευχή πρώτη). Στα ερωτήματα που τίθενται από πιστούς και μη πιστούς για το ποιά είναι η σκοπιμότητα και ποιο το όφελος για τους κεκοιμημένους έχουν οι δεήσεις που κάνουν γι’ αυτούς οι ζώντες, εφ’ όσον «εν τω άδη ουκ εστί μετάνοια», εμείς θα απαντήσουμε επικαλούμενοι την από αιώνων πράξη της Εκκλησίας. Το φαινομενικά απλοϊκό, «έτσι το παραλάβαμε», δείχνει όλη την εμπιστοσύνη μας και την αμετακίνητη και ζωντανή ελπίδα μας στο έλεος του Θεού, αλλά και την βεβαιότητα ότι η πράξη της Εκκλησίας, που εκφράζει την πίστη της και την αλήθεια της αποκαλύψεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού στον κόσμο, αποτελεί για όλους μας την εγγύηση ότι οι προσευχές μας γίνονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και ότι θα είναι ωφέλιμες για τις ψυχές των τεθνεώτων. Με ποιο τρόπο θα γίνει αυτό, το αφήνουμε στο ανεξιχνίαστο πέλαγος της πολυμήχανης αγάπης του Θεού. Αυτή περίπου είναι η απάντηση μας στο θέμα που άφορα στα μνημόσυνα από λειτουργική άποψη. Πως θεωρητικά, βάσει της περί εσχάτων και περί της μετά θάνατον ζωής και αναστάσεως διδασκαλίας της Εκκλησίας και της περί κοινωνίας των αγίων θεολογίας της αντιμετωπίζεται το θέμα, έχει επαρκώς αναλυθεί από τις προηγηθείσες θεωρητικές εισηγήσεις. Εμείς θα μείνουμε στην ιστορικολειτουργική του πλευρά μόνο. Αυτά για το πρώτο μέρος.
Α’ Μέρος
Η Χριστιανική Εκκλησία καθιέρωσε ευθύς εξ αρχής ειδικές προσευχές για την ανάπαυση των ψυχών των κεκοιμημένων πατέρων και αδελφών μας. Αυτό αποτελεί συνέπεια της πίστεως και διδασκαλίας της ότι οι αποθανόντες πιστοί ζουν και μετά θάνατον εν Χριστώ και ότι η κοινωνία πίστεως και αγάπης μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων δεν παύει να υφίσταται, εκφράζεται δε με αμοιβαίες προσευχές. Οι ζώντες δέονται υπερ των κεκοιμημένων και οι κεκοιμημένοι υπέρ των ζώντων και μάλιστα οι άγιοι, που έχουν παρρησία στον Θεό. Έτσι καθιερώνονται προσευχές και ακολουθίες υπέρ των τεθνεώτων εις μνήμην αυτών, τα μνημόσυνα. Με τον τρόπο αυτόν η Εκκλησία συνεχίζει πανανθρώπινη παράδοση και πρακτική, νεκρικά δηλαδή έθιμα που υφίσταντο κατά την εποχή της ελεύσεως του Χριστού και της ιδρύσεως και εξαπλώσεως της Εκκλησίας, και που, εκχριστιανιζόμενα και αποκαθαιρόμενα από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, λαμβάνουν νέο περιεχόμενο και νόημα και συνεχίζονται από αυτήν.
Στην Παλαιά Διαθήκη απαντούν μαρτυρίες για την προ Χρίστου ιουδαϊκή πράξη. Στο Τωβίτ 4,17 υπάρχει η προτροπή «έκχεον τους άρτους σου επι τον τάφον των δικαίων», που υπαινίσσεται την τέλεση νεκροδείπνων στους τάφους ή την προσφορά ελεημοσυνών στους φτωχούς, προφανώς εις μνημόσυνο των απελθόντων. Στο Β’ Μακκαβαίων 12, 43-45 μαρτυρείται η τέλεση θυσιών «περί αμαρτίας» υπέρ των «μετ’ ευσέβειας κοιμωμένων». Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος έστειλε στον ναό των Ιεροσολύμων τα απαιτούμενα για να τελεσθεί θυσία για εκείνους που έπεσαν στον πόλεμο. Η συγγένεια με την σχετική, μεταγενέστερα βέβαια, χριστιανική πράξη είναι εμφανής.
Θυσίες όμως και προσφορές υπέρ των νεκρών έκαναν και οι ειδωλολάτρες. Ήδη από την εποχή του Ομήρου ήταν γνωστά τα «περίδειπνα», κατά τα οποία επιστεύετο ότι συνέτρωγε και ο νεκρός μαζί με τους παρακαθημένους. Τα επιμνημόσυνα δείπνα αυτά ετελούντο σε ορισμένες τακτές από την ημέρα του θανάτου ημέρες, την τρίτη, την ενάτη, την τριακοστή και κατ’ έτος την «γενέθλιο» ημέρα του νεκρού, δηλαδή κατά την επέτειο της γεννήσεώς του – όχι του θανάτου του. Η συγγένεια και εδώ με τήν χριστιανική πρακτική είναι εμφανέστατη.
Οι χριστιανοί συνεχίζουν, όπως ήταν επόμενο, τα ανωτέρω με ένα διπλό τρόπο· τις ελεημοσύνες υπέρ των τεθνεώτων, ως έκφραση αγάπης προς αυτούς και προς τους ενδεείς, και τις προσευχές. Ήδη οι «Αποστολικές Διαταγές» (τέλος Δ’ αιώνος) συνιστούν να δίδονται «εκ των υπαρχόντων» του νεκρού και «εις ανάμνησιν αυτού» ελεημοσύνες στους φτωχούς (Η’ 42). Το ίδιο συνιστούν και ο Χρυσόστομος, ο Ιερώνυμος, ο Τερτυλλιανός, ο ψευδο-Αθανάσιος και άλλοι παλαιοί πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Παραλλήλως όμως ετελούντο στους τάφους των νεκρών και τα «περίδειπνα» ή «μακαρίαι», που έχουν επιβιώσει με διάφορες εξελιγμένες μορφές κατά τόπους μέχρι σήμερα. Και τα «περίδειπνα» δεν είναι άσχετα προς την περί ελεημοσυνών πρακτική, αφού σ’ αυτά συνέτρωγαν όχι μόνο συγγενείς και φίλοι του νεκρού, αλλά και κληρικοί, πτωχοί και ξένοι (Αποστ. Διαταγαί Η’ 44, Αυγουστίνου Εξομολογήσεις VI, 2, Βάλσαμων κ.λπ.). Είναι άξιο σημειώσεως το πνευματικό νόημα που δίδεται από τις «Αποστολικές Διαταγές» στις συνεστιάσεις αυτές, ως μιας πράξεως προσευχής και πρεσβείας των ζώντων υπέρ των κεκοιμημένων («εν δε ταις μνείαις αυτών καλούμενοι μετά ευταξίας εστιάσθε και φόβου Θεού, ως δυνάμενοι και πρεσβεύειν υπέρ των μεταστάντων» Η’ 44).

Η μέθοδος της ευχής εις την Υπεραγία Θεοτόκο, εις τους Αγίους και Κεκοιμημένους


Εις την προηγούμενη σύναξί μας, αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, είχαμε αναφερθή εις την προσευχή για τους κεκοιμημένους αδελφούς μας, εις το »Κυριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τους δούλους σου», και είχαμε αναφέρει, ότι αυτή η προσευχή ενδείκνυται και επιβάλλεται, με το παραπάνω για τους κεκοιμημένους σε σχέσι με τους ζώντας αδελφούς μας, εφ᾽ όσον οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πλέον να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Διότι έχει πλέον λήξει η προθεσμία μετανοίας τους.
Και εδώ απλώς να ξανατονίσωμε εις την αγάπη σας, ότι την πρώτη μόνο φορά, όταν ξεκινάμε την ευχή, είναι πολύ καλό και ενδείκνυται να αναφέρωμε κάποια ονόματα κεκοιμημένων, όπως ονόματα συγγενικών προσώπων, γνωστών μας, η προσώπων για τα οποία αισθανόμεθα κάποιας πνευματικής η υλικής φύσεως ευγνωμοσύνη και τα παρόμοια. Να αναφέρωμε δηλαδή την πρώτη μόνο φορά τα ονόματα αυτά και μετά, εν συνεχεία, χωρίς να κουραζώμεθα, να ζαλιζώμεθα, και έτσι να συγχέεται ο νους μας επαναλαμβάνοντας συνεχώς τα ίδια ονόματα, να λέμε απλά, μόνο, το »Κυριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τους δούλους Σου». Εκεί μέσα, εις το »αναπαυσον τους δούλους Σου», ευρίσκονται όλοι οι απ᾽ αιώνος κεκοιμημένοι αδελφοί μας, αλλά επί πλέον, κατά έναν εντελώς ξεχωριστό, μοναδικό και ιδιαίτερο τρόπο, ευρίσκονται και τα ονόματα που αναφέραμε την πρώτη μόνο φορά, εις την αρχή. Και έτσι οι πάντες ωφελούνται, και οι σεσωσμένοι και οι κολασμένοι, εφ᾽ όσον και στις δύο καταστάσεις υπάρχουν άπειρες διαβαθμίσεις.
Εις το Γεροντικό αναφέρεται, σχετικά με τον αββά Μακάριο, το εξής: «Είπε ο αββάς Μακάριος: »Περπατωντας κάποτε εις την έρημο, βρήκα παραπεταμένο στο έδαφος ένα κρανίο νεκρού. Και κουνώντας το με το ραβδί, μου μίλησε το κρανίο. Και του λέγω: «Συ ποιός είσαι;» Το κρανίο μου αποκρίθηκε: «Εγώ ήμουν ιερεύς των ειδώλων και των εθνικών όπου είχαν απομείνει σε αυτόν τον τόπο. Και συ είσαι ο Μακάριος, όπου έχεις το Άγιο Πνεύμα μέσα σου. Όταν εσύ σπλαγχνισθής όσους είναι στην κόλασι, Μακάριε, και προσευχηθής γι᾽ αυτούς, βρίσκουν κάποια παρηγοριά». Του λέγω: «Ποιά είναι η παρηγοριά; Και ποιά η Κόλασι;» Μου αποκρίνεται το κρανίο: «Όσο απέχει ο ουρανός από την γη, τόση είναι η φωτιά κάτω από εμάς. Στεκόμαστε δε, από τα πόδια έως το κεφάλι, μέσα σε αυτή την φωτιά και δεν μπορούμε να κοιτάξωμε κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά η ράχη του ενός είναι κολλημένη στην ράχη του άλλου». Πλήρης δηλαδή ακοινωνησία. Και συνεχίζει το κρανίο λέγοντας: «Όταν λοιπόν προσεύχεσαι, Μακάριε, εσύ για μας, βλέπει κάπως ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η παρηγοριά». Και έκλαψα τότε και είπα: «Αλλοίμονο στη μέρα που γεννιέται ο άνθρωπος!» Του λέγω έπειτα του κρανίου: «Υπάρχει άλλο χειρότερο βάσανο;» Μου λέγει το κρανίο: «Μεγαλύτερο βάσανο είναι από κάτω μας». Του λέγω: «Και ποιοί είναι εκεί;» Μου αποκρίνεται το κρανίο: «Εμείς, επειδή δεν γνωρίζαμε τον Θεό, βρίσκομε κάποιο έλεος. Όσοι όμως τον γνώρισαν και τον αρνήθηκαν και δεν έπραξαν το θέλημά Του, από κάτω μας είναι» – δηλαδή είναι πολύ χειρότερα. Πήρα τότε το κρανίο και το έθαψα»». Αυτά, αγαπητοί μου αδελφοί, μας διηγήθηκε ο αββάς Μακάριος.
Όπως μας έλεγε και ο π. Παΐσιος, σχετικά για το θέμα αυτό, »δεν είναι το ίδιο πράγμα να βρίσκεσαι σε μία σκοτεινή και ζεστή φυλακή και να σκας και να μη βλέπης τίποτε, από το να είσαι στην ίδια φυλακή και να έχης εκεί, κάπου-κάπου, την δυνατότητα να πίνης και κανένα δροσερό αναψυκτικό». Καταλαβαίνετε ασφαλώς, τι εννοούσε ο Γέροντας. Πνευματικό αναψυκτικό.
Βέβαια, σπανιώτατα έχομε και περιπτώσεις που βγήκαν άνθρωποι και από αυτήν την κόλασι. Όχι δηλαδή απλώς εβελτιώθη η θέσις των, είτε αυτοί ευρίσκοντο εις την κόλασι, είτε αυτοί ευρίσκοντο εις τον Παράδεισο, αλλά έχομε και περιπτώσεις, που και από αυτήν ταύτην την κόλασι να έχουν μεταφερθή οι ψυχές των εις τον Παράδεισον. Όπως π.χ. αναφέρεται εις την Πατερική Γραμματολογία, η περίπτωσις που ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, ένας μεγάλος Άγιος που έζησε εις την Δύσι, μετά από εντεταμένη και εκτενεστάτη και διακαή προσευχή, έβγαλε από αυτήν την κόλασι την ψυχή ενός γνωστού ρωμαίου αυτοκράτορα, ονόματι Τραϊανού.
Κλείνοντας, όσα είχαμε να πούμε για την προσευχή για τους κεκοιμημένους με την μέθοδο αυτή, απλώς να αναφέρωμε ότι πρέπει να προσευχώμεθα για όλους ανεξαιρέτως τους απ᾽ αιώνος κεκοιμημένους, εκτός φυσικά από τους επίσημα αναγνωρισμένους Αγίους της Εκκλησίας μας. Να τους βάζωμε όλους δηλαδή στο συγχωροχάρτι. Διότι ακόμη και εκείνοι που είναι πλούσιοι πνευματικά, με τις προσευχές μας γίνονται ακόμη πιο πλούσιοι. Ακόμη κι αν υπάρχη η βεβαιότητα, τρόπον τινά, εις την συνείδησι της Εκκλησίας μας για κάποιες ψυχές ότι έχουν μεγάλη παρρησία εις τον Θεό, όμως από την στιγμή που δεν είναι αναγνωρισμένοι επίσημα ως Άγιοι, οφείλομε αδίστακτα να τους μνημονεύωμε εις τις Λειτουργίες – αυτή είναι η τάξις της Εκκλησίας – και γενικώς, να προσευχώμεθα για τις ψυχές τους.
Διότι, όπως έλεγε ο γνωστός σας π. Παΐσιος ο Αγιορείτης, αν σε έναν πολυεκατομμυριούχο δώσης μία, δύο, εκατό, χίλιες δραχμές επί πλέον, όχι μόνο δεν του κάνεις κακό, αλλά τον κάνεις ακόμη πιο πλούσιο. Με καταλαβαίνετε… Αλλά και με καλή, λευκή, θεάρεστη »πονηρια» να δούμε το θέμα, από την στιγμή που αυτός για τον οποίο προσευχόμεθα έχει όντως παρρησία στον Θεό, ε, και αυτός, με την σειρά του, θα προσεύχεται ακόμη για έναν λόγο παραπάνω για μας, οπότε και από αυτήν την άποψι έχομε ένα επί πλέον προσωπικό πνευματικό κέρδος.
Έτσι λοιπόν, με το »Κυριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τους δούλους Σου», μπορούμε να προσευχώμεθα για όλες τις ψυχές των κεκοιμημένων.
Και στο σημείο αυτό, ας περάσωμε και ας αναλύσωμε εις την αγάπη σας τον τρόπο με τον οποίο πρέπει, κατ᾽ αναλογίαν και κατ᾽ αντιστοιχίαν, να προσευχώμεθα με την ίδια μέθοδο εις την Παναγία Μητέρα μας. Για τον Χριστό λέμε »Κυριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», »Κυριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς», »Κυριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τους δούλους Σου».
Να δούμε τώρα τι μπορούμε να πούμε, κατ᾽ αναλογίαν πάντα, εις την Υπεραγία Θεοτόκο. Αλλά πριν μπούμε σε αυτό το θέμα, ας πούμε κάποια πράγματα εισαγωγικά, που είναι απαραίτητα.
Αγαπητοί μου αδελφοί, αν ο Χριστός είναι ως άνθρωπος οντολογικός μεσίτης του ανθρωπίνου γένους προς την Αγία Τριάδα, αν δηλαδή αυτή αύτη η Ενανθρώπισις, από μόνη της, είναι η αιτία της ευνοίας του Θεού στο ανθρώπινο γένος, εφ᾽ όσον ο Χριστός, ως άνθρωπος ευηρέστησε σε τέλειο βαθμό την Αγία Τριάδα – διότι δια του Χριστού συμφιλιωθήκαμε ξανά με τον άγιο ένδοξο Τριαδικό Θεό και αυτό ολοκληρώθηκε φυσικά στο γεγονός της Αναλήψεως, κατά το οποίο ανέβηκε ολόκληρη η ανθρωπίνη φύσις μας σε αυτό τούτο το ύψος της Αγίας Τριάδος. Συνέπεια δε αυτής της συμφιλιώσεως και της συνδιαλλαγής ήταν η εκ νέου αποστολή της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Ε τότε, η Υπεραγία Θεοτόκος είναι ο πιο τέλειος ηθικός μεσίτης στον Τριαδικό Θρόνο.
Η παρρησία της Παναγίας είναι παμμεγίστη. Αρκεί να σκεφθούμε, ότι ο Θεός Της, ταυτόχρονα ως άνθρωπος είναι και θα είναι και υιός Της. Η Παναγία, όπως λέγει ένα τροπάριο, είναι η »αιτια της των πάντων θεώσεως». Γι᾽ αυτό, παράλληλα με τις ευχές προς τον Χριστό μας, κατ᾽ αναλογίαν, ενδείκνυται και επιβάλλεται να λέμε το »Υπεραγια Θεοτόκε, σώσον με», για τον εαυτό μας, και το »Υπεραγια Θεοτόκε, σώσον ημάς», όταν προσευχώμεθα για όλους τους ζώντες, όπως ήδη έχομε εξηγήσει. Τέλος, να αναφέρωμε το »Υπεραγια Θεοτόκε, ανάπαυσον τους δούλους Σου» για τους απ᾽ αιώνος κεκοιμημένους αδελφούς μας, με την ίδια δηλαδή ακριβώς μέθοδο, είτε με το κομβοσχοίνι, είτε χωρίς αυτό, όπως αναφερθήκαμε πιο αναλυτικά για τις αντίστοιχες προσευχές εις τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.
Βέβαια, όπως είπαμε, μόνο ο Χριστός είναι μεσίτης οντολογικός, που σώζει. Και, όταν λέμε »Υπεραγια Θεοτόκε σώσον με, η σώσον ημάς, κλπ.», έχει την έννοια του »πρεσβευε». Έχει λοιπόν την σημασία της πρεσβείας. Απλώς, επειδή η πρεσβεία της Υπεραγίας Θεοτόκου κατέχει εντελώς ξεχωριστή θέσι μέσα εις την αγία μας Εκκλησία, σε σχέσι δηλαδή με τους υπολοίπους Αγίους, γι᾽ αυτό τιμητικά, αξίως, δικαίως και πρεπόντως για την Παναγία Μητέρα μας, ενδείκνυται καλύτερα να λέμε το »Υπεραγια Θεοτόκε, σώσον ημάς», ενώ για όλους τους υπολοίπους Αγίους να λέμε » Άγιοι του Θεού, πρεσβεύσατε υπέρ ημών».
Για να εννοήσωμε λίγο από το μεγαλείο της παρρησίας της Υπεραγίας Θεοτόκου, αρκεί να αναφερθούμε, περιληπτικά και χωρίς ιστορικές λεπτομέρειες, εις την εικόνα της Παραμυθίας, η οποία ευρίσκεται εις την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους. Από αυτήν την εικόνα, θαυματουργικά εμίλησε η Παναγία και προεμήνυσε στους τότε εκεί ευρισκομένους μοναχούς να λάβουν κάποια μέτρα ασφαλείας, γιατί θα εδέχοντο πειρατική επίθεσι. Τότε συνέβη και, σχεδόν ταυτόχρονα, ο εικονιζόμενος Χριστός της εικόνας, πήγε αυτόματα να κλείση το στόμα της Υπεραγίας Θεοτόκου λέγοντας: »Μη τους προστατεύης αυτούς τους μοναχούς. Δεν είναι άξιοι της αποστολής των». Και, με την σειρά της, η Υπεραγία Θεοτόκος εκράτησε το χέρι του Χριστού από του να της κλείση το στόμα της Παναγίας ο Χριστός μας. Και από τότε δηλαδή παρέμεινε η εικόνα αυτή ζωγραφισμένη έτσι και όχι όπως την είχε φτιάξει ο αγιογράφος στην αρχή. Από τότε οι πιο πολλές κουρές συνηθίζεται να γίνωνται μπροστά σε αυτήν την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Αυτά για την Υπεραγία Θεοτόκο, ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προσευχώμεθα εις Αυτήν με την μέθοδο της νοεράς προσευχής.
Τέλος, εκτός από την Παναγία Μητέρα μας, όπως ήδη αναφέραμε, είναι συμφέρον για μας να προσευχώμεθα, πάντα κατ᾽ αναλογίαν, και εις τους Αγίους της κάθε ημέρας, λέγοντας το » Άγιοι του Θεού, πρεσβεύσατε υπέρ εμού». Διότι την κάθε ημέρα δεν εορτάζουν μόνον ο ένας η οι δύο Άγιοι, που αναγράφονται εις το Ημερολόγιο, ούτε μόνον οι ακόμη περισσότεροι Άγιοι των οποίων τα ονόματα μνημονεύει ο αναγνώστης στον όρθρο, στο Συναξάρι της Ημέρας, το πρωΐ. Την κάθε ημέρα εορτάζουν ακόμη περισσότεροι Άγιοι – άγνωστοι σε μας, που για τον Θεό όμως είναι Άγιοι -, που εκοιμήθησαν εκείνη την ημέρα. Επίσης υπάρχουν και άλλοι τοπικοί Άγιοι που δεν αναγράφονται εις τα Συναξάρια. Υπάρχουν και άλλοι πάρα πολλοί Άγιοι, που εμείς μεν δεν τους ξέρομε, εκείνοι όμως ξέρουν εμάς και είναι πνευματικό συμφέρον να επικαλούμεθα την μεσιτεία τους.
Όταν ήμουν λαϊκός, σε μία συζήτησι με τον Γέροντα Παΐσιο σχετικά με τους Αγίους, τότε πρωτοαισθάνθηκα την εγγύτητα των Αγίων. Αυτό συνέβη λόγω του περιεχομένου και της πηγαιότητος των λόγων του Γέροντα. Τότε, εν τη αφελεία μου, κι εγώ, αυθόρμητα, συμπερασματικά, είπα στον Γέροντα: «Δηλαδή Γέροντα όλοι οι Άγιοι με ξέρουν καλά…» Και ο Γέροντας αστειευόμενος και πονώντας είπε: «Ε, να τους δώσης τηλέφωνο και διεύθυνσι για να σε βρίσκουν…!» Ίσως, με αυτήν την έκφρασί του ο Γέροντας να ήθελε να πη, ότι οι Άγιοι μας ξέρουν μεν, αλλά και εμείς πρέπει να κάνωμε κάτι για να μπορούν να μας βρίσκουν, η μάλλον να μας βοηθούν. Δηλαδή να τους δίνωμε αφορμή για να μας βοηθούν, και οι Άγιοι πάντα θα μας βοηθούν. Να είναι τέτοια δηλαδή η στάσι μας, η ζωή μας, το φρόνημά μας, ώστε να επιτρέπωμε στους Αγίους να μας βοηθούν.
Το 1979, το καλοκαίρι, ο π. Παΐσιος έκανε την τελευταία του μετακόμισι. Άλλαξε Κελλί δηλαδή τότε και μετεφέρθη από το Κελλί του Τιμίου Σταυρού – που ευρίσκεται εις την Καψάλα – εις το τελευταίο του Κελλί, εις την Παναγούδα. Εις το Κελλί του Τιμίου Σταυρού έμενε επί αρκετά χρόνια, πιο παληά, ένας μεγάλος Ρώσος ασκητής ονόματι παπα-Τύχων, ο οποίος έκανε τον Γέροντα Παΐσιο μεγαλόσχημο.
Όταν λοιπόν έφυγε από εκεί ο μακαριστός π. Παΐσιος και πήγε εις την Παναγούδα, το πρώτο βράδυ της μετακομίσεώς του, όπως είναι φυσικό, ήτο κατάκοπος και, εκτός αυτού, είχε και όλα τα σχετικά βιβλία του στα κουτιά, λόγω της μετακομίσεως. Τότε το πρώτο βράδυ, όταν εδιάβαζε απ᾽ έξω το Απόδειπνο, και έφθασε στο σημείο που έπρεπε να αναγνώση, από μέσα φυσικά, το αντίστοιχο κοντάκιο, του Αγίου δηλαδή που εώρταζε εκείνη την ημέρα, για πρακτικούς λόγους δεν έψαξε να βρη το Μηναίο, αλλά είπε: «Άγιε του Θεού – όποιος και να είσαι – πρέσβευε υπέρ εμού». Το είπε αυθόρμητα, απλά, φυσικά, αλλά και με πίστι. Και τότε του ενεφανίσθη ο εορταζόμενος Άγιος της ημέρας – ήτο η 3η Ιουνίου – και του αυτοσυστήθηκε! Μάλιστα, λόγω της κούρασης, ο Γέρων Παΐσιος δεν κατάλαβε καλά το όνομά του, όταν του αυτοσυστήθηκε ο Άγιος. Και τότε τον ερώτησε ο Γέροντας Παΐσιος, μετά την σύστασι που έκανε από μόνος του ο Άγιος: «Ποιός είσαι; Ο άγιος Λουκιανός;». «Όχι, του είπε ο Άγιος. Είμαι ο άγιος Λουκιλιανός». Διότι υπάρχουν, και άγιος Λουκιανός, και άγιος Λουκιλιανός. Και, από τότε ο Γέροντας έχει βάλει μία χάρτινη απλή εικονίτσα, την εικόνα του Αγίου Λουκιλιανού, εκεί, εις το εκκλησάκι του κελλιού του εις ανάμνησιν, μέχρι της σήμερον, εκείνης της επισκέψεως του Αγίου.
Και πάλι μας έλεγε κάποια άλλη φορά ο ίδιος Γέροντας για κάποιον μοναχό, που πολλές φορές έβλεπε τον κυριώτερο εορταζόμενο Άγιο της κάθε ημέρας.
Αυτά τα ολίγα, αγαπητοί μου αδελφοί, για την προσευχή εις τους Αγίους της κάθε ημέρας.
Και να προσθέσωμε, ότι αυτή η προσευχή, γίνεται, είτε με το κομβοσχοίνι, είτε χωρίς αυτό. Όταν ευρισκώμεθα εις την εκκλησία και ψάλλωνται κάποια τροπάρια τα οποία αναφέρονται σε κάποιον Άγιο, εμείς παράλληλα με τα τροπάρια αυτά, μπορούμε να λέμε » Άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ εμού».
Επί πλέον να αναφέρωμε εδώ ότι, αν θέλη κάποιος, μπορεί να λέγη, εκτός από το » Άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ εμού», ανάλογα με την περίπτωσι και την περίστασι, όπως βγαίνει από μέσα του, να λέγη » Άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών», η ακόμη να προσεύχεται εις τους Αγίους και για τις ψυχές των κεκοιμημένων.
Τώρα μετά από αυτά, ας αναφέρωμε ότι η σωστότερη αναλογία χρόνου, που πρέπει να διαθέτωμε με το κομβοσχοίνι, για όλες τις προσευχές που προαναφέραμε είναι η εξής. Χωρίς βέβαια να είμαστε απόλυτοι, απλώς λέμε έναν λογισμό με βάσι βέβαια εκείνα που ακούσαμε από τους Γεροντάδες μας:
Τρεις μονάδες χρόνου εις τον Χριστό, σταυρωτά, και μία μονάδα χρόνου εις την Παναγία, σταυρωτά. Επί πλέον, τρεις μονάδες χρόνου εις τον Χριστό, ευχή, ελεύθερα, για τον εαυτό μας, και μία μονάδα χρόνου εις την Παναγία, ευχή, ελεύθερα, εννοείται πάλι για τον εαυτό μας. Ακόμη, τρεις μονάδες χρόνου εις τον Χριστό με το »Κυριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς», για όλους τους ζώντας, και μία μονάδα χρόνου εις την Παναγία, λέγοντας »Υπεραγια Θεοτόκε, σώσον ημάς». Επίσης, τρεις μονάδες χρόνου εις τον Χριστό λέγοντας »Κυριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τους δούλους Σου» και μία μονάδα χρόνου εις την Υπεραγία Θεοτόκο, λέγοντας »Υπεραγια Θεοτόκε, ανάπαυσον τους δούλους Σου». Και τέλος, μία μονάδα χρόνου εις τους Αγίους της κάθε ημέρας.
Τώρα, τον υπόλοιπο χρόνο μπορούμε και ενδείκνυται να λέμε κυριώτατα, το »Κυριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», είτε με κομβοσχοίνι, είτε χωρίς αυτό, είτε παράλληλα με άλλες ασχολίες, όπως ήδη έχωμε εξηγήσει.
Τώρα, οι τρεις μονάδες χρόνου μπορεί να είναι, είτε τριακόσιοι κόμβοι, είτε εκατό κόμβοι, είτε και άλλος αριθμός. Αν οι τρεις μονάδες χρόνου είναι τριακόσιοι κόμβοι, για παράδειγμα, ε τότε, όπως καταλαβαίνετε, η μία μονάδα χρόνου είναι το εν τρίτον, δηλαδή εκατό κόμβοι. Αν οι τρεις μονάδες χρόνου είναι εκατό κόμβοι, τότε η μία μονάδα χρόνου είναι περίπου τριάντα τρεις κόμβοι. Οπότε στην δεύτερη περίπτωσι βγαίνουν δέκα επτά εκατοστάρια – 4Χ4=16, και 16+1 (εις τους Αγίους)=17. Ενώ αν είναι τριακοσάρια τα κομβοσχοίνια – τα τυπικά είναι διάφορα – βγαίνουν δέκα επτά τριακοσάρια. Όπως μας έλεγε ο π. Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, που ήταν ένας μεγάλος αγωνιστής μοναχός, έκανε, μόνο κάθε νύχτα, δέκα επτά τριακοσάρια.
Και στο σημείο αυτό, ας πούμε κάποια πράγματα σχετικά και ωφέλιμα που μας είπε ο ίδιος. Η ρήσις του ήταν αποτέλεσμα της ιδικής του προσωπικής κεκτημένης πείρας, διότι ο π. Εφραίμ ήτο πρότυπο μαρτυρικής και αγωνιστικής υπακοής. Έλεγε: »Χωρις υπακοή δεν έρχεται η ευχή του Ιησού. Κάνε ευχή όση ώρα θέλεις. Αν δεν έχης υπακοή, δεν θα καρπίση η καρδιακή ευχή μέσα σου». »Και, αν περιφέρεσαι – έλεγε σε κάποιους μοναχούς – άσκοπα, πέρα-δώθε, δεν θα μπορής να λες την ευχή όπως πρέπει. Θα πιέζεσαι και δεν θα βγαίνη. Θα ζορίζεσαι πολύ χωρίς το ανάλογο αποτέλεσμα. Αν είσαι »γυρολογος», έτσι το έλεγε, »δεν θα τρέχη» – ακούστε έκφρασι – η ευχή. Ενώ, αν πας κάπου, όχι από μόνος σου, αλλά από υπακοή στον Γέροντά σου, εκεί που θα πας, έστω κι αν υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι η κάποια εξωτερική φασαρία η πολυκοσμία και τα παρόμοια, θα δης ότι επειδή είσαι στην υπακοή, και βέβαια επειδή προσέχεις, εννοείται όσο εξαρτάται από εσένα, κάποιες φορές η ευχή θα βγαίνη αυτόματα από μέσα σου με μεγαλύτερη ευκολία και άνεσι ακόμη και από τότε που ήσουν στην ησυχία του κελλιού σου». Φυσικά αυτό είναι μία δωρεά του Θεού λόγω της υπακοής.
Αγαπητοί μου αδελφοί, είναι όντως πολύ λεπτή η πνευματική ζωή. Είναι επιστήμη επιστημών, τέχνη τεχνών. Πολλές φορές ένας σωστός λογισμός, μία σωστή εσωτερική μας τοποθέτησι, γίνεται γενεσιουργός αιτία να έρχεται η ευχή στον ύπνο, η να διευκολύνη την ευχή κατά τον ξύπνιο μας. Ενώ αντίθετα ένας κακός λογισμός, μία μη σωστή τοποθέτησί μας, έστω και σε ύπουλη, σε λανθάνουσα μορφή, κρυμμένη μέσα μας, γίνεται δυστυχώς πνευματικός φράχτης, που ελαχιστοποιεί την παροχή, την ρευστότητα, την ευκολία της ευχής. Γίνεται ανασταλτικός παράγοντας για την ευχή. Γι᾽ αυτό έλεγε και κάποιος Γέροντας, »οσο αξίζει μερικές φορές ένας σωστός λογισμός, δεν αξίζουν επί παραδείγματι χίλιες μετάνοιες».
Επίσης στο σημείο αυτό να αναφέρωμε, ότι μπορούμε εάν θέλωμε, και κατόπιν βέβαια συνεννοήσεως με τον πνευματικό μας, να κάνωμε κάποιες ακολουθίες, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχη η δυνατότητα να πάμε στην εκκλησία, η για κάποιο λόγο δεν έχομε τις απαραίτητες συνθήκες η τα σχετικά βιβλία που απαιτούνται κλπ. Μπορούμε λοιπόν κάποιες ακολουθίες να τις κάνωμε με το κομβοσχοίνι, είτε λέγοντας την ευχή προφορικά, είτε νοερά, με η χωρίς κομβοσχοίνι ανάλογα, είτε αυτή η ακολουθία είναι Εσπερινός, η Όρθρος, η Απόδειπνο, η Θεία Μετάληψι, η Παράκλησι στην Παναγία μας, η άλλες ακολουθίες.
Βέβαια δεν θα θέλαμε σήμερα να αναφερθούμε σε λεπτομέρειες εις την αγάπη σας, τουλάχιστον στην φάσι αυτή, αλλά σαν πρώτη ενημέρωσι αναφέρομε, ότι τον χρόνο που πάνω-κάτω απαιτείται για κάποια συγκεκριμένη ακολουθία που θέλομε να κάνωμε με το κομβοσχοίνι, τον χρόνο λοιπόν αυτόν τον χωρίζομε, κατά προσέγγισι βέβαια, σε ευχή στον Χριστό, σε ευχή στην Παναγία και σε ευχή στον Άγιο η στους Αγίους που εκείνη την ημέρα εορτάζουν. Επί παραδείγματι, αν ένας καθημερινός Εσπερινός διαρκή περίπου μισή ώρα, μπορούμε να κάνωμε, πάνω-κάτω, είκοσι λεπτά ευχή στον Χριστό – »Κυριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» – πέντε λεπτά περίπου στην Υπεραγία Θεοτόκο, λέγοντας »Υπεραγια Θεοτόκε, σώσον με, η σώσον ημάς», και πέντε λεπτά περίπου στους Αγίους της ημέρας που εορτάζουν. Βέβαια, όλα αυτά δεν μπαίνουν σε καλούπια και ουσιαστικά είναι θέμα προσωπικό του καθενός και θέμα της συνεννοήσεώς του με τον πνευματικό. Τα τυπικά είναι πάρα πολλά. Όλα είναι καλά και άγια, αρκεί να γίνωνται με σωστή διάθεσι.
Μάλιστα εν προκειμένω έλεγε ο π. Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, ότι: »Οταν κάνης μόνος σου ευχή, όλο το κέρδος είναι καθαρό, είναι δικό σου, να πούμε…». Έτσι ωμιλούσε… »Ενω, αν είναι πολλοί παρόντες, μία συμβαίνει το ένα, μία το άλλο, και λίγο-πολύ επέρχεται μία κάποια διάσπασις». Βέβαια ο Γέροντας μάλλον ωμιλούσε για τον εαυτό του. Για μας τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Σε μας χρειάζεται και το ένα και το άλλο. Δηλαδή χρειάζεται και η κοινή προσευχή και η κατά μόνας προσευχή.
Συμπληρωματικά ας αναφέρωμε στο σημείο αυτό, ότι με την μέθοδο αυτή της προσευχής του Ιησού, είτε με κομβοσχοίνι, είτε χωρίς αυτό, ενδείκνυται και επιβάλλεται να κάνωμε και άλλου είδους προσευχές, είτε αυτές είναι ικετευτικές, είτε είναι δοξολογικές, κλπ. Μπορούμε επί παραδείγματι να λέμε »Αγια Τριας ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς». Να το λέμε δηλαδή με η άνευ κομβοσχοινού, η να προσευχώμεθα στον άγιο φύλακα άγγελό μας. Η ακόμη και σε όλους τους ασωμάτους αγίους αγγέλους, ιδιαίτερα δε κάθε Δευτέρα, που ως γνωστόν τιμώνται όλες οι ουράνιες δυνάμεις.
Μπορούμε επί πλέον να προσευχώμεθα στον Σταυρό του Χριστού, που έχει δύναμι ακατάλυτη, λέγοντας »Σταυρε του Χριστού, σώσον ημάς τη δυνάμει Σου».
Ακόμη, καλό είναι να προσευχώμεθα στους Αγίους Πάντας, λέγοντας » Άγιοι Πάντες, πρεσβεύσατε υπέρ εμού, η πρεσβεύσατε υπέρ ημών», ανάλογα με την περίστασι. Και βέβαια επιβάλλεται να προσευχώμεθα και στον Άγιο του οποίου φέρομε το όνομα. Έτσι βλέπομε ότι οι περιπτώσεις αυτές, που μπορούμε να κάνωμε πολλές άλλες προσευχές με το κομβοσχοίνι η χωρίς αυτό, είναι πάρα πολλές.
Πριν αρκετά χρόνια στο Άγιον Όρος, υπήρχε ένας μοναχός πολύ βιαστής, που ενώ έκανε κομβοσχοίνι στην Λιτή ενός μοναστηριού, είδε σε όραμα, κατά την διάρκεια της ευχής, τον αρχάγγελο Μιχαήλ, όπως ακριβώς είναι αγιογραφημένος στις εικόνες αυτού του ιδίου μοναστηριού. Τον είδε με μανδύα που ανοιγόκλεινε. Βέβαια αυτός ο μοναχός την στιγμή εκείνη, που νομίζετε ότι έκανε ευχή; Έκανε ευχή εις τους Αγίους Πάντας. Και όμως του ενεφανίσθη εν οράματι ο αρχάγγελος Μιχαήλ. Και αυτό μπορεί να γίνη, διότι όλος ο ουράνιος κόσμος διέπεται από την κοινή ενέργεια του ενος και του αυτού Αγίου Πνεύματος. Όπως συμβαίνει και το αντίστροφο. Το εν και το αυτό Άγιο Πνεύμα ενεργεί αναλόγως και ποικιλοτρόπως, όπως Αυτό κρίνει.
Και εδώ ας αναφέρωμε ότι ο ίδιος αυτός μοναχός, ο οποίος σημειωτέον ήτο και πολύ καλλίφωνος, κάποια φορά ενώ έψαλλε, παρασύρθηκε από την γλυκύτητα της μελωδίας του και ξέφυγε ο νους του από τα νοήματα των τροπαρίων τα οποία έψαλλε. Και επέτρεψε ο Θεός και άνοιξαν τα εσωτερικά πνευματικά μάτια της ψυχής του και τι είδε, λέτε; Είδε τον διάβολο να χορεύη κάτω από τον πολυέλαιο, να τον κοροϊδεύη και να σαρκάζη εις βάρος του. Τότε έπαθε τέτοιο πνευματικό σοκ, που μετά δυσκολίας μπόρεσε να τελειώση το τροπάριο το οποίο έψαλλε. Από τότε θεωρούσε τον εαυτό του παίγνιο των δαιμόνων και μετά, αν και ήτο όπως ήδη είπαμε πάρα πολύ καλλίφωνος, μετά μεγίστης δυσκολίας εδέχετο να ψάλλη.
Τώρα εν κατακλείδι ας αναφέρωμε, ότι όταν είναι δυνατόν, είναι προτιμητέο να γίνεται από την πλευρά μας κάποια σχετική προετοιμασία για την ευχή. Είναι πάρα πολύ καλό, αν κάποια στοιχειώδης μελέτη προηγήται της ευχής, γιατί έτσι συγκεντρώνεται καλύτερα ο νους μας στην ευχή. Η μνήμη του θανάτου θα μας βοηθήση πάρα πολύ, για να γίνη η προσευχή μας πιο καθαρή, πιο αμετεώριστη, χωρίς δηλαδή διασπάσεις και μετεωρισμούς. Και γενικώς, ο,τι μας βοηθάει στην συγκέντρωσι και στην καλυτέρα προσωπική μας απόδοσι στο συνεχές αγώνισμα της ευχής, είναι όντως ευλογημένο. Ενώ αντίστροφα, ο,τι μας αποσπά και μας εμποδίζει, πρέπει ει δυνατόν, πάση θυσία να το αποβάλλωμε.
Κάποιος μοναχός επί παραδείγματι με το σκουφί του εκάλυπτε κάποιες φορές και τα ίδια του τα μάτια, όταν έλεγε την ευχή, για να μη δέχεται εξωτερικές παραστάσεις και περισπάται ο νους του. Βέβαια, οι περιπτώσεις είναι αμέτρητες, ανάλογα με τις συνθήκες και τις προσωπικές ιδιοσυγκρασίες του καθενός. Το ζητούμενο όμως είναι να δημιουργούμε κατάλληλο κλίμα για την προσευχή.
Αυτά αγαπητοί μου αδελφοί, σε πρώτη βέβαια φάσι, είχαμε να αναφέρωμε εις την αγάπη σας περί ευχής. Αν χρειασθή, θα επανέλθωμε εις το μέλλον.
Να μη ξεχνούμε όμως ποτέ, ότι η ευχή δεν μπορεί τελικά να διδαχθή. Όπως και όλα τα πνευματικά θέματα στο βάθος τους δεν μπορούν να διδαχθούν. Όλα αυτά μαθαίνονται τελικά εκ πείρας.
Η προσευχή ποτέ δεν πάει χαμένη. Ο πειρασμός όμως γι᾽ αυτόν ακριβώς τον λόγο, θέλει να βρίσκη τρόπους να μας εμποδίζη από την προσευχή. Πάντα καραδοκεί, με την α´ η β´ μορφή και προσπαθεί να μας αποσπάση την προσοχή, ώστε τελικά να μη προσευχώμεθα, η να προσευχώμεθα όσο γίνεται λιγώτερο και όχι σωστά. Γιατί απλούστατα με την προσευχή, εκτός των άλλων πνευματικών ωφελειών που έχομε, φρίσσουν τα δαιμόνια.
Μας έλεγε σχετικά ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος: »Πολλες φορές ο πειρασμός μου στέλνει ανθρώπους, όχι για ωφέλεια, αλλά για να με αποσπάση από την προσευχή. Αλλά και το αντίθετο συμβαίνει. Καταλαβαίνω πότε τους ανθρώπους που έρχονται εδώ τους στέλνει ο Θεός».
Αγαπητοί μου αδελφοί εύχομαι, όπως το μικρό παιδί, το βρέφος, δεν καταλαβαίνη μεν από τι αποτελείται το γάλα, όμως διαισθάνεται ότι τρέφεται από αυτό, γι᾽ αυτό και το αναζητά διακαώς και με κλάμμα και το ρουφά, έτσι κι εμείς, με πάντα νηπιακό φρόνημα, να ρουφούμε τις ενέργειες της ευχής μέσα μας. Διότι αρκετοί γράφουν βιβλία ολόκληρα για την ευχή, και καλά κάνουν από μία άποψι, αλλά το πλέον ζητούμενο για όλους μας, είναι ποιός τελικά γλυκαίνεται και γεύεται τους ατελείωτους καρπούς της προσευχής. Για να γίνη όμως αυτό, όπως ήδη έχομε αναλύσει, χρειάζεται αγώνας.
Αγώνας λοιπόν. Αγωνίζεσθε αδελφοί μου, αγωνίζεσθε. Γιατί εκείνο που έχει ανάγκη ο κόσμος σήμερα είναι τελικά η ύπαρξις αγίων ψυχών. Και όσο αξίζει μία χαριτωμένη και αγιασμένη ψυχή και όσα καταφέρει να κάνη μία τέτοια ψυχή, δεν μπορούν, όσο και αν θέλουν, όσο και αν προσπαθούν, όλοι οι υπόλοιποι να κάνουν. Διότι δυστυχώς εις τις ημέρες μας – φαίνεται ότι είναι γενικό το κακό -, εμείς οι σύγχρονοι Ορθόδοξοι κατά κανόνα, ρίχνομε το βάρος στην εξωτερική οργάνωσι της ζωής μας, κλπ., και δεν φροντίζομε όσο πρέπει για τον προσωπικό μας αγιασμό. Ενώ χρειάζονται και τα δύο. Και πρωτίστως, πολύ περισσότερο είναι απαραίτητος ο προσωπικός μας αγιασμός. Όλα δε τα υπόλοιπα με τα οποία ασχολούμεθα, δεν πρέπει παρά να συντελούν τελικά εις την δική μας πνευματική πρόοδο. Αν κάναμε εσωτερική εργασία στον εαυτό μας, τελικά και τον εαυτό μας θα σώζαμε και θα βελτιώναμε, και πολλούς άλλους θα παρασύραμε εις την σωτηρία χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Ενώ, εμείς συνήθως κάνομε το αντίθετο. Πριν ασχοληθούμε με τον εαυτό μας, κοιτάμε να σώσωμε τους άλλους, οπότε ούτε εμείς ωφελούμεθα, αλλά και οι άλλοι για λόγους προφανείς κλωτσάνε και σκανδαλίζονται.
Αυτά, αγαπητοί μου αδελφοί, είχα να αναφέρω εις την αγάπη σας.
Εύχομαι λοιπόν, όλοι μας να οικειοποιηθούμε αυτήν την μέθοδο της προσευχής που ανεπτύξαμε, γιατί όπως είπαμε, είναι μεν η πιο απλή, αλλά ταυτόχρονα είναι και η πιο δραστική μέθοδος προσευχής εναντίον των τριών μεγάλων μας εχθρών, του εαυτού μας, του διαβόλου και του κόσμου, ούτως ώστε νικηταί της πολυποίκιλης αμαρτίας να εισέλθωμε Χάριτι Θεού εις την Βασιλεία των Ουρανών.
Αμήν. Γένοιτο.
Αρχιμανδρίτης Αρσένιος Κατερέλος,
Ηγούμενος Ι. Μονής Αγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Εσπερινή ομιλία στον Ι. Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά το έτος 1999)
Πηγή: impantokratoros.gr

Η αξία της Προσκομιδής για τους κεκοιμημένους μας


λειτουργια1

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΒΟΥΤΟΥΣΕ ΤΗ ΛΑΒΙΔΑ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΕΣΒΗΝΕ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ
Η Θεία χάρη, πού αναβλύζει από την αναίμακτη θυσία, προσφέρεται όχι μόνο στους ζωντανούς, αλλά και στους νεκρούς. Γι’ αυτό οι λειτουργοί δεν παύουν να δέονται όχι μόνο «υπέρ υγείας», αλλά και «υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των κεκοιμημένων δούλων του Θεού».
Όσο περισσότερη είναι η πίστη και η αγάπη των ιερέων, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο κατάλογος των ονομάτων, πού μνημονεύουν στην προσκομιδή.
Ο παπα-Σάββας ο πνευματικός, μία οσιακή αθωνίτικη μορφή (1821-1908), φαινόταν, με το μικροσκοπικό του σώμα ένας άσημος καλόγερος. Όταν όμως λειτουργούσε, φαινόταν μεγαλοπρεπής και το πρόσωπό του έλαμπε σαν πρόσωπο αγγέλου.
Στην προσκομιδή, μνημόνευε ονόματα «Ων ουκ εστίν αριθμός». Χρησιμοποιούσε ένα πολύ μεγάλο δισκάριο, και για δύο-τρεις ώρες έβγαζε μερίδες και μνημόνευε ακατάπαυστα.
– Άγιε πνευματικέ, πολύ κουράζεσαι με τόσα ονόματα, του έλεγαν από αγάπη μερικοί πατέρες.
– Δεν κουράζομαι, απαντούσε εκείνος. Αντίθετα, αισθάνομαι μεγάλη χαρά. Ωφελούνται πολύ οι μνημονευόμενοι. Η ωφέλεια τους είναι χαρά μου.
Νέος ακόμα ιερέας ο παπα-Σάββας δέχτηκε κάποια αποκάλυψη, με την οποία ο Θεός του φανέρωσε τη μεγάλη ωφέλεια που αποκομίζουν οι ψυχές από τη μνημόνευση. Την κατέγραψε, λίγο πριν την κοίμησή του, σαν απάντηση σε εκείνους που τον ρωτούσαν για ποίο λόγο μνημόνευε καθημερινά τόσα ονόματα.
Το 1843, έγραφε, μου έδωσαν αρκετά ονόματα, για να κάνω σαρανταλείτουργο. Τη μέρα που θα τελούσα την τελευταία λειτουργία, περιμένοντας το γέροντά μου να πάρω καιρό, αποκοιμήθηκα ακουμπώντας στο αναλόγιο και είδα το έξης αποκαλυπτικό όνειρο :
«Ήμουν φορεμένος την ιερατική στολή και στεκόμουν μπροστά στην αγία τράπεζα, πάνω στην οποία βρισκόταν ο άγιος δίσκος της λειτουργίας, γεμάτος με το Αίμα του Χριστού. Βλέπω τότε άγγελο Κυρίου με μορφή ιερέως να παίρνει το χαρτί με τα ονόματα από την προσκομιδή και να πλησιάζει στην αγία τράπεζα. Εκεί, αφού έβαλε το χαρτί κοντά στον άγιο δίσκο, βουτάει τη λαβίδα στο Αίμα του Χριστού και σβήνει ένα όνομα, και πάλι βουτάει και σβήνει, μέχρι πού τελείωσαν όλα τα ονόματα και καθάρισε το χαρτί.
Μετά τη θεία λειτουργία ανέφερα το όνειρο στο γέροντα μου κι εκείνος μου είπε :
Εσύ δεν είσαι άξιος για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες εκείνων, που μνημόνευσες. Με την πίστη έλαβαν την άφεση των αμαρτιών τους. Αυτό το όνειρο είναι η αιτία πού μνημονεύω τα, ονόματα όλων».
ΠΗΓΗ : ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ,
εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΟΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ, σ. 27 κ.ε.
inpantanassis.blogspot.gr

Μεταξύ ουρανού και γης…..


Μνημονεύοντας ψυχές
Πριν από πολλά χρόνια, βρέθηκα στο Άγιον Όρος παρακολουθώντας μια αξέχαστη Θεία Λειτουργία σε ένα ταπεινό κελλάκι, με λειτουργό, ευλαβή Ιερομόναχο, αγιασμένη ψυχή που πλέον αυλίζεται εις τόπους, ένθα των δικαίων τα πνεύματα αναπαύονται…
Νέος παπάς ο γράφων, άγευστος ακόμα της μεταμορφωτικής εμπειρίας του πολιού και σεβασμίου λειτουργού, που κρυμμένος σχεδόν μέσα στο μισοσκόταδο, στέκονταν ευθυτενής παρά το βάρος του χρόνου που αγόγγυστα στους ώμους του κουβαλούσε και τον έβλεπα να μνημονεύει ψυχές, με ένα χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη του που έτρεμαν προφέροντας σχεδόν μυστικά τα ονόματα των ανθρώπων… Το μοναδικό κερί που είχε κοντά του, του προσέφερε μια οριακή ματιά σε αυτό που μπορούσε ο καθένας μας να δει όσο το φως του κεριού που τρεμόπαιζε, πολεμούσε να αποδιώξει το μεταμεσονύκτιο σκοτάδι.
Εκείνος, κυπαρίσσι που ο αγέρας της ζωής δεν κατάφερε ρίξει στην γη, έστεκε κοιτώντας το δισκάριο και μνημόνευε για ώρες, διακόπτοντας μόνο όπου η ακολουθία επέβαλλε την διακοπή για τις εκφωνήσεις. Τον κοίταζα με προσοχή, να διαβάζει ατέλειωτα ονόματα και κάπου, κάπου έβλεπα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του. Πλησίασα αθόρυβα κοντά του, από την μια να καταστώ κοινωνός αυτής της δωρεάς του Θεού, μνημονεύοντας ονόματα δικά μου και από την άλλη να παρακολουθήσω αυτό που εκείνος , την στιγμή αυτή ζούσε. Με κοίταξε σε κάποια στιγμή και μου είπε: Παπά -Θωμά, καλύτερα να θυμάσαι πιο πολύ τους κεκοιμημένους παρά τους ζωντανούς….
Δεν πολυκατάλαβα το νόημα του λόγου του, συνέχισα να μνημονεύω, χωρίς να μπορώ να αντιληφθώ τι ζούσε εκείνος! Σε κάποια στιγμή, η μνημόνευση ολοκληρώθηκε, έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Πήγα, δειλά- δειλά κοντά του, με την αναζήτηση του αρχαρίου που αποζητά να μάθει και τον ρώτησα: Γιατί γέροντα περισσότερο τους κεκοιμημένους; Την ώρα εκείνη δεν μου απάντησε. Και αυτό, ήταν μια επιβεβαίωση της δικής μου απειρίας, να τον ρωτήσω, πράγματα που βλέποντας τα, δεν μπορείς να τα καταλάβεις. Ωστόσο, τελειώνοντας η Θεία Λειτουργία, ο σεβάσμιος Γέροντας, με πλησίασε και μου είπε:» Όταν πρωτόρθα, στ’ Αγιονόρος , πριν από πολλά χρόνια, μικρότερος από σένα στην ηλικία, είχα την ευλογία να έρθω κοντά στον μακαριστό Πνευματικό Παπά- Τύχωνα. Έτυχε, κάποια στιγμή, ένας από τους πατέρες ενός διπλανού κελλίου να κοιμηθεί αιφνιδίως. Ο παπά- Τύχωνας, θέλησε να τον σαρανταλειτουργήσει. Κάθε μέρα, τελούσε την Θεία Λειτουργία μνημονεύοντας ονόματα, χιλιάδες ονόματα, ιδιαίτερα όσων δεν είχαν πλέον κανέναν να τους θυμάται, αλλά πρώτα του αδελφού που πέρασε την πύλη του Ουρανού.
Τελειώνοντας το σαρανταλείτουργο, στην τελευταία λειτουργία, το είδα αυτό που σου λέω, λίγο πριν βάλει το » δι ευχών» στάθηκε κοιτώντας την προσκομιδή. Η περιέργεια με οδήγησε να κοιτάξω και γω με τρόπο, να δω τι κοιτούσε. Και είδα ξεκάθαρα τον κοιμηθέντα να στέκει γονατιστός μπροστά στον Παπά- Τύχωνα, να βάζει μετάνοια ,σαν να του λέει ευχαριστώ και ξάφνου να χάνεται από μπροστά του… Το είδα παιδί μου, και αυτό δεν έφυγε ποτέ από την μνήμη μου. Κάθε φορά που στέκω μπρος στην προσκομιδή, θυμάμαι τον Γέροντα και την ψυχή που ήρθε να τον ευχαριστήσει…
Πέρασαν χρόνια από τότε. Και στην σειρά των παλαιών που ολοκλήρωσαν την αποστολή τους στο Άγιο Βήμα, μπήκαμε οι νεότεροι…
Και όταν στέκω μπρος στην προσκομιδή, θυμάμαι τον ευλαβή λειτουργό του Θεού, θυμάμαι την απέριττη Θεία Λειτουργία, στο Αγιορείτικο Κελί και ευχαριστώ τον Θεό γιατί μέσα στις πολλές δωρεές, έδωσε και τούτη τη Χάρη.
Να στέκεις μεταξύ ουρανού και γης και να ενώνεις δυο κόσμους, των φθαρτών και των αιωνίων….
π. Θωμάς Ανδρέου
Πηγή: nefthalim.blogspot.gr

Ως ευχή, γι’αυτούς που μείνανε πίσω, γι’αυτόν που έφυγε…


Ως ευχή, γι'αυτούς που μείνανε πίσω, γι'αυτόν που έφυγε...
Είναι κάποιες περιπτώσεις, όπου καθώς συναντάς τους οικείους ενός κεκοιμημένου δεν σου βγαίνει να πεις «συλλυπητήρια».
Έχεις δει το μαρτύριο, τον πόνο που πέρασε, την μετάνοια που έζησε, την νήψη που γέννησε η ασθένεια, την υγεία του πνεύματος που εκπόρευσε ο καρκίνος του σώματος.
Γι’αυτό, καθώς βλέπεις τα πρόσωπα εκείνων που μείνανε πίσω θρηνώντας για τον ηγαπημένο τους, ένα πράγμα μπορείς να πεις, μία φράση σου έρχεται στα χείλη· ως ευχή γι’ αυτούς που μείνανε πίσω, για εκείνον που έφυγε πρόωρα… «καλό Παράδεισο».
Πηγή: Imverias.Blogspot.Gr

Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη Οσίου Παϊσίου


«Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση». Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει. Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη. Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα, Όπως, όταν πάη κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο, οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο, ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων, έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα με τον θάνατο…
Αν πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν: «Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε». Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση.
Τι λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[51]. Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα; Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια. Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε. Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι’ αυτόν.
Η μετά θάνατον ζωή – Οι υπόδικοι νεκροί
– Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;
– Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιοκ», δηλαδή δεν ωφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ’ αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.
– Γέροντα, πως είναι τώρα οι κολασμένοι;
– Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα Κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.
– Και οι Άγιοι και ο ληστής;
– Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, αλλά δεν έχουν λάβει την τελική καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», παρατείνει – παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.
Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους
– Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;
– Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τι να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του;
Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ’ αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».

Η χρήση λογικής και νοεράς ενέργειας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά



Επεξεργασμένο κείμενο από την Στρογγυλή Τράπεζα του Β Διεθνοῦς Επ.Συνεδρίου 
«Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν»
Λεμεσός 5-7 Νοεμβρίου 1999

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς στην δεύτερη ομιλία του για τα Εισόδια, όπου παρουσιάζει το πρόσωπο της Θεοτόκου ως πρότυπο ησυχαστικής ζωής, ομιλεί αναλυτικά περί των πέντε δυνάμεων της ψυχής· αίσθησης, φαντασίας, δόξας, διάνοιας, νου [1].

Εκεί ο μεγάλος αυτός ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής διευκρινίζει ότι διάνοια είναι η λογική δύναμη που ολοκληρώνει με διάφορους διεξοδικούς συλλογισμούς την δόξα δηλαδή την γνώμη [2], και έχει ως έδρα της τον εγκέφαλο [3]. Ο νους είναι αυτοτελής ουσία που έχει ως κύρια ενέργειά του, την νοερά· όταν όμως εκπίπτει από αυτή την κίνηση, περιορίζεται στην διανοητική και μόνο ζωή [4].

Ο άνθρωπος έχει δύο ψυχικούς οφθαλμούς [5]. Ο πρώτος είναι η διάνοια που έχει ως επιστητό της την κτιστή γνώση. Όμως με την διάνοιά του ο άνθρωπος μπορεί να μελετά και το Άκτιστο, να ενασχολείται, κάτω από προϋποθέσεις, με διάφορες πνευματικές “θεωρίες”[6]. Η διάνοια δεν αποτελεί τον κύριο οφθαλμό της ψυχής, γιατί δεν μπορεί να γνωρίσει εμπειρικά τους επουράνιους θησαυρούς· αυτή «τα αισθητά και τα νοερά επίσης διανοητά δι’ εαυτής ποιεί»[7].

Ο δεύτερος ψυχικός οφθαλμός είναι ο νους, δηλαδή η νοερά ενέργεια μέσα στην καρδιά του ανθρώπου με την οποία επιτυγχάνεται η θεία εποψία και η εμπειρική γνώση του Θεού δια των ακτίστων θεοποιών ενεργειών του Θεού[8]....

Η άσκηση των αρετών έχει ως σκοπό την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό δια της ακτίστου Χάριτός Του. Με τις αρετές μπορούμε να οδηγηθούμε στην προς τον Θεόν ομοίωση· δίχως όμως την επίτευξη της αισθητής, οντολογικής[9] κατά Χάριν ενώσεως δεν πετυχαίνουμε, δεν “πάσχομεν” την θέωση[10].

Μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων διαταράχθηκαν και διασπάσθησαν οι ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου[11]. Οι δυνάμεις αυτές, και ιδιαίτερα η νοερά, πρέπει τώρα με την Χάρη του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου να αποκατασταθούν και να ενοποιηθούν μέσα στον χώρο της καρδίας, που αποτελεί το πνευματικό κέντρο του ανθρωπίνου προσώπου, τον θρόνο της Θείας Χάριτος[12]. Με τον τρόπο αυτόν ξαναβρίσκει ο άνθρωπος «το αρχαίο εκείνο κάλλος»[13] και θεραπεύεται το ανθρώπινο πρόσωπο[14].

Κατά τον Παλαμά ο νους του ανθρώπου έχει ουσία και ενέργεια όπως και ο Θεός[15]. Η ουσία του νου, που εδρεύει στην καρδιά[16], στο «πρώτον σαρκικόν λογιστικόν όργανον»[17], είναι αμετάβατη «μηδέποτε εαυτήν απολείπουσα»[18]. Η ενέργεια όμως του νου μεταβαίνει[19] και διαχέεται έξω δια των αισθήσεων και των λογισμών. Την ενέργεια αυτή προσπαθεί να επαναφέρει στην ουσία ο ασκητής με την νοερά προσευχή, ώστε ο νους να επιστρέψει στον εαυτό του και κατόπιν να ενωθεί με τον Θεό[20].

Μπορεί σε κάποιον να λειτουργεί αυτή η νοερά ενέργεια, αλλά επειδή δεν γνωρίζει την Πατερική διδασκαλία, να μην έχει συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει ακριβώς στον χώρο της καρδίας του· έχει όμως σίγουρα την αίσθηση καρδιακών θείων βιωμάτων.

 
Η ένωση του κτιστού ανθρώπου με τον άκτιστο Θεό διαμέσου της νοεράς ενέργειας στην καρδιά του ανθρώπου δεν μπορεί να γίνει χωρίς την Χάρη του Θεού. Ούτε την ύπαρξη της νοεράς ενέργειας μπορεί να αντιληφθεί ο άνθρωπος χωρίς την ενέργεια της θείας Χάριτος[21].

Μπορούμε να πούμε ότι η νοερά ενέργεια αποτελεί τον δείκτη ευρέσεως της Χάριτος του Θεού[22]. 

Αυτός που μετέχει, κοινωνεί με την άκτιστη θεοποιό ενέργεια, γνωρίζει εμπειρικά την νοερά ενέργεια της ψυχής του μέσα στην καρδιά του κατά την προσευχή[23].

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η λογική ενέργεια του ανθρώπου, όταν θεωρείται ως αυθεντία στην έρευνά της για το Άκτιστο, μπορεί να δημιουργήσει πλάνη, που σχετίζεται με τρεις κατηγορίες ανθρώπων και έχει αντίκτυπο στην πνευματική τους ζωή.

Κατά το πρώτο είδος πλάνης η λογική εκτοπίζει την πίστη. Ο άνθρωπος δεχόμενος ως μοναδική πραγματικότητα ο,τι του υπαγορεύει η λογική διαμέσου των φυσικών νόμων και ο,τι βιώνει ο ίδιος από την κατ’ αίσθησιν ζωή δεν μπορεί να δεχθεί τον σπόρο της πίστεως στην καρδιά του. Δεν μπορεί να καταλάβει ότι υπάρχει γνώση και πραγματικότητα, η οποία είναι υπέρ λόγον, υπέρ αίσθησιν, υπέρ φύσιν. Γιατί όπως λέει ο Παλαμάς μόνον η πίστη μπορεί να πλησιάσει και να γίνει δεκτική της υπέρ λόγον αλήθειας[24]. 

Η πλάνη που δημιουργεί η λογική και κατατάσσεται στην δεύτερη κατηγορία σχετίζεται με αυτούς που πιστεύουν στον Θεό, αλλά λανθασμένα. Αυτοί μπορεί να είναι η ετερόδοξοι χριστιανοί η οποιοιδήποτε άλλοι θρησκεύοντες. 

Η θεολογία που έχει δημιουργηθεί από τους ετεροδόξους χριστιανούς είναι νοησιαρχική, μη εμπειρική, δεν αποτελεί καρπό της Αποκαλύψεως του Θεού.

Ο θεός στον οποίο ανάγεται ο κτιστός άνθρωπος με την λογική του κινείται πάντοτε στα όρια της κτιστότητας και είναι θεός που τον κατασκευάζει ο ίδιος όπως τον θέλει[25]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύοντας την αιτία των τόσο πολλών παρερμηνειών και αιρετικών δοξασιών του σχολαστικού[26] Βαρλαάμ λέει ότι με την λογική και την φυσική φιλοσοφία προσπαθούσε να ερευνήσει τα υπέρ λόγον και υπέρ φύσιν[27]. 

Στην Δύση από την εποχή του ιερού Αυγουστίνου[28] μέχρι και σήμερα κυριαρχεί αυτός ο πειρασμός της λογικής στην θεολογία[29] και είναι υπεύθυνος για την εκκοσμίκευση της Δυτικής Εκκλησίας[30]. Η λογικοκρατία, ο ορθολογισμός είναι η αιτία δημιουργίας των παντοειδών αιρέσεων. 

Παράλληλα τα θρησκευτικοφιλοσοφικά συστήματα Ασιατικής προελεύσεως εκφράζοντας την πίστη τους σε ένα απρόσωπο θεό προσφέρουν στους οπαδούς τους, διαμέσου της ασκητικής τους, την εύρεση της ύψιστης διανοητικής καταστάσεως, που πολλοί την ονομάζουν νοητική στάση η κατάσταση και που οδηγεί τον άνθρωπο στην αυτοπραγμάτωση, στην αυτοθέωση. 

Οι πνευματικές εμπειρίες που προσφέρουν αυτές οι ομάδες και δελεάζουν όσους δεν έχουν βιώσει την Θεία Χάρη μέσα στην Εκκλησία του Χριστού στηρίζονται σε ψυχοτεχνικές μεθόδους και στην μεγαλύτερη αξιοποίηση της διανοίας, που θα τους οδηγήσει σε αυτές τις θείες δήθεν εμπειρίες και οπτασίες. Η καρδιά αυτών παραμένει εμπαθής, και βέβαια δεν μπορεί να ανοίξει για να γίνει η είσοδος της νοεράς ενέργειας και της Χάριτος του Θεού[31]. 

Το τρίτο είδος πλάνης της λογικής σχετίζεται με τους κατ’ όνομα Ορθοδόξους και είναι πιο δυσδιάκριτη. Γίνεται σε αυτούς που έχουν πιστέψει στην ύπαρξη του υπερφυσικού, ακτίστου, στην πραγματικότητα την υπέρ λόγον, αλλά εξαιτίας του υπερτροφικού λογικού τους και των παθών που κατοικούν “εν τόπω αγίω”[32], στην καρδιά τους, δεν έχουν επιτύχει ουσιαστική ένωση με αυτό το υπερφυσικό και άκτιστο που είναι ο Θεός.

Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν αυτοί που έχουν μία διανοητική σχέση με τον Θεό επαναπαυόμενοι ότι γνωρίζουν τον Θεό. Είναι αυτοί που μπορεί να έχουν εξωτερικά μια ηθική ζωή, αλλά ουσιαστικά δεν γνωρίζουν τι σημαίνει καθαρότητα καρδίας, ούτε έχουν γνωρίσει τον εαυτό τους και δυσπιστούν στις θαυματοποιΐες των Αγίων. Η είσοδος της νοεράς ενέργειας στην καρδιά συντείνει στην ενοποίηση των δυνάμεων της ψυχής και φανερώνει την καθαρότητα του νου[33] τονίζει ο Παλαμάς. Τότε ο άνθρωπος καθίσταται ικανός να δεχθεί τα θεία χαρίσματα, την διόραση, την προόραση[34]. 

Μπορεί κάποιοι να ομιλούν, να γράφουν περί Θεού, να θεολογούν, αλλά να μη γνωρίζουν εμπειρικά, βιωματικά Αυτόν[35].

Η αληθινή και απλανής θεολογία απορρέει από την μέθεξη των ακτίστων θεοποιών ενεργειών, από την υπερφυσική αυτή ένωση «παρ’ ης μόνης εγγίνεται και το θεολογείν ασφαλώς»[36]. 

Αν η θεολογία παραμένει στο επίπεδο της διανοήσεως και δεν είναι απόρροια της θεοπτίας, τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ότι μέγα χάσμα τις διαχωρίζει. Είναι σαν να ομιλείς για κάτι που δεν έχεις δει, δεν έχεις αποκτήσει[37]. Ο χαρισματούχος θεολόγος έχει ανεπτυγμένη στο έπακρο και την νοερά και την λογική του ενέργεια. 

Αξίζει να επαινεθούν σύγχρονοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι που επισημαίνουν ότι “το κλειδί” για την κατανόηση των δογμάτων, η οδός της αυθεντικής θεολογήσεως, είναιη βίωση της Χάριτος, η εμπειρία που θα αποκτηθεί δια της ορθοδόξου ασκήσεως, της επιδιώξεως και επιμελείας της καθαρότητας της καρδίας[38].

Κεντρικό και ουσιαστικό σημείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είναι ότι η θέωση του ανθρώπου δεν αποτελεί ένα ηθικό γεγονός στηριζόμενο στην λογική του ανθρώπου, αλλά οντολογικό, εμπειρικό γεγονός που αφορά όλη την ύπαρξη του ανθρώπου. Πρόκειται για προσωπική μέθεξη των ακτίστων ενεργειών του προσωπικού Θεού. 

Ο άνθρωπος μόνο τότε θα κάνει καλή χρήση της λογικότητας που του έδωσε ο Θεός, αν διαμέσου της ασκητικής παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανακαλύψει την νοερά ενέργεια στην καρδιά του. Τότε ο άνθρωπος, που είναι “εν δυνάμει” πρόσωπο αρχίζει να γίνεται “εν ενεργεία” πρόσωπο, όταν φανερωθεί και μεταμορφωθεί «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος»[39] δια της Χάριτος του Θεού. Όταν το «ειδεχθές προσωπείον»[40] πέσει και στην θέση του αποκαλυφθεί το Χριστοειδές πρόσωπο. 

Μόνο ο άνθρωπος που κατέστη πρόσωπο δια της Χάριτος του Θεού μπορεί να κάνει καλή χρήση της λογικότητας[41], γιατί τότε ο άνθρωπος βρισκόμενος στο στάδιο του φωτισμού έχει ελευθερωθεί από τα δεσμά των παθών και δεν αφήνει να προπορεύεται η λογική του στην εν Θεώ εμπειρία του. 

Σε αυτήν την εμπειρική σχέση με το Θεό η νοερά ενέργεια του ανθρώπου, ο νους ως το μοναδικό όργανο της θείας εποψίας, ενώνεται με την άκτιστη θεοποιό ενέργεια, κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Στο νου θα αποκαλυφθεί ο Θεός, η λογική ως ενέργεια θα είναι εκείνη που θα διατυπώσει και θα εκφράσει τις εμπειρίες του νου. 

Ο σύγχρονος άνθρωπος εγκλωβισμένος στην λογικοκρατία, την τεχνοκρατία και τον ανθρωπιστικό ρεαλισμό που χαρακτηρίζει την εποχή μας αδικεί τον εαυτό του. Εγκαταλείπει τον χώρο της ελευθερίας του πνεύματος στο επίπεδο της εγκοσμιότητος. Ο Παλαμάς προβάλλει στον σύγχρονο άνθρωπο την αλήθεια και ζωή που διανοίγει το ανθρώπινο πρόσωπο στην απειρότητα. Έτσι η επίγεια ζωή γίνεται προπαρασκευή για την αιωνιότητα και ο άνθρωπος ενσυνείδητα και ελεύθερα με την Χάρη του Θεού μεταμορφώνεται σε αιώνιο πρόσωπο κατ’ εικόνα του Θεού. 

Σωστή αντιμετώπιση των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, ιδιαίτερα της γενετικής και της πληροφορικής, όπως άλλωστε και ενώπιον μιας οικολογικής καταστροφής μπορεί να γίνει μόνο από επιστήμονες και πολιτικούς φορείς που έχουν εξίσου ανεπτυγμένη μαζί με την λογική τους και την νοερά ενέργεια, την άμεση εμπειρία, κοινωνία με τον Θεό. 

Διαφορετικά μόνη η λογική και η οποιαδήποτε νοησιαρχική ηθική παραμένουν ανίσχυρες μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις είτε των συγχρόνων επιστημονικών επιτεύξεων είτε του ακόρεστου καταναλωτισμού. 

Ο άνθρωπος, «κεκοπιακώς και πεφορτισμένος»[42] από την αμαρτία, το άγχος του υλιστικού και ευδαιμονιστικού τρόπου ζωής, ζητά (με τρόπο άμεσο η έμμεσο) να δει, ώστε να ζήσει και ο ίδιος εκείνο το βίωμα που θα αναπαύσει την βεβαρημένη συνείδηση και θα γεμίσει το κάθε είδους υπαρξιακό κενό του. 

Εμείς προβάλλουμε το σύμφωνο με την Πατερική Παράδοση βίωμα. 

Η επιστροφή στους Πατέρες, το “σύνθημα” που άρχισε να κυριαρχεί ξανά μέσα στην συνείδηση της Εκκλησίας πριν λίγα χρόνια, δεν σημαίνει την επιδίωξη εμπλουτισμού γνώσεων από την Πατερική γραμματεία, που γίνεται δια της λογικής...

Αλλά την εφαρμογή του Πατερικού βιώματος, που φανερώνεται με την ανακάλυψη της νοεράς ενέργειας στην καρδιά του ανθρώπου δια της Χάριτος του Θεού. 

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο μύστης και κήρυξ της Χάριτος[43], αναφέροντας τα συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης υπάρξεως γράφει: «Ο πνευματικός άνθρωπος εκ τριών υφέστηκε· χάριτος Πνεύματος επουρανίου, ψυχής λογικής[44] και γηΐνου σώματος»[45]. 

Άρα ο πνευματικός άνθρωπος, αν πρέπει να γνωρίζει με λεπτομέρεια το σώμα του, οφείλει να γνωρίζει τα περί της άκτιστης θεοποιού Χάριτος και περί των δυνάμεων της ψυχής του...

Και ιδιαίτερα πως θα ανακαλύψει την νοερά ενέργεια, που τον καθιστά κοινωνό με την θεοποιό ενέργεια της Αγίας Τριάδας και όπως λέει ο Παλαμάς, άναρχο και αΐδιο αλλά και καινή κτίση, νέο άνθρωπο[46], κατά Χάριν θεό[47]. 

(Επεξεργασμένο κείμενο από την Στρογγυλή Τράπεζα του Β Διεθνοῦς Επιστημονικού Συνεδρίου «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν», Λεμεσός 5-7 Νοεμβρίου 1999) 

Καθηγούμενος Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Γέροντας Εφραίμ 
Σημειώσεις 

[1] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΚΒ , εκδ. Σοφοκλέους του εξ Οικονόμων, Αθήνησι 1861, Ομιλία 53, από την 35 παράγραφο, σ. 172 κ. ε. Περί της διακρίσεως των όρων νους, διάνοια, καρδιά, ψυχή βλ. Μητροπ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Α ἔκδ. 1986, σ. 91-228, όπου στις σ. 111-117 επισημαίνεται ότι οι Πατέρες πολλές φορές εναλλάσσουν τους όρους χαρακτηρίζοντας τον νου, άλλοτε ως διάνοια η νοερά ενέργεια της ψυχής, άλλοτε ως ουσία της ψυχής. Στην Δυτική θεολογία ο νους εκλαμβάνεται πάντοτε ως διάνοια και λογική. Για τους θεολόγους της Δύσεως είναι “ανύπαρκτη” η νοερά ενέργεια. Ενδεικτικά σημειώνουμε: «Νους λέγεται και η του νου ενέργεια εν λογισμοίς συνισταμένη και νοήμασι. Νους εστι και η ενεργούσα ταύτα δύναμις, ήτις και καρδία καλείται παρά της Γραφής». Τρία κεφάλαια περί προσευχής και καθαρότητος καρδίας 3, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Ε , 1992, σ. 159 (στο εξής Συγγράμματα). «Όταν δε απαιτώμεθα ειπείν τι νους και τι διάνοια, τον μεν νουν ουσίαν λέγομεν, την δε διάνοιαν ουσιώδη ενέργειαν… αλλ’ ουκ έστι ποτέ χωρίς νου η διάνοια». Επίτομος διήγησις Φακρασή Πρωτοστράτορος 26, Συγγράμματα, τομ. Δ , 1988, σ. 229. Και αγίου Ισαάκ Σύρου, Λόγος 83, εκδ. Σπετσιέρη, σ. 320 «Ο μεν γαρ νους μία εστί των της ψυχής αισθήσεων· η δε καρδία εστίν η περιέχουσα και κρατούσα τας ένδον αισθήσεις. Και αύτη εστίν η ρίζα». 


[2] «Διάνοια δε λογική μεν εστιν αεί, διεξοδικώς δε πρόεισιν εις την μετά λόγου δόξαν αποτελευτώσα». Ομιλία 53, 36, Οικονόμου, σ. 174. 


[3] «Πάσαι δ’ αύται δι’ οργάνου πρώτου συνειστήκασι και ενεργούσι του ψυχικού εν εγκεφάλω πνεύματος». Ο.π. 


[4] «Νου δε όργανον ουδέν εστιν, αλλ’ αυτοτελής εστιν ουσία και καθ’ εαυτήν ούσα ενεργητική, ει και προς την κατά διάνοιαν ψυχικήν τε και ανελιγμένην ζωήν υποκαταβιβάζει εαυτόν». Ο.π. Για την διευκρίνηση των ενεργειών της ψυχής σε μια σύγχρονη ορολογία και διατύπωση βλ. Χρυσοστόμου Μοναχού Διονυσιάτου, Θεός Λόγος και ανθρώπινος λόγος, Άγιον Όρος 1998. Το παρακάτω θα μπορούσε να ήταν ερμηνεία του ως άνω χωρίου του Παλαμά: «Όταν η ενέργεια του νοός εγκλωβίζεται στην αίσθηση η τον λόγο, η διανόηση (λογική ενέργεια) λειτουργεί ως υποκατάστατο της νοήσεως (νοεράς ενέργειας). Η διάνοια υπολείπεται από τον νου σε δυνατότητες, διότι πάντοτε ενεργεί δια-λογιζόμενη, ποτέ ενορατικά», σ. 47. 


[5] Πρβλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,3,15, Συγγράμματα, τομ. Α , σ.551. 


[6] Πολυσήμαντη είναι η λέξη “θεωρία”, η “άληκτος γνώσις” στην Πατερική ορολογία. Άλλοτε σημαίνει την φυσική θεωρία, την φυσική αποκάλυψη του Θεού (όχι βέβαια την analogia entis της δυτικής θεολογίας) που γίνεται μέσω των λόγων των όντων με την λογική και είναι ο καταφατικός τρόπος, μία ευθεία κίνηση της ανθρώπινης διάνοιας διαμέσου της κτίσεως προς τον Θεό. Άλλοτε σημαίνει την θέα του Θεού, είτε «δι’ εσόπτρου και εν αινίγματι» στο στάδιο του φωτισμού, είτε «πρόσωπον προς πρόσωπον» στην θέωση και είναι ο αποφατικός τρόπος, η ελικοειδής η κυκλική κίνηση του νου προς τον Θεό. Η θεωρία γίνεται “αυτοκίνητη” η “κατ’ επιβολήν”, όταν ο άνθρωπος από μόνος του δημιουργεί στην διάνοιά του διάφορες έννοιες που απορρέουν από τις γνώσεις περί των ευεργεσιών του Θεού, θανάτου και κρίσεως, των αισθητών και νοητών όντων, ενσάρκου οικονομίας του Θεού και των λοιπών περί Θεού δογμάτων, αρχικά χωρίς την συμμετοχή της Χάριτος, και “ετεροκίνητη” η “κατά παραδοχήν”, όταν δια της Χάριτος που ενεργεί στην καρδιά αρπάζεται η διάνοια σε θεωρία χωρίς την θέληση του ανθρώπου. Για την διάκριση των δύο αυτών θεωριών και την υπεροχή της δευτέρας βλ. στο έργο των αγίων Καλλίστου και Ιγνατίου Ξανθοπούλων, «Μέθοδος και κανών ακριβής», Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, εκδ. Αστήρ 1961, τομ. Δ , κεφ. 68, σ. 262. 


[7] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,34, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 445. 


[8] «Της ουν καθ’ εαυτόν ενεργείας γενόμενος ο νους, ήτις εστίν η προς εαυτόν στροφή και τήρησις, δι’ αυτής υπεραναβαίνων εαυτόν, και Θεώ συγγένοιτ’ αν». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,45, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 457. 


[9] Η χρήση του όρου “οντολογικός” γίνεται υπό την έννοια του “πραγματικός”, “ουσιαστικός”, “υπαρκτικός” και πρέπει να αντιδιαστέλλεται από την “οντολογία” της Δυτικής θεολογίας, όπου συνήθως εννοείται η αναλογία των όντων (analogia entis), δια της οποίας ο άνθρωπος μπορεί από την μελέτη των όντων να αναχθεί στα δήθεν αρχέτυπά τους που βρίσκονται μέσα στην ουσία του Θεού· προφανής επίδραση της μεταφυσικής του Νεοπλατωνισμού στην Δυτική θεολογία. Κάλλιστα μπορούμε να ομιλούμε για οντολογία αναφερόμενοι στις σχέσεις, στους λόγους των κτιστών όντων (πρβλ. την οντολογία του αγίου Μαξίμου Ομολογητού), αλλά είναι ριψοκίνδυνο, όταν μιλούμε για οντολογικές σχέσεις με την Αγία Τριάδα. Κανένας Πατέρας δεν το έχει τολμήσει, αφού για τους Πατέρες ο Θεός δεν θεωρείται τόσο “ον”, “ύπαρξη”, αλλά κυρίως ως “μη Ον”, και συνεπώς δεν υπόκειται σε γνωστές, διανοητικές, επίγειες οντολογικές σχέσεις. Βλ. αγίου Ιω. Δαμασκηνού: «Οικειότερον δε μάλλον εκ της πάντων αφαιρέσεως ποιείσθαι τον λόγον· ουδέν γαρ των όντων εστίν, ου ως μη ων, αλλ’ ως υπέρ πάντα τα όντα και υπέρ αυτό το είναι ων». Έκδοσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως 1, 4, PG 94, 800BC. 


[10] «Δει μεν γαρ ημίν ομοιώσεως, ως εναρμονίως σχώμεν προς την ένωσιν εκείνην, δι’ ης η θέωσις τελείται. Χωρίς δε της ενώσεως η ομοίωσις ουκ αποχρήσει προς θέωσιν». Περί θεοποιού μεθέξεως 7, Συγγράμματα, τομ. Β , σ. 142. 


[11] Οι Ρωμαιοκαθολικοί ισχυρίζονται ότι μετά την πτώση παρέμεινε άθικτη η ανθρώπινη φύση. (Πρβλ. π. Ιω. Ρωμανίδη, Το Προπατορικόν αμάρτημα 31992, σ. 156). Δηλαδή ότι με την παράβαση έγινε ένα λάθος από την λογική του ανθρώπου και η θεραπεία της ανθρώπινης προσωπικότητας έγκειται στην διόρθωση της λογικής. Από εδώ αρχίζει όλη η λογικοκρατία της Δυτικής θεολογήσεως, ώστε να αποδεχθεί και να δογματίσει την θέση του Θωμά Ακινάτη ότι η ανθρώπινη λογική συμφωνεί με την θεία αποκάλυψη (πρβλ. Στ. Παπαδοπούλου, Ελλ. μεταφρ. θωμιστ. έργων – Φιλοθωμισταί & αντιθωμ. εν Βυζαντίω, Αθήναι 1967, σ. 126-127). Αντίθετα οι Διαμαρτυρόμενοι και Προτεστάντες θεωρώντας ότι με την πτώση διεστράφη πλήρως η ανθρώπινη προσωπικότητα, ακόμα και αυτή η προαίρεση, το αυτεξούσιο, οδηγούνται στον απόλυτο προορισμό (Καλβίνος, Λούθηρος). 


[12] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,3, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 396. 


[13]«Προύργου δε αυτοίς η του νου προς εαυτόν επιστροφή και σύννευσις, μάλλον δε πασών των της ψυχής δυνάμεων, ει και θαυμαστόν ειπείν, προς τον νουν επιστροφή και η κατ’ αυτόν τε και Θεόν ενέργεια, δι’ ης επεσκευασμένοι προς το πρωτότυπον ευ διατίθενται, το αρχαίο εκείνο και αμήχανον κάλλος, επανθούσης της Χάριτος». Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7,40, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 492. 


[14]«Η κλήσις του Κυρίου απευθύνεται πρωτίστως εις την καρδίαν, το πνευματικόν κέντρον του προσώπου… Η φλοξ της αγάπης ελκύει ολοτελώς τον νουν εις την καρδίαν και τακείς ούτος δια της φλογός ταύτης ενούται μετά της καρδίας εις εν και θεωρεί το Είναι εν τω Φωτί της Θείας Αγάπης. Ο άνθρωπος “ενοποιείται”, θεραπεύεται». Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σ. 272-273. 


[15]«Άλλο μεν ουσία νου, άλλο δε ενέργεια». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,5, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 397. 


[16]Ο ησυχαστής Κάλλιστος Αγγελικούδης (β μισὸ του 14ου αι.) στο αντιρρητικό του έργο Κατά Θωμά ορίζει την καρδιά ως «το περιεκτικόν των της ψυχής απασών δυνάμεων». Στυλ. Παπαδόπουλου, Ορθόδοξη & Σχολαστική Θεολογία, Αθήναι χ.χρ., κεφ. 381, σ. 201. Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης την ορίζει ως κέντρο φυσικό, παραφυσικό, υπερφυσικό. Bλ. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ., σ. 110-115. 


[17]Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,3, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 396. 


[18]Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2,26, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 533. 


[19] Ο.π. 


[20] Ο άγιος Γρηγόριος στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,5, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 398, χρησιμοποιεί το κλασικό χωρίο από την επιστολή του Μ. Βασιλείου, Προς Γρηγόριον Θεολόγον 2,2, PG 32, 228Α: «Νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω επάνεισι προς εαυτόν, δι’ εαυτού προς τον Θεόν». Πρβλ. και Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2,25, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 532, στ. 27-30. 


[21] «Ούτω και ο νους αν η νοεράν έχων αίσθησιν ορώη καθ’ εαυτόν ενεργεία γένοιτο μη του θείου μετασχών φωτός», Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7, 33, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 485. Επίσης βλ. στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 46, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 458 «χωρίς (το άκτιστο φως) ουδ’ αν νους η νοεράν έχων αίσθησιν ορώη τοις υπέρ εαυτόν ενούμενος καθάπερ ουδέ οφθαλμός σώματος του κατ’ αίσθησιν φωτός χωρίς». 


[22] «Η χάρις του Θεού βλέπεται νοερώς και γνωρίζεται εν αισθήσει νοός μόνον εν ώρα της προσευχής». Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, 41992, σ. 335. Βλ. και του αρχιμ. Εφραίμ, Προηγουμένου Ι. Μονής Φιλοθέου, «όπου η ενέργεια της ευχής, εκεί ο Χριστός συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, η ομοούσιος και αδιαίρετος Αγία Τριας». «Κεφάλαια περί προσευχής», στο περιοδικό Σύναξη 10 (1984), σ. 43, κεφ. β. 


[23] Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συστήνει σε αυτόν που λέγει την μονολόγιστο ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, «ο λόγος να μελετά την ευχήν αυτήν, ο δε νους να καταβιβάζη την νοεράν ενέργειάν του μέσα εις την καρδίαν και να προσέχη νοερώς με όλην την δύναμίν του». Νικοδήμου Αγιορείτου, Εξομολογητάριον, εκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ., σ. 44-45. 


[24] «Και ούτος αν μην πίστην προσαγάγη την μόνην της υπέρ λόγον αληθείας δεκτικήν», Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 2, 12, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 519. 


[25] Γ. Μαντζαρίδη, Η εμπειρική θεολογία στην οικολογία και την πολιτική, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 27-28. 


[26] Ο νοησιαρχικός Βαρλαάμ (1290-1350) επίσκ. Ιέρακος (1341-1350) και σκαπανεύς της Ιταλικής Αναγεννήσεως, αν και έγραψε κατά του Doctor Communis, Doctor Angelicus, Princeps Scolasticorum Θωμά Ακινάτη (†1274), κάλλιστα θα μπορούσε να καταταχθεί στους σχολαστικούς θεολόγους της Δύσεως, γιατί είχε τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις αυτών (περί της ανάπτυξης των Σχολών στην Δύση βλ. Η Σχολαστική διανόησις του Ε. Μουτσόπουλου, εκδ. Γρηγόρη). Έτσι η φιλοσοφίζουσα διαλεκτική θεολογία του Βαρλαάμ, μη εμπειρική και αποδεικτική, οδηγεί στον αγνωστικισμό και τελικά στην αποδοχή του Filoque, στην μη διάκριση θείας ουσίας και ενέργειας, στην θέα της θείας ουσίας, στην κτιστή Χάρη και στις τόσες άλλες αιρετικές δοξασίες των Λατίνων. Το θεολογικοφιλοσοφικό σύστημα του Βαρλαάμ αποτελεί ένα αμάλγαμα αιρέσεων (πρβλ. Έκθεσις δυσσεβημάτων, Συγγράμματα, τομ. Β , σ. 579-586). Είναι φανερό ότι ο Βαρλαάμ αποτελεί ένα γνήσιο εκφραστή και φορέα της φραγκολατινικής θεολογίας και σίγουρα όχι της ορθόδοξης βυζαντινής παραδόσεως. Περί των θέσεων αυτών βλ. π. Θεοδώρου Ζήση, Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Αθήνα 1984, σ. 31-34, επίσης στο έργο του Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, 21984, σ. 42-46 και σημ. 380. 


[27] «Πόθεν δη τω τηλικούτω βόθρω περιέπεσεν; έροιτό τις αν. Επεί λόγω και φιλοσοφία φυσική τα υπέρ λόγον τε και φύσιν εξηρεύνησεν». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 3, 3, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 680. 


[28] Ο Αυγουστίνος (354-430) επηρεασμένος από την φιλοσοφία του Νεοπλατωνισμού και μη έχοντας γνώση της Πατερικής γραμματείας έπεσε σε σφάλματα όταν ομιλούσε περί προορισμού, θείας Χάριτος, αγίας Τριάδος, για την οποία προσπαθούσε να αποδείξει με συλλογισμούς την καθ’ ύπαρξιν προέλευση των προσώπων διαμέσου της μεθόδου των ψυχολογικών αναλογιών. Συνεχίζει ο οξυνούστερος των διαλεκτικών (fides quaerens intellectum) Άνσελμος Καντερβουρίας (1033-1109) με το «πιστεύω για να κατανοήσω» (credo ut intellectum), ο Θωμάς Ακινάτης (†1274), άγιος της Λατινικής Εκκλησίας ο οποίος θέτει ως δόγμα ότι η λογική του ανθρώπου μπορεί να φθάσει στην γνώση της ουσίας του Θεού που είναι η έσχατη ευδαιμονία και φτάνουμε στην εποχή μας, όπου σύγχρονοι Δυτικοί θεολόγοι (π.χ. R. Bultmann) ομιλούν για ανάγκη απομυθεύσεως (Entmythologisierung) της Αγίας Γραφής. 


[29] Ο ορθολογισμός (rationalism) στην θεολογία, θεωρώντας την διάνοια ως αυθεντία, έχει εισέλθει δια της φιλοσοφίας, του Σχολαστικισμού, της ακαδημαϊκής μη εμπειρικής θεολογίας και στην σύγχρονη θεολογία. Βλ. για την ταύτιση του σχολαστικού=ακαδημαϊκού στα Πρακτικά Συνεδρίου αγ. Γρηγορίου Παλαμά 1984, σ. 84 την εισήγηση του Ν. Ματσούκα, «Η διπλή θεολογική μεθοδολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά», σ. 75-105, στην οποία ο καθηγητής κ. Ν. Ματσούκας έμμεσα διακρίνει μεταξύ λογικής και νοεράς ενέργειας αφού η Πατερική θεολογία έχει διπλή θεολογική μέθοδο, την χαρισματική θεολογία, κατά την οποία βιώνεται το άκτιστο (με τον νου ως όργανο της θείας εποψίας), και την επιστημονική που γίνεται με την λογική. Η δε Σχολαστική θεολογία έχει μία θεολογική μέθοδο, δια της λογικής. Αναλυτικά περί της θεολογικής μεθόδου βλ. π. Ιω. Ρωμανίδη, Δογματική και Συμβολική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τομ. Α , 1983, σ. 10-20 και σ. 65-109. 


[30] Απειλεί δε με ευλογοφανείς προτάσεις και το Τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας π.χ. κατάργηση τέμπλου, αλλαγή εκκλησιαστικής γλώσσας, συντόμευση ακολουθιών κ.λ.π. 


[31] Το άνοιγμα της καρδιάς και η είσοδος του νου (νοεράς ενέργειας) σε αυτήν γίνεται μόνο με την παρουσία της θείας Χάριτος. Οι καταστάσεις, πνευματικές εμπειρίες που περιγράφονται από τον Ανατολικό Μυστικισμό ως δόνηση καρδίας, νοητική στάση, έκσταση, ενόραση πνευματικών φώτων η είναι φυσικές, συναισθηματικές κινήσεις της καρδιάς η διανοητικές και φανταστικές η τελικά μία θέα κτιστών φώτων της ανθρώπινης διανοίας και των δαιμόνων, αλλά σε καμμία περίπτωση εμπειρία της άκτιστης θεοποιού Χάριτος. Οι δε “εμπειρίες” αυτές, δεν είναι και ακίνδυνες για την ψυχοσωματική υγεία του ανθρώπου, σε πολλές περιπτώσεις έχουν επιφέρει και τον θάνατο (βλ. π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, Προσευχή η διαλογισμός, Αθήνα 1993, σ. 197-198). 


[32] Πρβλ. Ψαλ. 23, 3. 


[33] «Όταν γαρ άπαν αισχρόν πάθος ένοικον απελαθή και ο νους … αυτός τε προς εαυτόν και τας άλλας της ψυχής δυνάμεις επιστρέψας ολοκλήρως τη γεωργία των αρετών φιλοκαλήση την ψυχήν, προϊών επί το τελεώτερον και πρακτικάς έτ’ αναβάσεις διατιθέμενος και επί πλέον, Θεού συναιρουμένου, πλύνων εαυτόν, ου τα του πονηρού μόνου αποσμήχει κόμματος, αλλ’ άπαν επίκτητον εκ μέσου ποιείται, καν της χρηστοτέρας η μοίρας και διανοίας». Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7,34, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 487. Βλ. και Προς Ξένην 58, Συγγράμματα, τομ. Ε , 1992, σ. 223. 


[34] «Εντεύθεν η κατ’ αρετήν θεοειδής και απαράμιλλος έξις και το προς κακίαν όλως ακίνητον η δυσκίνητον, αι τε θαυματοποιίαι και το διοράν τε και προοράν». Εις τον Βίον του οσίου Πέτρου του εν Άθω 20, Συγγράμματα, τομ. Ε , σ. 172 και Προς Ξένην, σ. 225 και Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7, Συγγράμματα, τομ. Γ, σ. 491. 


[35] «Ούτω καν μυριάκις περί των θείων θησαυρών διανοήση, μη πάθης δε τα θεία, μηδέ ίδης τοις νοεροίς και υπεράνω της διανοίας οφθαλμοίς, ούτε οράς, ούτε έχεις ούτε κέκτησαί τι των θείων αληθώς». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 34, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 445. 


[36] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,15, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 425. 


[37] Πρβλ. ο.π. 1,3,34, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 445 και 1, 3, 42, σ. 453. 


[38] Ενδεικτικά αναφέρουμε από τον καθαρά ακαδημαϊκό χώρο τον καθηγητή κ. Γ. Μαντζαρίδη, ο οποίος δανειζόμενος τον όρο “κατανοούσα” από την Κοινωνιολογία (Max Weber) ομιλεί για κατανοούσα ακαδημαϊκή θεολογία. «Κατ’ αυτήν ο ερευνητής όχι μόνο δεν αποκλείει από την έρευνά του την θεολογική εμπειρία, που είναι εμπειρία του ακτίστου, αλλά και προσπαθεί, όσο μπορεί, να την κατανοήσει και να την παρουσιάσει. Η κατανόηση εδώ δεν έχει βέβαια διανοητικό, αλλά βαθύτερο πνευματικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται για διανοητική προσπέλαση, αλλά για πνευματική προσέγγιση, που πραγματοποιείται με την ενέργεια του ανθρώπινου νου, όπως επισημαίνεται στην βιβλική και την πατερική ανθρωπολογία». Πιο κάτω τονίζει ότι «η άσκηση γίνεται μέθοδος της θεολογικής γνώσεως η της θεολογικής επιστήμης. Και η μεθοδολογία της θεολογικής επιστήμης συμπίπτει ουσιαστικά με την μεθοδολογία της ασκητικής τελειώσεως… Η καθαρότητα δηλ. της καρδιάς αποτελεί την προϋπόθεση της θεοπτίας, που είναι η πηγή της εμπειρικής θεολογίας». Γεωργίου Μαντζαρίδη, Πρόσωπο και θεσμοί, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 64 και σ. 73. Πρβλ. και το χωρίο του αγίου Ιω. Κλίμακος: «τέλος αγνείας, θεολογίας υπόθεσις» Λόγος 30, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1978, σ. 376. 


[39] Α Πέτρ. 3, 4. 


[40] «Όταν ανακύψη και κατοπτεύση τον εντός άνθρωπον, τέως μεν ενιδών το προσγενόμενον ειδεχθές προσωπείον…». Εις τον Βίον του οσίου Πέτρου του εν Άθω 18, Συγγράμματα, τομ. Ε , σ. 171. 


[41] «Μία φιλοσοφία που θέλει να εξηγήση τα πάντα με βάση την λογικότητα της ύπαρξης, δεν μπορεί να βρη λογικότητα σ’ αυτή την ύπαρξη έξω από το πρόσωπο που την παράγει, την μεταδίδει και την συλλαμβάνει. Κάποτε, οι άνθρωποι είχαν εξαπατηθή από μία τέτοια φιλοσοφική η επιστημονική “λογική” εξήγηση της ύπαρξης». π. Δημ. Στανιλοάε, Αγίου Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα, στην σειρά, Επί τας πηγάς, Αθήνα 1978, σ. 33. 


[42] Πρβλ. Ματθ. 11, 28. 


[43] Πρβλ. Απολυτίκιο του Αγίου. Ο Παλαμάς στα αντιρρητικά έργα του πολύ συχνά αναφέρει ότι «απολογείται περί Χάριτος». 


[44] Όταν σε αυτό το χωρίο ο Παλαμάς λέει την ψυχή μόνο λογική, δεν σημαίνει ότι η ψυχή δεν είναι και νοερά. Ακολουθώντας τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό (βλ. Εκδ. ακρ. ορθ. πίστεως, κεφ. 26, ΡG 94, 920 BC «ψυχήν δε λογικήν και νοεράν δια του οικείου εμφυσήματος δους αυτώ», 924 ΒC, «ψυχή τοίνυν εστίν ουσία ζώσα… λογική τε και νοερά»), όταν θέλει να ορίσει την ψυχήν δεν ξεχνά το “νοερά”. Βλ. ενδεικτικά στα Κεφάλαια, Συγγράμματα, τομ. Ε , «πάσα λογική και νοερά φύσις … αλλ’ η μεν εν ημίν λογική και νοερά φύσις» κεφ. 30, σ. 51. «Η λογική και νοερά ψυχή ουσίαν μεν έχει την ζωήν» κεφ. 33, σ. 52. «Η νοερά και λογική φύσις της ψυχής» κεφ. 39, σ. 56. «Μόνοι γαρ ημείς των κτισμάτων απάντων προς τω νοερώ τε και λογικώ τε και το αισθητικόν έχομεν» κεφ. 63, σ. 71. Περί του τρισυποστάτου” του ανθρώπου βλ. και το πολύ ωραίο χωρίο του αγίου Συμεών Ν. Θεολόγου από την Κατήχηση 15, Sources Chrétiennes, τομ. 109, σ. 228, «Ω του θαύματος, ότι άνθρωπος Θεώ ενούται πνευματικώς τε και σωματικώς, είπερ ου χωρίζεται του νου η ψυχή ουδέ της ψυχής το σώμα, αλλά τη ουσιώδει ενώσει γίνεται τρισυπόστατος κατά Χάριν και ο άνθρωπος εις θέσει Θεός εκ σώματος και ψυχής και ούπερ μετείληφε θείου Πνεύματος». 


[45] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,43, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 454. 


[46] «Και ο επιτυχών της θεώσεως άνθρωπος επ’ αμφοτέρων εικότως, καλείται νυν μεν άναρχος και αΐδιος και ουράνιος, ως ανωτέρω μικρόν ακηκόαμεν, δια την Χάριν την άκτιστον και αεί ούσαν εκ του αεί όντος Θεού, νυν δε καινή κτίσις και νέος άνθρωπος». Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 3,15, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 172. 


[47] Πρβλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,2,12, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 666, στ. 21.

 osiaefxi.com