Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμᾶς – Ὁμιλία εἰς τὴν Θείαν Μεταμόρφωσιν (νεοελληνικὴ ἀπόδοση).


«Ὁμιλία εἰς τὴν Θείαν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
(νεοελληνικὴ ἀπόδοση)
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προεῖπε γιὰ τὸ εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θὰ δώσει ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἡσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μέσα σὲ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἂς ἐπανεξετάσουμε λοιπὸν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἂς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιὰ νὰ ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὰ ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καὶ ὁλόκληροι νὰ καταληφθοῦμε ἀπὸ τὰ θεῖα.
«Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνεβάζει σὲ ὄρος ὑψηλὸ κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδοὺ τώρα εἶναι καιρὸς εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καὶ ἀΐδιος, ποὺ δὲν μετρεῖται μὲ διαστήματα, δὲν αὐξομειώνεται, δὲν διακόπτεται ἀπὸ νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δὲν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἢ σκιὰ ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σὲ μᾶς μὲ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς καὶ συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μᾶς ἐξήγαγε ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιὰ πάντα νὰ λάμπει πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.

Με αφορμή την εορτή του Αγ. Γρηγορίου Παλαμά

Γρηγόριος Παλαμάς, Τσακίρογλου-

Μετά την ολοκλήρωση της ημερίδας, που έγινε με θέμα την επερχόμενη σύνοδο στην Κρήτη τον ερχόμενο Ιούνιο και αφού ξεπεράσθηκε ο ενθουσιασμός και η χαρά που επέφεραν τα λόγια και οι υποσχέσεις των αξιόλογων και αξιότιμων ομιλητών της ημερίδας, οφείλω, παρόλα αυτά, προς τιμήν του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά να εξωτερικεύσω μερικές σκέψεις.
Ποιό είναι το νόημα να καταδικάσω και να μην αναγνωρίσω μία σύνοδο ως ορθόδοξη, αν αυτή αποφασίσει πράγματα ξένα για την Ορθοδοξία, όταν δεν καταδικάζω και αναγνωρίζω αυτούς, οι οποίοι μέχρι τώρα και μέχρι την σύνοδο πράττουν, διδάσκουν και σκέφτονται γυμνή τη κεφαλή αντιορθόδοξα;
Τί θα αποφασίσει η σύνοδος καινούργιο, που δεν διδάσκεται ήδη τώρα και δεν χρειάζεται καταδίκη; Τα θέματα δεν προετοιμάσθηκαν; Οι εισηγήσεις δεν έγιναν; Οι απόψεις δεν εκφράσθηκαν; Δηλαδή περιμένουμε πρώτα να πεθάνει ο ασθενής, και μετά να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα θεραπείας του; Γιατί οι πατέρες τονίζουν, ότι κάθε κακοδοξία και κάθε αίρεση είναι σαν την γάγγραινα, η οποία, αν αντιμετωπισθεί αργά, εξαπλώνεται και έτσι δύσκολα και οδυνηρά θεραπεύεται;
Δηλαδή, μέχρι να γίνει η σύνοδος, ποιά πρέπει να είναι η στάση μας; «Να απλώνουμε τραχανά»;
Ποιά συμπαράσταση προσφέρει στους αδελφούς μας Ορθοδόξους, οι οποίοι διώκονται από τους οικουμενιστές, η αναγγελία μελλοντικών -και άρα μη σίγουρων μέτρων-, όταν το παρόν δεν λαμβάνεται υπόψη; Από πού θα πάρουν θάρρος, αυτοί που έχουν απομονωθεί, λοιδωρηθεί ως φανατικοί, τρελλοί κλπ., αυτοί που διδάσκονται, ότι Ορθοδοξία σημαίνει ομολογία και συνέπεια, όταν αυτοί που τους προτρέπουν σε αυτά, μεταθέτουν τις συνέπειες εις τις επόμενες καλένδες;
Ποιοί είναι οι Άγιοι Πατέρες της εκκλησίας, οι οποίοι μας διδάσκουν ότι η καταδίκη διδασκαλιών και πράξεων που δεν είναι σύμφωνες με την Ορθοδοξία και στις οποίες δεν υπάρχει διάθεση μετάνοιας, πρέπει να μετατίθεται σε εγγύτερο μέλλον και σε ορισμένο γεγονός;
Πόσο Ορθόδοξο είναι και τί νόημα έχει, να συμπροσεύχεσαι και να μνημονεύεις αρχιερείς και ιερείς, οι οποίοι αναφέρθηκαν στην ημερίδα ονομαστικά ως κακοδοξούντες και μη ορθοτομούντες; Γιατί αν δεν κακοδοξούν και είναι ορθοτομούντες, τότε αποτελεί συκοφαντία και κάθε άλλο παρά χριστιανική συμπεριφορά αποτελεί η αναφορά των ονομάτων τους.
Ποιός θα προστατεύσει το ποίμνιο μέχρι να γίνει η σύνοδος από τους κινδύνους του οικουμενισμού και της πανθρησκείας; Μήπως θα του πούμε, να τιμούμε μεν τους αγίους για την ασυμβίβαστη, αγέρωχη, ομολογιακή στάση τους σε θέματα δογμάτων και να έχουμε το μαρτύριο τους και την μαρτυρία τους ως παράδειγμα, αλλά εμείς πρέπει να πράττουμε αλλιώς; Αδιαφορούμε για τον σκανδαλισμό, την αμφιβολία, την απογοήτευση, την ηττοπάθεια, και τον κορεσμό που πρόκειται να δημιουργηθεί;
Είναι διατεθειμένοι οι ομιλητές, είτε Επίσκοποι, είτε ηγούμενοι, είτε ιερείς είτε πανεπιστημιακοί, όποια θέση και να έχουν, ως άλλοι Ιουστίνοι, Σωτηρόπουλοι, Αρτέμιοι κλπ. να χάσουν τις θέσεις τους και τα προνομιά τους τώρα, και όχι στο απώτερο μέλλον, για την Ορθοδοξία και να απολαύσουν τα δώρα του Χριστού, που χαρίζει Αυτός απλόχερα στον καθένα που ομολογεί;
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, του οποίου και την μνήμη επιτελούμεν, Χριστόν ομολόγησε και την φυλακήν και τας αλυσίδας του Παύλου εζήλευσε και ζωήν αιώνιον εκέρδισε. Εμείς τί κάνουμε; Γιατί τον τιμούμε, αν δεν τον μιμούμαστε;
Αδαμάντιος Τσακίρογλου
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ-ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Λόγος δεύτερος ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ


Ὧν μέν οὖν ἔδει καί αὐτῷ τῷ τῶν εὐσεβούντων καταλόγῳ πρός διασάφησίν τε καί βεβαίωσιν τοῦ ὀρθοῦ φρονήματος καί δι᾿ ὧν ἐν βραχεῖ τό δυσσεβές ἅπαν τῶν ἐνισταμένων ἀναφαίνεται Λατίνων, πρότερον εἰς δύναμιν διεξελθόντες, ἅ δέ αὐτοί προτείνουσι καθ᾿ ἡμῶν τε καί τῆς εὐσεβείας, καί δι᾿ ὧν ἰσχυρίζονται μηδέν καινοτομεῖν, ἀλλά τοῖς αὐτοῦ Χριστοῦ θείοις λόγοις συνῳδά φρονεῖν καί λέγειν καί τοῖς κατά Χριστόν θεολογήσασι κατ᾿ οὐδέν ἀπᾴδοντα, ταῦτα δέ μήπω πάνθ᾿ ἑξῆς εἰς τοὐμφανές παραγαγόντες μηδέ ἀπελέγξαντες, νῦν ἴδωμεν καθ᾿ ἕκάστον ἅττα λέγουσι καί τίσι λογσιμοῖς ἤ καί γραφικοῖς ρήμασί τε καί νοήμασι χρησάμενοι, μᾶλλον δέ παραχρησάμενοι, τῆς θεολέκτου τε καί πατροπαραδότου διαπεπτώκασιν ὁμολογίας. Καί τό δεινότατον ἁπάντων, οὐδ᾿ ἐπαναλῦσαι καί ἀσφαλῶς ἐπιλαβέσθαι οὗ διαπεπτώκασιν ἐθέλουσιν, ἀλλά τοῖς πρός ἐπανόρθωσιν διδοῦσι χεῖρα, ἀληθείας λόγου δύναμιν πρός ἀλήθειαν ἀναγωγόν, οἷά τινες ὡς ἀληθῶς ἀνάγωγοι, δυσχεραίνουσί τε ἐς τά μάλιστα καί ἀντιλέγουσι.

Τό μέν οὖν διαπεσεῖν κοινόν ἐγένετο ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἄλλοτε ἄλλῃ διά τοῦ μακροῦ χρόνου λυμηναμένου χείρονος. Τό δέ διαπεσοῦσαν μηκέτ᾿ ἐπανελθεῖν μόνης τῆς τῶν Λατίων ἐγένετο, καίτοι μεγίστης τε καί κορυφαίας οὔσης καί τῶν πατριαρχικῶν θρόνων ἐξόχου περιωπῆς˙ καί ταὐτόν ταύτῃ συμβέβηκε, μεγίστη τῶν ἐκκλησιῶν οὔσῃ, τῷ μεγίστῳ τῶν ζώων ἐλέφαντι. Ὅν φασι «μηδ᾿ ὕπνον καιρόν ἐπ᾿ ἐδάφους ἀνακλίνεσθαι πρός ἄνεσιν, τοῖς δέ πλαγίοις ἄρθροις μικρόν ἐποκλάζοντα διαναπαύεσθαι˙ ἄν δέ πού τι παθών καταπέσῃ, μηκέτ᾿ ἀνίστασθαι δύνασθαι. Ἀλλά τοῖς μέν ἐλέφασι τό βάρος τοῦ σώματος αἴτιον καί ἡ πολυσαρκία δύσχρηστός τε οὖσα καί κάτω πιέζουσα, καθάπερ τις ἐπικειμένη μόλυβδος πολυτάλαντος, τοῖς δέ Λατίνοις ὁ τύφος οἶμαι τό μόνον, μικροῦ δέω λέγειν, πάθος ἀνίατον, ὅ καί τῷ μόνῳ πονηρῷ κρίμα κατά τόν ἀπόστολον ἰδιαίτατον˙ δι᾿ ὅ κἀκεῖνος εἰς αἰῶνας ἀνίατος.

Οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί



Ὁ δεκάλογος τοῦ Χριστιανικοῦ Νόμου
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν, Κύριος εἷς ἐστιν.
Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα...
Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω.
Μνήσθητι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν.
Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου...
Οὐ μοιχεύσεις.
Οὐ φονεύσεις.
Οὐ κλέψεις.
Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου.
Οὐκ ἐπιθυμήσεις... ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί


Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου

Ὁ δεκάλογος τοῦ Χριστιανικοῦ Νόμου
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

Οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί

Οὐκ ἐπιθυμήσεις... ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί

Δὲν θὰ ἐπιθυμήσεις κάτι τοῦ πλησίον σου, οὔτε κτῆμα οὔτε χρήματα οὔτε δόξα οὔτε τίποτ' ἄλλο ἀπ' ὅσα ἀνήκουν σ' αὐτὸν (πρβλ. Ἐξ. 20:17). Γιατί ἡ ἐπιθυμία, ὅταν συλληφθεῖ στὴν ψυχή, γεννάει τὴν ἁμαρτία• καὶ ἡ ἁμαρτία, ὅταν ὁλοκληρωθεῖ, γεννάει τὸ θάνατο.

Ἂν ἐσὺ δὲν ἐπιθυμεῖς τὰ ξένα, θὰ μείνεις μακριὰ ἀπὸ τὴν πλεονεξία καὶ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ξένων. Καλύτερα εἶναι, λοιπόν, νὰ δώσεις καὶ ἀπὸ τὰ δικά σου σ' ἐκεῖνον πού σου ζητάει καὶ νὰ ἐλεήσεις, ὅσο μπορεῖς, ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Ἂν κάποιος θέλει νὰ τοῦ δανείσεις κάτι, μὴν τοῦ τὸ ἀρνηθεῖς. Ἂν βρεῖς κάτι ποὺ ἔχει χαθεῖ, νὰ τὸ παραδώσεις στὸν ἰδιοκτήτη του, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἐχθρός σου. Ἔτσι, καὶ θὰ συμφιλιωθεῖς μαζί του καὶ θὰ νικήσεις τὸ κακὸ μὲ τὸ ἀγαθό, ὅπως σὲ προστάζει ὁ Χριστός.

Ἂν τηρεῖς τὰ παραπάνω μ' ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μ' αὐτὰ ζεῖς, θὰ ἀποθηκεύσεις στὴν ψυχή σου τὸ θησαυρὸ τῆς εὐσέβειας, θὰ εὐαρεστήσεις τὸ Θεό, θὰ εὐεργετηθεῖς ἀπ' Αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους Του καὶ θὰ γίνεις κληρονόμος τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν, ποὺ εἴθε νὰ τ' ἀποκτήσουμε ὅλοι, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ' Αὐτὸν πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου π. Γεώργιος Μεταλληνός,



Πρόλογος Καθηγουμένου

Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, εἶναι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν χρειάζονται συστάσεις. Τὸ ἐγνωσμένο ἦθος του, τὸ ὁμολογιακὸ ὀρθόδοξο φρόνημὰ του, ἡ ἐμπνευσμένη ἁγιοπατερικὴ θεολογία του, ἡ θαρραλέα τοποθέτησή του σὲ φλέγοντα ἐκκλησιαστικά, ἐθνικὰ καὶ κοινωνικὰ ζητήματα τὸν ἔχουν καταξιώσει καὶ τὸν ἔχουν καταστήσει σημεῖο ἀναφορᾶς στὴν συνείδηση τοῦ λαοῦ μας.

Ἀποτελεῖ, λοιπόν, ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ εὐλογία γιὰ τὴν Ἱερὰ Μονὴ μας ἡ ἔκδοση ἑνὸς ἀκόμη ὁμολογιακοῦ κειμένου τοῦ πατρὸς Γεωργίου. Πρόκειται γιὰ τὴν ὁμιλία ποὺ ἐξεφώνησε στὴν Λάρισα, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης κ. Ἰγνατίου, τὴν Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἡμέρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἕνα κείμενο ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο στὶς μέρες μας, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας βάλλεται ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνοψίζει τὴν διδασκαλία τῶν προγενεστέρων Πατέρων καὶ εἶναι προσωπικὰ γνώστης τοῦ θαβωρείου φωτός, ὁπότε μιλᾶ γιὰ τὴ δόξα καὶ τὴ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ αὐθεντικῶς καὶ ἐξ ἰδίας βιωματικῆς ἐμπειρίας. Ἡ ἀντιμετώπιση ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τῆς παπικῆς αἱρέσεως τοῦ Βαρλαάμ περὶ κτιστῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ κτιστῆς θείας χάριτος (ποὺ ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα κύριο παπικὸ δόγμα καὶ ἀγεφύρωτο ἐμπόδιο στὴν προοπτικὴ τῆς «ἑνώσεως») ἀποτελεῖ τὸ ἀσφαλὲς πρότυπο τῆς ὀρθοδόξου στάσεως ἔναντι τῶν παπικῶν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ εἶναι ὁ ὁδοδείκτης, ποὺ χαράσσει διαχρονικὰ τὴν πορεία καὶ ὁριοθετεῖ τὴν ὀρθόδοξη στάση ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων συνολικά. Ἡ ὀρθόδοξη πατερικὴ διδασκαλία γιὰ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκφράστηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, κατοχυρώθηκε συνοδικὰ μὲ τὴν ἐνάτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (1341 1343) στὴν Κωνσταντινούπολη.

Η θέωση τοῦ ἀνθρώπου κατά τή διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου



Άγιος Γρηγόριος ΠαλαμάςΤῇ Β΄ Κυριακή τῶν νηστειῶν γιορτάζουμε τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Ἔζησε σέ μία ἐποχή μέ πολλές ἰδεολογικές συγχύσεις. Ξεκίνησε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε στά ἀνάκτορα κοντά στόν αὐτοκράτορα, σπούδασε φιλοσοφία καί ἔμαθε καλά τήν ἔξωθεν σοφία, ἀλλά ἐπειδή ἦταν παιδί εὐλαβοῦς οἰκογένειας καί ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν Θεό δέν ἤθελε νά παραμείνει μέσα στά ἀνάκτορα, παρά τίς πολλές πιέσεις, καί ἀσπάσθηκε τόν ἀσκητικό βίο καί τή μοναχική ὁδό.

Πῆγε στό Ἅγιο Ὄρος ὅπου ἔζησε σέ πολλά μέρη του. Στή μονή Βατοπαιδίου πῆρε τό μέγα σχῆμα τῶν μοναχῶν καί ἐν συνεχείᾳ λόγῳ τῶν περιπετειῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Τότε φάνηκε μιά αἵρεση πού ἔλεγε ὅτι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι μετοχή στή Θεία Χάρη ἀλλά μία πρόοδος φιλοσοφική καί ἀνθρωποκεντρική. Οἱ ἄνθρωποι πού ἦταν ἐναντίον τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἦταν κοσμικοί φιλόσοφοι οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τήν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου σάν ἕνα ἁπλό ἠθικό γεγονός μέσα ἀπό τή λογική καί τόν στοχασμό, δοσμένο ἀπό τόν Θεό χωρίς νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος κάποια οὐσιαστική μετοχή μέσα σέ αὐτή τήν κατάσταση.

Η Μετάνοια κατά τον Άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν


Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι, όπως γνωρίζουμε όλοι, ένας μεγάλος φωστήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος επέτυχε με την όλην θεολογίαν του, πού είναι καρπός της εν Χριστώ βιοτής του, να αναβιώση στην εποχήν του η Ορθόδοξος θεολογία εις όλον το βάθος της. Λέγεται εις το Άγιον Όρος ότι η θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εκάλυψε όλα τα κενά και του παρελθόντος και του μέλλοντος. Ο Αγιορείτης Άγιος αρχίζει την αθωνική βιοτή του από την μονή της μετανοίας μας, την Μεγίστην Μονή του Βατοπαιδίου, διδαχθείς την νοερά εργασία και ασκητική ζωή από τον Βατοπαιδινό Άγιο Νικόδημο τον Ησυχαστή. Πεφωτισμένος ο Άγιος Γρηγόριος από τις άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, απέκτησε πνευματικήν σοφία και έγινε τέλειος διδάσκαλος των αρετών και της κατά Θεόν ζωής.
Ακολουθώντας την γνησίαν πατερική παράδοσι δεν αποδέχτηκε την ηθικιστική θεώρησι της πνευματικής ζωής, πού προσπάθησαν μερικοί να φέρουν από την Δύσι και να προβάλουν στον χώρο των Ορθοδόξων.
Σε ολόκληρη την πατερική παράδοσι τονίζεται ότι η μετάνοια δεν εξαντλείται σε ορισμένες αντικειμενικές βελτιώσεις της συμπεριφοράς ούτε σε τύπους και σχήματα εξωτερικά, αλλά αναφέρεται σε μια βαθύτερη και καθολικότερη αλλαγή του ανθρώπου. Δεν είναι μία παροδική συντριβή από την συναίσθησι διαπράξεως κάποιας αμαρτίας, αλλά μία μόνιμη πνευματική κατάστασι, πού σημαίνει σταθερή κατεύθυνσι του ανθρώπου προς τον Θεό, και συνεχή διάθεσι για ανόρθωσι, θεραπεία και ανάληψι του πνευματικού αγώνα. Μετάνοια είναι το νέο φρόνημα, η νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσι, πού πρέπει να συνοδεύη τον άνθρωπο μέχρι την στιγμή του θανάτου. Μετάνοια είναι η δυναμική μετάβασι από την παρά φύσι κατάστασι των παθών και της αμαρτίας στην περιοχή της αρετής και του κατά φύσι, είναι η τελεία αποστροφή της αμαρτίας και η πορεία επιστροφής στον Θεό.
Την αλήθεια αυτή επισημαίνει κατ΄ επανάληψι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Μετάνοια, λέγει, εστί το μισήσαι την αμαρτίαν και αγαπήσαι την αρετήν και εκκλίναι από του κακού και ποιήσαι το αγαθόν». Από τον ορισμό αυτό φαίνεται σαφώς ότι ο Ιερός πατήρ δεν μπορεί να δη την μετάνοια ως τυπική και μηχανική αλλαγή, αφού την προσδιορίζει η οντολογική ανακαίνισι του ανθρώπου. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το γεγονός της μετανοίας δεν είναι δυνατό να αντικειμενοποιήται στις διαστάσεις μιας απρόσωπης συνταγής η τακτικής, αλλά παραμένει πάντοτε ενδεχόμενο προσωπικής αποκαλύψεως. «Ο μετανοών άνθρωπος εκ ψυχής τη μεν αγαθή προθέσει και τω της αμαρτίας εκστήναι φθάνει προς τον Θεόν» (Ομιλία 3η P.G. 151, 44Β).

Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά: Επιστολή προς Παύλον Ασάνην


Η θεολογία του ακτίστου φωτός.
1. Συναντήσας εσάς πρόσφατα, εσύ, που κατά την εξ αίματος καταγωγή είσαι συγγενής των κατεχόντων την βασιλεία αλλά κατά τις πνευματικές προδιαγραφές έχεις επιλέξει να είσαι υιός και αδελφός ημών που είμαστε ελάχιστοι λόγω της πτωχείας του πνεύματος που μακαρίζεται από τον Κύριο, ανέφερες ότι ποθείς να μάθεις ποια είναι η δοξασία της οποίας η αρχική πηγή είναι ο Ακίνδυνος και σε ποίου, απ’ όσους σε όλη την ιστορική εξέλιξη εξέφρασαν άνομα φρονήματα για τον Θεό, το έργο, τον λόγο και τα γέμοντα φλυαριών συγγράμματα εμπιστεύτηκε, ώστε να προβεί περαιτέρω κατά της δόξας του Θεού η οποία με αποδεικτικά τεκμήρια κατέστη σαφής στο Θαβώρ.

Η εν λόγω απόπειρα δεν φαίνεται να είναι τόσο δοξασία αλλά μάλλον κάποια αδοξία και μάλιστα όλη η αδοξία και όχι επιμέρους· διότι όποιος ασπάζεται την εν λόγω αδοξία περιπίπτει σε οιαδήποτε εκτροπή προσιδιάζει στο (εν λόγω αρνητικά χαρακτηρολογικό) όνομα, αφ’ ενός κατά το ότι αντιμετωπίζει απαξιωτικά την θεία εκείνη δόξα και όσους ανέκαθεν και κατά την παρούσα ιστορική στιγμή την ανύψωσαν κατά το μέτρο της δυνατότητάς τους, αλλά, για να μιλήσουμε αληθέστερα, τον ίδιο τον εαυτό του, και αφ’ ετέρου κατά το ότι έχει αποκτήσει εξ αυτής της θέσης την νόσο της έσχατης ηθικώς κακοδοξίας»· και τρίτον, το οποίο κατ’εξοχήν έρχεται σε αντιπαράθεση με την απορία της σεβασμιότητάς σου, με το να μη συντάσσεται με καμιά άποψη και καμιά εκδοχή μέχρι τέλους αναφορικά με αυτή την δόξα (επισφαλή εκδοχή) για την οποία εσύ θέτεις ερωτήματα. Είναι εφικτό μάλιστα να μάθεις την εν λόγω ασυμφωνία του με σαφήνεια και από τα αυτόγραφα συγγράμματα εκείνου, τα οποία έχουμε (στην διάθεση μας).

Πράγματι, όποια άποψη θα είχε κάποιος για το φως εκείνο, θα εύρει κατά την εκτύλιξη του περιεχομένου τους την αντίθετη· καθώς φαίνεται λοιπόν ο συγγραφέας των τέτοιου είδους συγγραμμάτων στο εν λόγω σημείο ακριβώς έδωσε ιδιαίτερη προσοχή, να στρέφεται εναντίον του εαυτού του με κάποιους ανατρεπτικούς συλλογισμούς και να αντιφάσκει με τον εαυτό του καταρχάς ως προς όλα και με πολλούς τρόπους, για καθένα από τα θέματα που βρίσκονται στο προσκήνιο, και στον καθένα από τους υπολοίπους (θεολογούντες) κατά πολλούς βέβαια τρόπους αλλά όχι σε όλα τα ζητήματα· διότι ποιος θα μπορούσε, όπως ο ίδιος, να εντοπισθεί από όλους, καθώς αναφέρει γενικώς για το ίδιο ζήτημα όλες τις εκδοχές και ακόμη τις αντίθετες;

Ο δεκάλογος του χριστιανικού νόμου (Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά)

 

1. ΚύριΟΣ
ος ο Θεός ημών, Κύριος εις έστιν.
Ο Κύριος, ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος
(Δευτ. 6:4), που αναγνωρίζεται ως Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας είναι αγέννητος, Ο Υιός έχει γεννηθεί από τον Πατέρα ανάρχως, αχρόνως και απαθώς, ως Λόγος, και έχει ονομαστεί Χριστός, επειδή έχρισε από τον εαυτό Του την ανθρώπινη φύση που πήρε από μας. Το Άγιο Πνεύμα προέρχεται από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση, αλλά με εκπόρευση. Αυτός είναι ο μόνος Θεός, Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, ο ένας Κύριος σε τρεις υποστάσεις, που δεν διαιρείται ως προς τη φύση, τη βουλή, τη δόξα, τη δύναμη, την ενέργεια και όλα τα γνωρίσματα της θεότητος.
Αυτόν, τον ένα Τριαδικό Θεό, μόνο θ’ αγαπήσεις και Αυτόν μόνο θα λατρέψεις μ’ όλη τη διάνοια σου και μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη τη δύναμή σου. Και θα είναι τα λόγια Του και τα προστάγματά Του μέσα στην καρδιά σου, για να τα πράττεις και να τα μελετάς και να τα λες όταν κάθεσαι, όταν βαδίζεις, όταν βρίσκεσαι στο κρεβάτι, όταν σηκώνεσαι. Να θυμάσαι αδιάκοπα τον Κύριο, το Θεό σου. Αυτόν μονάχα να φοβάσαι. Μήτε Εκείνον μήτε τις εντολές Του να λησμονήσεις. Έτσι θα σου δώσει δύναμη να κάνεις το θέλημά Του. Γιατί δεν ζητάει από σένα τίποτ’ άλλο, παρά να Του είσαι αφοσιωμένος και να Τον αγαπάς και να βαδίζεις στους δρόμους όλων των εντολών Του. Αυτός είναι το καύχημά σου και Αυτός ο Θεός σου. Μαθαίνοντας πως οι υπερκόσμιοι άγγελοι είναι απαθείς και αόρατοι και πως ο διάβολος, που ξέπεσε από τον ουρανό, είναι πολύ κακός, σοφός, δυνατός και πολυμήχανος στο να πλανάει τον άνθρωπο, μη νομίσεις πως είναι κανένας τους ομότιμος με το Θεό. Βλέποντας, επίσης, το μέγεθος του ουρανού και την κινητική του πολυπλοκότητα, τη λαμπρότητα του ηλίου, τη φωτεινότητα της σελήνης, την καθαρότητα των άλλων άστρων, την ευχρηστία του αέρα στην αναπνοή, τον πλούτο των προϊόντων της γης και της θάλασσας, μη θεοποιήσεις κανένα απ’ αυτά. Όλα είναι κτίσματα του μόνου Θεού υποταγμένα σ’ Αυτόν που τα δημιούργησε από το μηδέν με το λόγο Του. «Αυτός είπε κι έγιναν, Αυτός πρόσταξε και δημιουργήθηκαν» (Ψαλμ. 32:9). Μόνο Αυτόν, λοιπόν, τον Κύριο και Δημιουργό του σύμπαντος, θα δοξάσεις ως Θεό, σ’ Αυτόν θα προσκολληθείς με αγάπη και σ’ Αυτόν θα μετανοείς μέρα-νύχτα για τα εκούσια και ακούσια αμαρτήματά σου. Γιατί Αυτός είναι σπλαχνικός και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αγαθοποιός αιώνιος. Αυτός έχει υποσχεθεί και δίνει την ουράνια και αδιάδοχη βασιλεία, τον ανώδυνο βίο, την αθάνατη ζωή και το ανέσπερο φως, για να τ’ απολαμβάνουν όσοι Τον σέβονται, Τον προσκυνούν, Τον αγαπούν και τηρούν τις εντολές Του.
Αλλά ο ίδιος είναι και Θεός ζηλωτής και κριτής δίκαιος και εκδικητής φρικτός. Στους ασεβείς και ανυπάκουους, που παραβαίνουν τα προστάγματά Του, επιβάλλει κόλαση αιώνια, φωτιά άσβεστη, οδύνη ακατάπαυστη, θλίψη απαρηγόρητη, χώρα σκοτεινή και στενάχωρη, που ετοίμασε για τον πρώτο πονηρό αποστάτη,
το διάβολο, και για όλους όσοι πλανήθηκαν απ’ αυτόν και τον ακλούθησαν, αφού αρνήθηκαν τον Πλάστη τους με τα έργα, τα λόγια και τις σκέψεις τους.
2. Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα.,,
Μην κατασκευάσεις ποτέ ομοίωμα κάποιου απ’ όσα είναι πάνω στον ουρανό και κάτω στη γη και
μέσα στα νερά, για να τα λατρεύεις και να τα δοξάζεις σαν θεούς (Εξ. 20:4-5). Γιατί όλα αυτά είναι κτίσματα του μόνου Θεού, που στους στερνούς καιρούς, αφού σαρκώθηκε σε παρθενική μήτρα, φανερώθηκε στη γη και συναναστράφηκε τους ανθρώπους. Και αφού έπαθε και πέθανε και αναστήθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων, ανέβηκε με το σώμα Του στους ουρανούς και κάθησε ψηλά, στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού. Μ’ αυτό το σώμα θα έρθει πάλι με δόξα, για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς.
Από αγάπη λοιπόν σ’ Εκείνον, που έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία μας, θα κάνεις την εικόνα Του. Και μέσω της εικόνας θα θυμάσαι και θα προσκυνάς Εκείνον. Μέσω της εικόνας θα υψώνεις το νου σου στο προσκυνητό σώμα του Σωτήρα, που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, στον ουρανό, θα κάνεις επίσης και των αγίων τις εικόνες και θα τις προσκυνάς κι αυτές -όχι σαν θεούς, γιατί είναι απαγορευμένο, αλλά για τη σχέση σου μαζί τους και για τη διάθεσή σου απέναντι τους και για τη μεγάλη τιμή που τους πρέπει- ενώ ο νους σου και πάλι θα πηγαίνει σ’ εκείνους μέσ’ από τις εικόνες. Έτσι έκανε και ο Μωυσής: Έφτιαξε τις εικόνες των Χερουβείμ και τις έβαλε μέσα στα Άγια των Αγίων για να δοξάσει όχι τα κτίσματα, αλλά μέσω αυτών τον κτίστη του κόσμου Θεό (Εξ. 25:17-19).
Κι εσύ λοιπόν δεν θα θεοποιήσεις τις εικόνες του Χριστού και των αγίων, αλλά μέσω αυτών θα προσκυνάς Εκείνον, που, αφού πρώτα μας έπλασε κατ’ εικόνα Του, ύστερα ευδόκησε από άφατη φιλανθρωπία να πάρει ο ίδιος την ανθρώπινη εικόνα Του και να γίνει περιγραπτός σύμφωνα μ’ αυτήν. Και δεν θα προσκυνήσεις μόνο την εικόνα του Κυρίου, αλλά και τον τύπο του σταυρού Του. Γιατί είναι σημείο πανίσχυρο και τρόπαιο του Χριστού κατά του διαβόλου και όλης της δαιμονικής παρατάξεως. Γι’ αυτό τους πιάνει φρίκη και τρέπονται σε φυγή, όταν βλέπουν να γίνεται το σημείο του σταυρού. Και πριν από τη Σταύρωση ακόμα, ο τύπος του σταυρού δοξάστηκε πολύ από τους προφήτες κι έκανε μεγάλα θαύματα. Αλλά και στη δευτέρα παρουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, που καρφώθηκε στο σταυρό και που θα έρθει για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς, θα προπορεύεται αυτό το μεγάλο και φοβερό σημείο Του με δύναμη και λαμπρότητα πολλή. Δόξασε λοιπόν τώρα το σταυρό, για να τον ατενίσεις τότε με θάρρος και να δοξαστείς μαζί του.
Θα προσκυνήσεις και τις εικόνες των αγίων, επειδή αυτοί συσταυρώθηκαν με τον Κύριο, κάνοντας στο πρόσωπό σου το σημείο του σταυρού και φέρνοντας στο νου σου τη συμμετοχή τους στα παθήματα του Χριστού, θα προσκυνήσεις, επίσης, και τα άγια σκηνώματά τους και κάθε λείψανο των οστών τους, γιατί δεν χωρίστηκε απ’ αυτά η χάρη του Θεού, όπως ακριβώς δεν χωρίστηκε η θεότητα από το προσκυνητό σώμα του Χριστού κατά τον ζωοποιό Του θάνατο.
Κάνοντας έτσι και δοξάζοντας εκείνους που δόξασαν το Θεό, γιατί φάνηκαν με τα έργα τους τέλειοι στην αγάπη Του, θα δοξαστείς κι εσύ μαζί τους από το Θεό και θα ψάλλεις μαζί με τον Δαβίδ: «Πάρα πολύ τίμησα τους φίλους Σου, Θεέ μου» (Ψαλμ. 138:17).

3. Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω.
Δεν θα χρησιμοποιήσεις μάταια το όνομα του Κυρίου και Θεού σου (Εξ. 20:7), κάνοντας ψεύτικο όρκο για οποιοδήποτε γήινο πράγμα από φόβο ανθρώπου ή από ντροπή ή για δικό σου κέρδος. Γιατί η επιορκία είναι άρνηση του Θεού.
Να μην ορκίζεσαι λοιπόν καθόλου. Ν’ αποφεύγεις τελείως τον όρκο, γιατί από τον όρκο έρχεται η επιορκία, που αποξενώνει τον άνθρωπο από το Θεό και κατατάσσει τον επίορκο με τους παρανόμους. Αν λες παντοτινά την αλήθεια, θα σε πιστεύουν όπως αν έπαιρνες όρκο.
Κι αν ποτέ συμβεί να ορκιστείς -πράγμα που πρέπει να απεύχεσαι-, εφόσον μεν πρόκειται για κάτι σύμφωνο με τον θείο νόμο, θα το εκτελέσεις ως νόμιμο, αλλά θα θεωρήσεις φταίχτη τον εαυτό σου για την ορκοδοσία, και με ελεημοσύνη, ικεσία, πένθος και κακοπάθεια του σώματος θα ζητήσεις το έλεος του Χριστού, που είπε να μην ορκίζεσαι διόλου· αν πάλι ορκίστηκες για κάτι παράνομο, πρόσεξε μην τυχόν το εκτελέσεις, επειδή πήρες όρκο, για να μη σε κατατάξει ο Θεός με τον προφητοκτόνο Ηρώδη, που, για να μην αθετήσει τον όρκο του, αποκεφάλισε τον Τίμιο Πρόδρομο. Αθέτησε καλύτερα τον παράνομο εκείνο όρκο, βάλε νόμο στον εαυτό σου να μην ορκιστείς ποτέ πια και ζήτα το έλεος του Θεού, χρησιμοποιώντας πιό επίπονα τα παραπάνω φάρμακα μαζί με δάκρυα.


4. Μνήσθητι την ημέραν των σαββάτων αγιάζειν αυτήν.

Μία ημέρα της εβδομάδας ονομάζεται Κυριακή,

επειδή είναι αφιερωμένη στον Κύριο, που αναστήθηκε από τους νεκρούς αυτή την ημέρα, δείχνοντας και πιστοποιώντας από πριν την ανάσταση όλων των ανθρώπων, οπότε θα σταματήσει κάθε γήινο έργο.
Την Κυριακή λοιπόν θα την αφιερώσεις στο Θεό. Δεν θα κάνεις καμιά βιοτική εργασία, εκτός από τις αναγκαίες. Και αυτούς που εργάζονται για σένα ή μένουν μαζί σου, θα τους αφήσεις ν’ αναπαυθούν, για να δοξάσετε όλοι μαζί Εκείνον που μας αγόρασε με το θάνατό Του και αναστήθηκε, ανασταίνοντας μαζί Του και την ανθρώπινη φύση μας.
Θα φέρεις στο νου σου τη μέλλουσα ζωή, θα μελετήσεις όλες τις εντολές και τους νόμους του Κυρίου, θα εξετάσεις τον εαυτό σου, μην τυχόν έχεις παραβεί ή παραλείψει κάτι, και θα τον διορθώσεις σε όλα.
Την ήμερα αυτή, επίσης, θα πας στο ναό του Θεού, θα πάρεις μέρος στη λατρευτική σύναξη και θα κοινωνήσεις με ειλικρινή πίστη και ακατάκριτη συνείδηση το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού. Και θα βάλεις αρχή μιας ζωής πιο άγιας, ανακαινίζοντας τον εαυτό σου και ετοιμάζοντάς τον για την υποδοχή των μελλοντικών αιώνιων αγαθών.
Για χάρη αυτών των αγαθών, ούτε τις άλλες ημέρες θα κάνεις κατάχρηση των γήινων πραγμάτων και φροντίδων. Την Κυριακή, όμως, επειδή θα είσαι αφοσιωμένος στο Θεό, θα τ’ αποφεύγεις όλα, έκτος από τα απολύτως αναγκαία, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να ζήσεις. Κι έτσι, έχοντας το Θεό καταφύγιό σου, ούτε θα πας πουθενά, ούτε τη φωτιά των παθών θ’ ανάψεις, ούτε το φορτίο της αμαρτίας θα σηκώσεις.
Την «ημέρα των σαββάτων», λοιπόν την Κυριακή, θα την αφιερώσεις στο Θεό, σαββατίζοντας με την απραξία των κακών, απέχοντας δηλαδή από καθετί κακό. Στις Κυριακές να προσθέσεις και τις καθιερωμένες μεγάλες εορτές, τα ίδια κάνοντας και από τα ίδια απέχοντας.


 5. Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου…

Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου (Έξ. 20:12), γιατί μέσω αυτών σ’ έφερε στη ζωή ο Θεός και αυτοί, μετά το Θεό, είναι αίτιοι για το ότι υπάρχεις. Κι εσύ λοιπόν, μετά το Θεό, αυτούς θα τιμήσεις και θ’ αγαπήσεις, εφόσον, βεβαίως, η αγάπη σου σ’ εκείνους συντελεί στο ν’ αγαπήσεις το Θεό. Αν όμως δεν συντελεί, φεύγε από κοντά τους αμέσως. Αν επιπλέον σου είναι και εμπόδιο, και μάλιστα στην αληθινή και σωτήρια πίστη, επειδή έχουν άλλη πίστη, δεν θα φύγεις μονάχα, αλλά και θ’ απαρνηθείς και αυτούς και όλους, μ’ όσους έχεις συγγένεια ή φιλία ή άλλη σχέση, και τα ίδια σου τα μέλη και τις επιθυμίες τους και το σώμα σου ολόκληρο και την διά του σώματος σχέση σου με τα πάθη. Γιατί ο Χριστός είπε: «Όποιος δεν απαρνιέται τον πατέρα του και τη μητέρα του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τους αδελφούς και τις αδελφές του, ακόμα και την ίδια του τη ζωή, και δεν σηκώνει το σταυρό του και δεν με ακολουθεί, δεν είναι άξιος για μαθητής μου».
Αυτά για τους σαρκικούς γονείς, τους αδελφούς και τους φίλους. Εκείνους, όμως, που έχουν την ίδια πίστη μ’ εσένα και δεν σ’ εμποδίζουν από τη σωτηρία, και θα τους τιμήσεις και θα τους αγαπήσεις.
Κι αν πρέπει να τιμάς έτσι τους σαρκικούς γονείς σου, πόσο περισσότερο πρέπει να τιμήσεις και ν’ αγαπήσεις τους πνευματικούς σου πατέρες; Αυτοί σε μετέφεραν από την απλή βιολογική ζωή στην πνευματική ζωή της αρετής· σου μετέδωσαν το φωτισμό της γνώσεως· σου δίδαξαν την αλήθεια· σε αναγέννησαν με το λουτρό της παλιγγενεσίας· έβαλαν μέσα σου την ελπίδα της αναστάσεως, της αθανασίας και της ουράνιας βασιλείας· σ’ έκαναν, από ανάξιο, άξιο των αιωνίων αγαθών και, από επίγειο, ουράνιο και, από πρόσκαιρο, αιώνιο και γιό και μαθητή όχι ανθρώπου, αλλά του θεανθρώ­που Ιησού Χρίστου, που σου χάρισε το Πνεύμα, το οποίο κάνει τους ανθρώπους παιδιά του Θεού, και που είπε: «Μην ονομάσετε κανέναν πατέρα ή αρχηγό σας στη γη, γιατί ένας είναι ο πατέρας και ο αρχηγός σας, ο Χριστός».
Οφείλεις λοιπόν κάθε τιμή και αγάπη στους πνευματικούς σου πατέρες, γιατί η τιμή, που απονέμεις σ’ αυτούς, αναφέρεται στο Χριστό, στο Πανάγιο Πνεύμα, που σ’ έκανε παιδί του Θεού, και στον επουράνιο Πατέρα, που δίνει ζωή και ύπαρξη σ’ όλα τα όντα, ουράνια και επίγεια, θα φροντίσεις μάλιστα να έχεις σ’ όλη σου τη ζωή πνευματικό πατέρα, για να του εξομολογείσαι κάθε αμαρτία και κάθε λογισμό σου, και να παίρνεις απ’ αυτόν τη θεραπεία και την άφεση.
Στους πνευματικούς πατέρες έχει δοθεί η εξουσία να συγχωρούν ή να μη συγχωρούν τις ψυχές. Και ό,τι κρατήσουν ασυγχώρητο στη γη, θα είναι ασυγχώρητο και στον ουρανό, ενώ ό,τι συγχωρήσουν στη γη, θα είναι συγχωρημένο και στον ουρανό. Αυτή τη χάρη και τη δύναμη έλαβαν από το Χριστό. Γι’ αυτό θα τους υπακούς χωρίς καμιάν αντιλογία, για να μην οδηγήσεις την ψυχή σου στην απώλεια. Γιατί αν θανατωνόταν, σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο, όποιος αντιμιλούσε στους σαρκικούς γονείς του, και μάλιστα σε πράγματα που δεν απαγόρευε ο νόμος του Θεού, πώς είναι δυνατό να μη διώχνει το Πνεύμα του Θεού μακριά του και να μη χάνει την ψυχή του όποιος αντιμιλάει στους πνευματικούς του πατέρες; Γι’ αυτό, ως το τέλος της ζωής σου, και να τους συμβουλεύεσαι και να τους υπακούς, για να σωθεί η ψυχή σου και να γίνεις κληρονόμος των αιώνιων και άφθαρτων αγαθών.

  1. 6.    Ου μοιχεύσεις.
   Δεν θα μοιχεύσεις ούτε θα πορνεύσεις, για να μη  γίνεις, αντί μέλος του Χριστού, μέλος της πόρνης και αποκοπείς από το θεϊκό σώμα και ξεπέσεις από τη θεϊκή κληρονομιά και ριχθείς στη γέεννα. Γιατί αν, σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο, έπρεπε να καίγεται η κόρη του ιερέα, που θα πιανόταν να πορνεύει, επειδή εξευτέλισε τον πατέρα της, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να καίγεται στην αιώνια κόλαση εκείνος που κόλλησε τέτοιο μόλυσμα στο σώμα του Χριστού;
Όχι μόνο να μην πορνεύσεις, μα και την παρθενία, αν μπορείς, ν’ ασκήσεις, για ν’ ανήκεις ολοκληρωτικά στο Θεό και να προσκολληθείς σ’ Αυτόν με τέλεια αγάπη, παραμένοντας κοντά Του σ’ όλη σου τη ζωή και φροντίζοντας πάντοτε χωρίς περισπασμούς ό,τι αφορά τον Κύριο, απολαμβάνοντας από τώρα τη μέλλουσα ζωή και ζώντας σαν άγγελος Θεού πάνω στη γη. Γιατί η παρθενία είναι γνώρισμα των αγγέλων και μ’ αυτούς γίνεται όμοιος, όσο είναι δυνατόν, όποιος ασκεί την παρθενία, μολονότι έχει σώμα· ή μάλλον, πριν απ’ αυτούς, γίνεται όμοιος με τον Πατέρα, που γέννησε προαιώνια τον Υιό με τρόπο παρθενικό, και με τον παρθένο Υιό, που γεννήθηκε προαιώνια από Πατέρα παρθένο και σαρκώθηκε στους έσχατους καιρούς από Μητέρα παρθένα, και με το Άγιο Πνεύμα, που προβάλλεται με τρόπο ανέκφραστο μόνο από τον Πατέρα, όχι με γέννηση, αλλά με εκπόρευση. Μ’ Αυτόν το Θεό εξομοιώνεται και ενώνεται, συνάπτοντας μαζί Του άφθαρτο γάμο, εκείνος που διάλεξε την αληθινή παρθενία, που παρθενεύει στην ψυχή και στο σώμα, που ομορφαίνει όλες τις αισθήσεις και το λόγο και τη διάνοια με τα κάλλη της παρθενίας.
Αν, πάλι, δεν προτιμάς την παρθενία ούτε την υποσχέθηκες στο Θεό, σου επιτρέπεται να πάρεις με γάμο μια γυναίκα, σύμφωνα με τους νόμους του Κυρίου. Μόνο μ’ αυτήν να συγκατοικείς, μόνο αυτήν να έχεις δική σου, με στόχο τον αγιασμό. Μ’ όλη σου τη δύναμη να μένεις μακριά από άλλες γυναίκες. Και θα μπορέσεις να φυλαχθείς απ’ αυτές, αν αποφεύγεις τις άκαιρες συνομιλίες μαζί τους, αν γυρίζεις τα μάτια και του σώματος και της ψυχής σου μακριά τους, όσο είναι δυνατόν, αν δεν ευχαριστιέσαι στα πορνικά λόγια και ακούσματα και αν συνηθίσεις να μη βλέπεις με περιέργεια την ομορφιά των προσώπων. Γιατί όποιος κοιτάξει γυναίκα με πονηρή επιθυμία, έχει κιόλας διαπράξει μέσα του μοιχεία μαζί της, και γι’ αυτό είναι ακάθαρτος ενώπιον του Χριστού, που βλέπει μέσα στην καρδιά. Επιπλέον, απ’ αυτό το πονηρό κοίταγμα, καταντάει, ο δύστυχος, και στη διάπραξη με το σώμα της αισχρής αμαρτίας. Αλλά γιατί μιλώ μόνο για πορνείες και μοιχείες και όλα τα μολύσματα που συνδέονται με τη φυσική λειτουργία, αφού και στις παρά φύση ασέλγειες σέρνεται ακόλαστα ο άνθρωπος, όταν περίεργα παρατηρεί τα κάλλη των σωμάτων;
Αν λοιπόν εσύ κόψεις από τον εαυτό σου τις πικρές ρίζες, δεν θα μαζέψεις θανατηφόρους καρπούς, αλλά θα καρπωθείς την αγνεία και τη συνακόλουθή της αγιότητα, χωρίς την οποία κανείς δεν θ’ αντικρύσει τον Κύριο.

7.  Ου φονεύσεις.

Δεν θα διαπράξεις φόνο, για να μην πάψεις να είσαι παιδί Εκείνου, που και τους νεκρούς ζωοποιεί, και για να μη γίνεις με τα έργα σου παιδί εκείνου, που ήταν εξαρχής ανθρωποκτόνος. Και επειδή ο φόνος προέρχεται από χτύπημα, το χτύπημα από βρισιά, η βρισιά από οργή και η οργή από ζημιά ή χτύπημα ή βρισιά άλλου, γι’ αυτό είπε ο Χριστός: «Αν κάποιος σου πάρει το πανωφόρι, μην τον εμποδίσεις να σου πάρει και το πουκάμισο» (Λουκ. 6:29). Αν κάποιος σε χτυπήσει, μην τον χτυπήσεις κι εσύ. Αν κάποιος σε βρίσει, μην τον βρίσεις κι εσύ. Έτσι θα λυτρώσεις από το αμάρτημα του φόνου τόσο τον εαυτό σου όσο κι εκείνον που σου κάνει κακό. Εσύ επιπλέον θα λάβεις και τη συγχώρηση των αμαρτημάτων σου από το Θεό. Γιατί λέει: «Συγχωρήστε, και θα συγχωρηθείτε», Εκείνος όμως, που λέει και κάνει το κακό, θα καταδικαστεί στην αιώνια κόλαση. Γιατί ο Χριστός είπε: «Όποιος πει τον αδελφό του «ηλίθιε», είναι ένοχος για τη φωτιά της κολάσεως» (Ματθ. 5:22).
Αν λοιπόν μπορέσεις ν’ αποσπάσεις μαζί με τις ρίζες του το κακό, εξασφαλίζοντας στην ψυχή σου τη μακαριότητα της πραότητας, δόξασε το Χριστό, το διδάσκαλο και συνεργό μας στην κατόρθωση των αρετών. Χωρίς Αυτόν, όπως έχεις μάθει, δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα καλό. Αν, πάλι, δεν μπορέσεις να παραμείνεις ήρεμος και να μην οργιστείς, να τα βάζεις με τον εαυτό σου, που οργίζεται, και να ζητάς συγχώρηση τόσο από το Θεό όσο και από τον άνθρωπο που άκουσε ή έπαθε κακό από σένα. Γιατί όποιος μετανοεί στην αρχή της αμαρτίας, δεν φτάνει στο τέλος της· και όποιος δεν πονάει για τα μικρά αμαρτήματά του, θα πέσει, μετά στα μικρά, και στα μεγάλα.

8. Ου κλέψεις.

Δεν θα κλέψεις {Έξ. 20:14), για να μη σου
ανταποδώσει πολλαπλάσια την τιμωρία ο Θεός, που γνωρίζει τις κρυφές πράξεις. Καλύτερα λοιπόν να δίνεις κρυφά και από τα υπάρχοντά σου σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη, για να λάβεις από το Θεό, που βλέπει καθετί κρυφό, εκατό φορές περισσότερα και ζωή αιώνια στον μελλοντικό κόσμο.


9. Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου…

Δεν θα συκοφαντήσεις, για να μη μοιάσεις στο διάβολο, που συκοφάντησε το Θεό στην Εύα, και γίνεις καταραμένος, όπως εκείνος. Καλύτερα λοιπόν να σκεπάσεις κιόλας το αμάρτημα του πλησίον -έκτος κι αν αυτό βλάψει πολλούς άλλους-, για να μη μοιάσεις στον Χαμ, αλλά στον Σημ και τον Ιάφεθ, κι έτσι να πετύχεις την ευλογία.

10. Ουκ επιθυμήσεις… όσα τω πλησίον σου εστί.

Δεν θα επιθυμήσεις κάτι του πλησίον σου, ούτε κτήμα ούτε χρήματα ούτε δόξα ούτε τίποτ’ άλλο απ’ όσα ανήκουν σ’ αυτόν. Γιατί η επιθυμία, όταν συλληφθεί στην ψυχή, γεννά την αμαρτία· και η αμαρτία, όταν ολοκληρωθεί, γεννά το θάνατο.
 Αν εσύ δεν επιθυμείς τα ξένα, θα μείνεις μακριά από την πλεονεξία και την αρπαγή των ξένων. Καλύτερα είναι, λοιπόν, να δώσεις και από τα δικά σου σ’ εκείνον που σού ζητάει, και να ελεήσεις, όσο μπορείς, εκείνον που έχει ανάγκη. Αν κάποιος θέλει να του δανείσεις κάτι, μην του το αρνηθείς. Αν βρεις κάτι που έχει χαθεί, να το παραδώσεις στον ιδιοκτήτη του, ακόμα κι αν είναι εχθρός σου. Έτσι, και θα συμφιλιωθείς μαζί του και θα νικήσεις το κακό με το αγαθό, όπως σε προστάζει ο Χριστός.
Αν τηρείς τα παραπάνω μ’ όλη σου τη δύναμη και μ’ αυτά ζεις, θα αποθηκεύσεις στην ψυχή σου το θησαυρό της ευσέβειας, θα ευαρεστήσεις το Θεό, θα ευεργετηθείς απ’ Αυτόν και τους ανθρώπους Του και θα γίνεις κληρονόμος των αιώνιων αγαθών, που είθε να τ’ αποκτήσουμε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Σ’ Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.

(«Φωνή των Πατέρων», τ.Γ΄σ.145-158, Ι.Μ.Παρακλήτου, Ωρωπός-Αττικής)

Τα τρία είδη του φωτός κατά τη διδασκαλία του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά.



Χωρίς αμφιβολία κεντρικό θέμα στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου) του Παλαμά είναι το φως, το θείο φως, γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα τα άλλα βασικά θέματα, όπως η διάκριση ουσίας και ενεργειών στη θεότητα, η γνώση του Θεού όχι διά της κοσμικής σοφίας αλλά διά του θείου φωτισμού, η νοερά προσευχή, ή άκτιστη θεία χάρη, το μεθεκτόν και αμεθεκτον του Θεού, η συμμετοχή του σώματος στη θέωση, η από του παρόντος κόσμου πρόγευση των εσχάτων και άλλα. Το περί θείου φωτός θέμα είναι κατά κάποιο τρόπο η πηγή από την οποία απορρέουν όλα τα άλλα. Και τούτο, γιατί η συζήτηση για τη φύση του φωτός, που βλέπουν οι άγιοι στις διάφορες θεοφάνειες και οράσεις, του φωτός της Μεταμορφώσεως του Χριστού επί του όρους Θαβώρ, ως και του φωτός που θα καταυγάσει τους αγίους κατά την μέλλουσα ζωή, κατά την οποία θα εκλάμψουν οι δίκαιοι ως ο ήλιος, παρήγαγε σχεδόν όλα τα άλλα βασικά όντως για την Ορθόδοξη Θεολογία θέματα.
Τί αντιπροσωπεύει άραγε αύτη η έννοια του φωτός, που συναντάμε τόσο συχνά μέσα στην Αγία Γραφή, στην υμνολογία της λατρείας και στην λοιπή πατερική γραμματεία, όπου εμφανίζεται ό ίδιος ο Θεός να είναι φως, κατά την Ιωάννεια ρήση “Ο Θεός φως εστίν και εκ του φωτός αυτού να φωτίζονται όλα τα πνευματικά όντα, οι άγγελοι ως “δεύτερα φώτα” και κατόπιν οι άνθρωποι; Είναι απλώς μία μεταφορική, συμβολική έννοια, που δεν έχει κάποιο πραγματικό αντίκρυσμα στη θεότητα; Μία πρόσκαιρη και παροδική εμφάνιση του Θεού με την μορφή του αισθητού φωτός, που γίνεται και απογίνεται, και διαρκεί μόνο όσο διαρκεί η θεοφάνεια με τη μορφή της φωτοφανείας; Μήπως εκφράζει ακόμη την διανοητική, την νοητή γνώση, που με τους συλλογισμούς αποκτά ο άνθρωπος για την θεότητα μέσω της κτίσεως;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά παράγει όλα τα άλλα βασικά θέματα που αναφέραμε και διασαφεί τελικά αν το φως αποτελεί στοιχείο, μέρος, εκδήλωση, ενέργεια του Θεού, οπότε η ενασχόληση με αυτό ανήκει στη Θεολογία, με την κυρία έννοια της λέξεως, ως λόγου περί του Θεού καθ’ εαυτόν, ή αντίθετα αποτελεί στοιχείο, αισθητό και κτιστό, του κόσμου και του ανθρώπου, οπότε ο λόγος γι’ αυτό ανήκει στην κοσμολογία και στην ανθρωπολογία Πέρα όμως από αυτές τις θεωρητικές διαπιστώσεις δείχνει αν ο άνθρωπος, ελλαμπόμενος και φωτιζόμενος από αυτό το φως μετέχει πραγματικά του Θεού, θεώνεται, αν το φως είναι θεϊκό και άκτιστο, ή αντίθετα παραμένει στα δικά του μέτρα, στον χώρο του κτιστού και αισθητού κόσμου, χωρίς να αποκτά και να γεύεται κάτι από την θεότητα, αν το φως είναι κτιστό και αισθητό και διανοητικό.

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ


Ο θείος αυτός πατέρας, καταγόταν από την Aσία και ανετράφη από παιδί στην βασιλική αυλή της Κωνσταντινούπολης. Τελείωσε τις σπουδές του στη φιλοσοφία, ρητορική και φυσική. Στη λογική, κατά την αποφοιτήριο διάλεξή του ενώπιον του αυτοκράτορα και των αξιωματούχων, ο πρύτανης του πανεπιστημίου ανεφώνησε με θαυμασμό ότι αν ήταν παρών και ο ίδιος Aριστοτέλης θα τον επαινούσε.
Свт. Григорий Палама

Μετά τις σπουδές του όμως, απέρριψε τη προσφορά υψηλών αξιωμάτων του αυτοκράτορα, εγκατέλιψε τα βασίλεια και από είκοσι χρονών ασκήτευσε στο Άγιον Όρος. Πρώτα στην Λαύρα του Βατοπεδίου κατόπιν στη Λαύρα του Αθανασίου καθώς και στην ερημική τοποθεσία Γλωσσία, σημερινή Προβάτα. Ανεχώρησε από το Όρος για τα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Θεσσαλονίκη είδε σε όραμα τον Άγιο Δημήτριο που του απαίτησε να μείνει και να μονάσει εκεί κοντά. Εμόνασε τότε στη Βέροια και τριάντα χρονών έγινε ιερέας. Εκεί πλήθη μοναχών και λαϊκών προσέτρεχαν να τον συμβουλευθούν. Μετά πέντε χρόνια και λόγω εισβολής των Σέρβων επέστρεψε στον Άθωνα σε κοντινό κελί της Μεγίστης Λαύρας, όπου έφθασε σε μεγάλα ύψη φωτισμού και εκεί σε όραμα έλαβε εντολή να ασχοληθεί με δογματικά θέματα. Κατόπιν λόγω της φήμης του αναγκάσθηκε να γίνει ηγούμενος για ένα χρόνο στη μονή Εσφιγμένου. Αργότερα έγινε και αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης για δώδεκα χρόνια, αλλά μόνο στα μισά παρέμεινε λόγω περιπετειών, από τη δράση του, μέχρι και φυλακής.

. Γεώργιος ΜεταλληνόςΗσυχαστές και Ζηλωτές Πνευματική ακμή και κοινωνική κρίση στον Βυζαντινό 14ο αιώνα ΠΑΛΑΜΑΣ



Ελληνισμός Μαχόμενος, Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995.
Ο συγγραφέας είναι καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Παν. Αθηνών


Ο l4ος αιώνας ειναι αποδεδειγμένα μία από τις κρισιμότερες φάσεις της «Βυζαντινής» Ιστορίας. Η περίοδος αυτή σφραγίζεται από μία περίεργη αντινομία. Η κοινωνικο-πολιτική κρίση (δείγμα αποδιοργάνωσης και αποσύνθεσης) διαπλέκεται με πνευματικές συγκρούσεις (δείγμα ακμής και ρωμαλεότητας). Προχωρεί η εδαφική συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας (τα εδάφη μοιράζονται Σέρβοι, Βούλγαροι και Οθωμανοί), αλλά παράλληλα σημειώνεται αναγέννηση των γραμμάτων και θεολογική-πνευματική άνθηση. Ο εμφύλιος σπαραγμός κορυφώνεται στο κίνημα των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης, ενώ ταυτόχρονα το «Βυζάντιο»/Ρωμανία συγκλονίζεται από τη λεγομένη «ήσυχαστική έριδα», που επιβεβαιώνει εν τούτοις την πνευματική του συνοχή και συνέχεια. Πολιτικοκοινωνικά πράγματα και θεολογία συμπορεύονται και συμπλέκονται σε μια παρατεταμένη κρίση, ως οι δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας, της «βυζαντινής» κοινωνίας. Προσπάθειά μας στο κείμενο αυτό είναι η επισήμανση της ουσίας της θεολογικής και κοινωνικής συγκρούσεως και η απόπειρα ερμηνείας της συναντήσεως των δύο αυτών μεγεθών και της διαπλοκής τους. 


Α' 

Στους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης τρεις μεγάλες θεολογικές έριδες συνταράσσουν τη βυζαντινή κοινωνία: το αρσενιανόν σχίσμα (l3ος αι.), η σύγκρουση ησυχαστών-αντιησυχαστών (l4ος αι.) και το ενωτικό πρόβλημα (15ος αι.), που όχι μόνον αποδεικνύουν τον δυναμισμό της Ορθοδοξίας, αλλά και τη δυναμική της στη ζωή της αυτοκρατορίας. Η «ησυχαστική έριδα» έλαβε όμως τις μεγαλύτερες διαστάσεις. 

α. Η συνήθης αναζήτηση των αιτίων της θεολογικής έριδος του 14ου αι. περισσότερο χαράζει προοπτικές θεωρήσεώς της παρά προσφέρει ερμηνευτική αιτιολόγησή της. Έτσι, γίνεται λόγος για καθαρά πολιτική σύγκρουση, για διένεξη κοσμικού κλήρου και μοναχισμού, για σύγκρουση αριστοτελικών και πλατωνικών στο θεολογικό πεδίο, για αντιπαράθεση δύο διαφορετικών παραδόσεων στους κόλπους της Ορθοδοξίας κ.λπ. Εμφανίζεται δηλαδή η έριδα ως καθαρά ενδοβυζαντινή υπόθεση, ακόμη και στα αίτιά της. Οι έρευνες όμως των τελευταίων δεκαετιών πείθουν, ότι πρόκειται σαφώς για σύγκρουση ανατολικής και δυτικής, ορθοδόξου δηλαδή και φραγκολατινικής παραδόσεως, που έλαβε χώραν επί «βυζαντινού» εδάφους. Την έριδα όχι μόνο την προκάλεσε, αλλά υπήρξε υπεύθυνος και για την οξύτητά της, ένας «μοιραίος» άνθρωπος, ο μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός, η παρουσία του οποίου στην ελληνική Ανατολή επιβεβαίωσε τη ρήση: contraria juxta se posita magis illucescunt (τα αντίθετα, τοποθετούμενα το ένα πλησίον του άλλου, φωτίζονται περισσότερο). 

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο ειρηνοποιός επίσκοπος & θεολόγος του Φωτός (14 Νοε)



 

 
Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και τιμάται ως ένας από τους σημαντικότερους Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το δε θεολογικό του έργο θεωρείται ως η βάση για την ελληνική θεολογική παραγωγή των τελευταίων 7 αιώνων.

Η ζωή του 

Ο Γρηγόριος γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη από αριστοκρατική γενιά. Ο πατέρας του, που είχε ανώτερο αξίωμα, εξασκούσε τη νοερά προσευχήκαι αυτή την αγωγή έδωσε και στα παιδιά του. Η ευφυΐα και η επιμελημένη αγωγή που έλαβε ο Γρηγόριος από τον Θεόδωρο Μετοχίτη, έκαμαν τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ να τον προορίζει για υψηλά αξιώματα. Ο ίδιος όμως ο Γρηγόριος αδιαφορούσε για την κοσμική δόξα. Μετά το θάνατο του πατέρα του έπεισε τη μητέρα και τα αδέλφια του ότι πρέπει να στραφούν στη μοναχική ζωή, κι ο ίδιος εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και κινήθηκε πρώτα προς τοΠαπίκιον Όρος της Θράκης και τελικά προς τον Άθωνα, όπου και ασκήθηκε στην νοερά προσευχή.

Το 1335 εμφανίστηκε για πρώτη φορά με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», με τους οποίους ήλθε σε σύγκρουση με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι»
 
Μετά από αυτές τις τοποθετήσεις του Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από όπου και άρχισε τον αγώνα «υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων», δηλ. αυτών που ασκούσαν τον ησυχασμό, συγγράφοντας μάλιστα και τους ομώνυμους λόγους του. Η θέση του, που αποτελεί την επιτομή της Ορθόδοξης ησυχαστικής παράδοσης, ήταν ότι «ο Θεός υπάρχει κατά δύο τρόπους. Κατά την ουσία Του και κατά τις Θείες και άκτιστες Ενέργειές Του. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό κατά την ουσία Του. Μπορεί όμως να γνωρίσει και να ενωθεί μαζί Του, μέσα από τις Θείες και άκτιστες Ενέργειές Του»[1]. Παλαμάς και Βαρλαάμ ήρθαν σε αντιπαράθεση και διάφορες μορφές του πνεύματος, αλλά και της εξουσίας της εποχής συντάχθηκαν με τον καθένα. Η κατάσταση αυτή ονομάστηκε ησυχαστική έριδα. 

Περιεχόμενο της σύγκρουσης 

Το πρόβλημα, πού τέθηκε με την παρέμβαση του Βαρλαάμ, ήταν, αν η θεραπεία του νου (κάθαρση) γίνεται μέσω της ασκήσεως και της νοεράς ευχής (φωτισμού) ή μέσω της φιλοσοφίας (διανοητικού στοχασμού). Έτσι όμως ετέθη στην πράξη το πρόβλημα της σχέσεως της «θείας» προς την «έξω» ή «θύραθεν» σοφία. Ο Παλαμάς διέκρινε -πατερικά- δύο σοφίες: τη θεία και την έξω, σαφώς διακρινόμενες μεταξύ τους, διότι χρησιμοποιούν διαφορετικό καθεμιά χώρο (καρδία-εγκέφαλος).

Την «σοφία του αιώνος τούτου» (Α' προς Κορινθίους 2,6) ο ησυχαστής αντικαθιστά στη θεολόγηση με τη σοφία του Θεού, που προϋποθέτει την ενεργό παρουσία της ακτίστου ενεργείας του Θεού στην καρδιά του πιστού.
«Τη γαρ φυσική ταύτη η έξω παιδεία βοηθεί, πνευματική δε ουδέποτε γένοιτ’αν, ει μη μετά της πίστεως και τη του Θεού συγγένοιτο αγάπη, μάλλον δε, ει μη προς της αγάπης και της εξ αυτής εγγινομένης χάριτος αναγεννηθείη και άλλη παρά την προτέραν γένοιτο, κοινή τε και θεοειδής, αγνή, ειρηνική, επιεικής, ήτις δη και άνωθεν σοφία (Ιακ. 3, 17) και Θεού σοφία (Α' Κορ. 1, 21.24. 2, 7) κατονομάζεται, και ως πνευματική πως, άτε τη του Πνεύματος υποτεταγμένη σοφία, τα του Πνεύματος χαρίσματα και γινώσκει και αποδέχεται. Η δε μη τοιαύτη κάτωθεν, ψυχική, δαιμονιώδης (Ιακ. 3, 15), καθάπερ ο των αποστόλων αδελφόθεος λέγει, διό και τα του Πνεύματος ου προσίεται, κατά το γεγραμμένον» (Υπέρ των ιερώς Ησυχαζόντων τριάς Α', 9, 1).
Η Αποκάλυψη του Θεού δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο της διανοίας του ανθρώπου, διότι υπερβαίνει κάθε κατάληψη. Γι’αυτό η παιδεία και η φιλοσοφία δεν συνιστούν προϋπόθεση της θεογνωσίας. Στη δυτική θεολογική παράδοση ισχύει το credo, ut intelligam (Αυγουστίνος). Κατά την άποψη αυτή προχωρεί κανείς με την πίστη, μέσω της φιλοσοφίας και της Γραφής, στη λογική σύλληψη της αποκαλύψεως. H προτεραιότητα δίνεται στη διάνοια, όχι μόνο στη φυσική, αλλά και στην υπερφυσική γνώση. Για τον ορθόδοξο-ησυχαστή η «έξω» σοφία ως προς την Θεογνωσία είναι μέγεθος αδιάφορο. Γι' αυτό η θέωση είναι υπόθεση κοινή εγγραμμάτων και αγραμμάτων (π.χ. Μ. Βασίλειος-Μ. Αντώνιος). 
 

 
 
Ξεκίνησε από προσωπικές εμπειρίες και απέδειξε ότι το έργο της θεολογίας είναι ασύγκριτα ανώτερο από της φιλοσοφίας και επιστήμης. Αξιολογεί την έξω σοφία ως περιορισμένη, αναφέροντας δύο γνώσεις, την θεία και την ανθρώπινη, και δύο Θεϊκά δώρα, τα φυσικά για όλους και τα υπερφυσικά ή πνευματικά που δίδονται όποτε θέλει ο Θεός και μόνο στους καθαρούς και αγίους, στους τελείους. Η θεολογία ολοκληρώνεται δια της θεοπτίας. 
Οι αντίπαλοι του Παλαμά πίστευαν στο χωρίο του Ιωάννου ότι "τον Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε" (κανείς δεν είδε ποτέ το Θεό) και κατηγορούσαν τους μοναχούς που είχαν θεοπτία [έβλεπαν το θείο Φως], ως ομφαλοσκόπους. Ο Γρηγόριος αντέτεινε ότι ο Κύριος είπε: "οι καθαροί στην καρδία τον Θεόν όψονται" (θα δουν το Θεό, Ματθ. 5,8). 
Θεμελιώδης προσφορά του Γρηγορίου στην θεολογία είναι η διάκρισις στην ουσία και ενέργεια του Θεού. Η ύπαρξη του Θεού συνίσταται σε δύο. Στην ουσία Του, η οποία είναι άκτιστη, ακατάληπτη και αυθύπαρκτη και ονομάζεται κυριολεκτικά θεότης (εδώ αναφέρεται το ουδείς εώρακε) και στις ενέργειές Του, οι λεγόμενες ιδιότητες ή προσόντα που είναι μεν άκτιστες, αλλά καταληπτές. Άλλο λοιπόν η θεότης και άλλο η βασιλεία, η αγιότης κ.λ.π.
Ο άνθρωπος είναι μίγμα δύο διαφόρων κόσμων και συγκεφαλαιώνει όλη την κτίση. Ακολουθώντας την Πατερική γραμμή σε σύγκριση με τη πλατωνική και βαρλααμική ανθρωπολογία, θεωρεί ότι το σώμα του ανθρώπου δεν είναι πονηρό, αλλά αποτελεί κατοικία του νου, αφού μάλιστα καθίσταται και του Θεού κατοικία, έτσι μαζί με τη ψυχή καθιστά τον άνθρωπο ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Η αναγέννηση του ανθρώπου γίνεται με το βάπτισμα και η ανακαίνιση με την θεία Ευχαριστία. Είναι τα δύο θεμελιώδη μυστήρια, της θείας οικονομίας.
Το ουσιωδέστερο στοιχείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά συνίσταται στην ανύψωση του ανθρώπου υπεράνω αυτού του κόσμου. Η εμπειρία της θεώσεως είναι δυνατή από εδώ με την παράδοξο σύνδεση του ιστορικού με του υπεριστορικού. Το φως που είδαν οι μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ, το φως που βλέπουν οι καθαροί ησυχαστές σήμερα και η υπόστασις των αγαθών του μέλλοντος αιώνος αποτελούν τις τρείς φάσεις ενός και του αυτού πνευματικού γεγονότος, σε μια υπερχρόνια πραγματικότητα.

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς – Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Δ΄).


Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων
Ερώτηση πρός τον ιερό συγγραφέα
Καλά έκανες, Πάτερ, που μου παράθεσες και τους λόγους των Αγίων για το ζήτημά μας. Ακούγοντάς σε να λύνεις τις απορίες μου θαύμαζα πώς γινόταν η αλήθεια ολοφάνερη· μου ερχόταν όμως στο νου, αφού κάθε λόγος αντικρούεται με λόγο, όπως είπες και συ ο ίδιος, μήπως υπάρχει κάποια αντιλογία και για όσα υποστηρίζεις εσύ. Μα επειδή γνωρίζω ότι μόνο η έμπρακτη μαρτυρία είναι αναμφισβήτητη, κι έχω ακούσει και τους Αγίους να λένε τα ίδια μ’ εσένα, δε φοβάμαι πιά τίποτα τέτοιο. Γιατί όποιος δεν πείθεται στους Αγίους, πώς θα είναι αξιόπιστος ο ίδιος; Και πώς δε θα αθετεί το Θεό των Αγίων; Γιατί Αυτός ο ίδιος είπε στους Αποστόλους και μέσω αυτών στους μετέπειτα Αγίους: «Όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα»(Λουκ. 10, 16), δηλαδή την ίδια την αλήθεια. Πώς λοιπόν θα γίνει αποδεκτός από εκείνους που ζητούν την αλήθεια, ο αντίπαλος της αλήθειας; Γι’ αυτό σε παρακαλώ, Πάτερ, να με ακούσεις να σου εκθέσω και το καθένα από τα άλλα όσα άκουσα από τους ανθρώπους εκείνους που ασχολούνται όλη τους τη ζωή με την ελληνική παιδεία. Και τότε να μου πεις κι εσύ τη δική σου γνώμη σχετικά μ’ αυτά και να προσθέσεις και τις σχετικές γνώμες των Αγίων. Οι αντίθετοι δηλαδή υποστηρίζουν ότι κακώς κάνομε που προσπαθούμε να κλείνομε το νου μας μέσα στο σώμα. Μάλλον, λένε, πρέπει να προσπαθούμε να τον εξωθούμε με κάθε τρόπο έξω από το σώμα. Γι’ αυτό και διασύρουν πολύ μερικούς από τους δικούς μας και γράφουν εναντίον τους, επειδή συμβουλεύουν τους αρχαρίους να κοιτάζουν το σώμα τους και να οδηγούν μέσα τους με την αναπνοή το νου τους, λέγοντας ότι δεν είναι χωρισμένος ο νους από την ψυχή. Αφού λοιπόν δεν είναι χωρισμένος, πώς να τον στείλει κανείς εκεί που βρίσκεται; Ακόμη ισχυρίζονται ότι τάχα οι δικοί μας λένε πως και τη θεία χάρη την εισάγουν μέσα τους από τα ρουθούνια. Εγώ όμως, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι συκοφαντία, γιατί κάτι τέτοιο δεν άκουσα από κανένα δικό μας, έβγαλα το συμπέρασμα ότι και για τα υπόλοιπα επιτίθενται από κακία. Γιατί αυτοί συνηθίζουν και για ανύπαρκτα να κατηγορούν τους ανθρώπους, και τα υπαρκτά να διαστρέφουν. Εσύ όμως, Πάτερ, δίδαξέ με, για ποιο λόγο φροντίζομε να φέρνομε μέσα μας με κάθε επιμέλεια το νου, και δεν το νομίζομε κακό να τον περικλείομε στο σώμα.
Απόκριση, ότι για κείνους που διάλεξαν να προσέχουν τον εαυτό τους στην ησυχία, δεν είναι ανώφελο να προσπαθούν να συγκρατούν το νου τους μέσα στο σώμα.
Αδελφέ, δεν ακούς τον Απόστολο που λέει ότι τα σώματά μας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που είναι μέσα μας(Α΄ Κορ. 6, 19); Και πάλι, ότι είμαστε οίκος του Θεού, όπως λέει ο Θεός: «Θα κατοικήσω και θα περπατήσω μέσα τους και θα είμαι Θεός τους»(Β΄ Κορ. 6, 16); Αφού λοιπόν το σώμα εκ φύσεως είναι φτιαγμένο για να γίνει κατοικητήριο του Θεού, ποιος λογικός άνθρωπος θα έκρινε ανάξιο κόπο το να εγκαταστήσει το νου του μέσα σ’ αυτό; Γιατί κι ο Θεός έβαλε το νου εξαρχής να κατοικήσει μέσα στο σώμα; Άραγε κι Αυτός κακώς έπραξε; Αυτά τα λόγια, αδελφέ, αρμόζει να λέμε στους αιρετικούς, που υποστηρίζουν ότι το σώμα είναι κακό και δημιούργημα του πονηρού. Εμείς όμως νομίζομε κακό να είναι ο νους στα σαρκικά φρονήματα, και όχι κακό να είναι μέσα στο σώμα, αφού ούτε το σώμα είναι κακό. Γι’ αυτό εκείνοι που έχουν στραμμένη σ’ όλη τους τη ζωή την ύπαρξή τους στο Θεό, αναφωνούν μαζί με το Δαβίδ προς το Θεό: «Δίψασε για Σένα η ψυχή μου, αλλά πόσες φορές κι η σάρκα μου!»(Ψαλμ. 62, 2), και: «Η καρδιά μου και η σάρκα μου αναγάλλιασαν με την παρουσία του ζώντος Θεού»(Ψαλμ. 83, 3). Και προσθέτουν μαζί με τον Ησαΐα: «Η κοιλιά μου θα αντηχήσει σαν κιθάρα και τα σπλάχνα μου σαν χάλκινο τείχος που εγκαινίασες Εσύ»(Ησ. 16, 11), και: «Από το φόβο Σου, Κύριε, λάβαμε μέσα μας το Πνεύμα της σωτηρίας Σου, κι έχοντας σ’ Αυτό την πεποίθησή μας δε θα πέσομε, αλλά θα πέσουν εκείνοι που μιλούν εμπνεόμενοι από τη γη(Ησ. 26, 17-18) και κατηγορούν ψευδώς τα επουράνια λόγια και βιώματα ως γήινα». Γιατί αν και ο Απόστολος ονομάζει το σώμα θάνατο λέγοντας «Ποιος θα με λυτρώσει από το σώμα τούτο του θανάτου;»(Ρωμ. 7, 24), αλλ’ αυτό το λέει απλώς γιατί το πρόσυλο και σωματικό φρόνημα είναι σωματοειδές. Γι’ αυτό παραβάλλοντάς το με το πνευματικό και θείο φρόνημα, δίκαια το ονόμασε σώμα· και όχι απλώς σώμα, αλλά θάνατο σώματος. Και λίγο παραπάνω, φανερώνοντας σαφέστερα ότι δεν κατηγορεί τη σάρκα, αλλά την αμαρτητική ροπή που εισήλθε σ’ αυτήν με την παράβαση του Αδάμ, λέει: «Είμαι δούλος πουλημένος στην αμαρτία»(Ρωμ. 7, 14)· κι ο πουλημένος, δεν είναι γεννημένος δούλος. Και πάλι λέει: «Γνωρίζω ότι δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή στη σάρκα μου, το αγαθό»(Ρωμ. 7, 18). Βλέπεις λοιπόν, ότι δε λέει τη σάρκα, αλλά το κακό που κατοικεί μέσα της. Επομένως, αυτός ο νόμος που βρίσκεται στα μέλη μας κι αντιστρατεύεται στο νόμο του νου(Ρωμ. 7, 23) είναι κακό να κατοικεί μέσα στο σώμα, και όχι ο νους. Γι’ αυτό κι εμείς αντιπαρατασσόμαστε σ’ αυτόν το νόμο της αμαρτίας, προσπαθούμε να τον διώξομε από το σώμα και εγκαθιστούμε μέσα σ’ αυτό την επιτήρηση του νου, με την οποία νομοθετούμε το πρέπον σε κάθε δύναμη της ψυχής και σε κάθε μέλος του σώματος. Στις αισθήσεις, ποιά να αντιλαμβάνονται και σε τι βαθμό· το έργο αυτό του πνευματικού νόμου λέγεται εγκράτεια. Στο παθητικό μέρος της ψυχής, εισάγομε την άριστη έξη, η οποία λέγεται αγάπη. Αλλά με το νόμο αυτό βελτιώνομε και το λογιστικό, απομακρύνοντας κάθε τί που εμποδίζει τη διάνοια να ανυψωθεί στο Θεό· το μέρος αυτό τούτου του νόμου το λέμε νήψη. Αφού τώρα καθαρίσει κανείς το σώμα του με την εγκράτεια και κάνει το θυμό και την επιθυμία αφορμές αρετών με την αγάπη και παρουσιάσει καθαρό το νου του με την προσευχή στο Θεό, τότε αποκτά και βλέπει μέσα του τη χάρη που υποσχέθηκε ο Κύριος στους καθαρούς στην καρδιά. Και τότε θα μπορέσει να πει μαζί με τον Παύλο: «Ο Θεός που είπε να λάμψει το φως μέσα από το σκοτάδι, Αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας και μας φώτισε να γνωρίσομε τη δόξα του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Έχομε όμως το θησαυρό αυτό μέσα σε πήλινα δοχεία, δηλαδή στα σώματά μας»(Β΄ Κορ. 4, 6-7). Αν λοιπόν κρατήσομε το νου μας μέσα στο σώμα, αυτό θα είναι ανάξιο της μεγαλοσύνης του νου; Ποιος μπορεί να προβάλει κάτι τέτοιο, όχι πνευματικός, αλλά ένας με νου, γυμνό από τη θεία χάρη, νου όμως άνθρωπου;
Η ψυχή μας είναι μία οντότητα πολυδύναμη και χρησιμοποιεί ως όργανο το σώμα που δημιουργήθηκε να ζει μαζί της. Ποιά λοιπόν είναι τα μέλη που χρησιμοποιεί ως όργανα για να ενεργεί η δύναμή της εκείνη που ονομάζομε νου; Αλλά, βέβαια, κανείς δεν υπέθεσε ποτέ ότι η διάνοια είναι εγκατεστημένη στα νύχια, ούτε στα βλέφαρα, ούτε στα ρουθούνια ή στα χείλη. Όλοι συμφωνούν ότι είναι μέσα μας, διαφωνούν όμως μερικοί ως προς το πρώτο από τα μέσα μας που μεταχειρίζεται ως όργανο. Άλλοι θεωρούν ότι είναι εγκατεστημένη, σαν μέσα σε ακρόπολη, στον εγκέφαλο. Άλλοι πάλι παραχωρούν στη διάνοια σαν όχημα, το κέντρο της καρδιάς και το ψυχικό πνεύμα που βρίσκεται καθαρότατο εκεί. Εμείς τώρα, γνωρίζομε με ακρίβεια ότι το λογιστικό βρίσκεται στην καρδιά σαν σε όργανο, όχι όμως μέσα σ’ αυτήν όπως σε δοχείο, γιατί είναι ασώματο, ούτε έξω, γιατί είναι ενωμένο με αυτήν. Και τούτο δεν το διδαχτήκαμε από άνθρωπο, αλλά από τον ίδιο τον Πλάστη του ανθρώπου, που λέει στα Ευαγγέλια ότι δεν είναι τα εισερχόμενα από το στόμα, αλλά τα εξερχόμενα που μολύνουν τον άνθρωπο· γιατί από την καρδιά βγαίνουν οι λογισμοί(Ματθ. 15, 11 και 19). Παρόμοια λέει και ο μέγας Μακάριος: «Η καρδιά είναι ο ηγεμόνας όλης της υπάρξεως. Κι όταν κυριαρχήσει η χάρη σ’ όλα τα μέρη της καρδιάς, τότε βασιλεύει πάνω σε όλους τους λογισμούς και σ’ όλα τα μέλη. Γιατί εκεί είναι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής». Η καρδιά μας λοιπόν είναι το ταμείο των λογισμών και το πρώτο σαρκικό όργανο του λογιστικού. Όταν λοιπόν φροντίζομε να εξετάζομε και να διορθώνομε το λογιστικό μας με ακριβή νήψη, με ποιο άλλο τρόπο θα το πετύχομε αυτό, παρά αφού συγκεντρώσομε το νου μας που είναι διασκορπισμένος έξω με τις αισθήσεις και τον ξαναφέρομε μέσα μας και μάλιστα στην καρδιά μας, στο ταμείο των λογισμών; Γι’ αυτό και ο Μακάριος —όνομα και πράγμα—, αμέσως στη συνέχεια όσων είπε παραπάνω, προσθέτει: «Εκεί λοιπόν πρέπει να προσέχομε, αν η χάρη έγραψε τους νόμους του Πνεύματος». Πού εκεί; Στο ηγεμονικό όργανο, στο θρόνο της χάρης, όπου ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής, δηλαδή στην καρδιά. Βλέπεις ότι είναι πολύ μεγάλη ανάγκη, αυτοί που διάλεξαν να προσέχουν στην ησυχία τον εαυτό τους, να επαναφέρουν και να περικλείουν μέσα στο σώμα το νου, και μάλιστα στο ενδότατο σώμα του σώματος, αυτό δηλαδή που αποκαλούμε καρδιά; Αν, κατά τον Δαβίδ, όλη η δόξα της θυγατέρας του Βασιλιά βρίσκεται μέσα της(Ψαλμ. 44, 14), πώς εμείς θα τη ζητήσομε κάπου έξω; Κι αν, κατά τον Απόστολο, ο Θεός έδωσε το Πνεύμα Του στις καρδιές μας να κράζει· «Αββά, Πατέρα!»(Γαλ. 4, 6), πώς εμείς δε θα προσευχόμαστε μέσα σ’ αυτές μαζί με το Πνεύμα; Κι αν, κατά τον Κύριο των Προφητών και των Αποστόλων, η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας(Λουκ. 17, 21), πώς δε θα βρεθεί έξω από τη βασιλεία των ουρανών εκείνος που προσπαθεί να βγάλει το νου του από μέσα του; Κι ο σοφός Σολομών λέει: «Η υγιής καρδιά επιζητεί αίσθηση»(Παροιμ. 15, 14), την οποία ο ίδιος σε άλλο μέρος την ονόμασε νοερή και θεία. Προς αυτήν και οι Πατέρες μάς προτρέπουν όλους και λένε: «Ο νοερός νους έχει οπωσδήποτε και νοερή αίσθηση· αυτή, που είναι και δεν είναι μέσα μας, να μη σταματήσομε να επιζητούμε ποτέ». Βλέπεις λοιπόν ότι κι αν κανείς προθυμοποιηθεί να παλαίψει κατά της αμαρτίας και να κάνει κτήμα του την αρετή, κι αν επιζητήσει να βρει το βραβείο του αγώνα της αρετής, ή μάλλον τον αρραβώνα του βραβείου της αρετής, δηλαδή τη νοερή αίσθηση, ότι είναι απαραίτητο να επαναφέρει το νου του μέσα και στο σώμα και στον εαυτό του; Το να οδηγούμε το νου όχι έξω από το σωματικό φρόνημα, αλλά έξω από αυτό το σώμα, για να πετύχει τάχα εκεί νοερά θεάματα, αυτό είναι η μεγαλύτερη ελληνική πλάνη, η ρίζα και η πηγή κάθε κακοδοξίας, εφεύρεση και μάθημα δαιμόνων, γεννά την ανοησία και γεννιέται από την παραφροσύνη. Γι’ αυτό κι εκείνοι που μιλούν έτσι με την έμπνευση των δαιμόνων, έχουν χάσει τα λογικά τους και δεν εννοούν ούτε εκείνα που λένε. Εμείς όμως επαναφέρομε το νου όχι μόνο μέσα στο σώμα και στην καρδιά, αλλά και μέσα στον εαυτό του.
Ας κατηγορούν λοιπόν εκείνοι που λένε ότι, αφού δεν είναι χωρισμένος ο νους, αλλά βρίσκεται μέσα στην ψυχή, πώς θα τον στείλει κανείς πάλι μέσα; Όπως φαίνεται, αγνοούν ότι άλλο είναι η ουσία του νου και άλλο η ενέργεια. Ή μάλλον, αν και ξέρουν, πήγαν με το μέρος των απατεώνων θεληματικά, ξεγελώντας με την ομωνυμία. Επειδή δηλαδή δεν καταδέχονται την απλότητα της πνευματικής διδασκαλίας, εκείνοι που είναι ακονισμένοι για αντιλογίες από τη διαλεκτική —σύμφωνα με τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου—, ανατρέπουν τη δύναμη της αλήθειας με τις εναντιώσεις της ψευδώνυμης γνώσεως και με την πιθανοφάνεια των σοφισμάτων. Τέτοιοι πρέπει να είναι οι μη πνευματικοί που έχουν την αξίωση να κρίνουν τα πνευματικά και να διδάσκουν. Γιατί βέβαια δεν τους διαφεύγει τούτο- ότι ο νους δεν είναι όπως τα μάτια που βλέπουν τα άλλα ορατά, αλλά δε βλέπουν τον εαυτό τους. Ο νους ενεργεί παρατηρώντας τα άλλα, όσα χρειάζεται, κι αυτό το ονομάζει «κατ’ ευθείαν κίνηση του νου» ο Μέγας Διονύσιος· επανέρχεται όμως στον εαυτό του και ενεργεί καθ’ εαυτόν, όταν βλέπει τον εαυτό του. Αυτό το ονομάζει «κυκλική κίνηση του νου» ο ίδιος Διονύσιος. Αυτή η ενέργεια του νου είναι η ανώτερη και κατεξοχήν ταιριαστή σ’ αυτόν, με την οποία, ξεπερνώντας καμιά φορά τον εαυτό του συναντά το Θεό. Γιατί λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Ο νους που δε διασκορπίζεται προς τα έξω…». Βλέπεις από αυτό ότι ο νους βγαίνει από μέσα; Έχει λοιπόν ανάγκη να επιστρέψει. Γι’ αυτό συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος: «…επιστρέφει πρός τον εαυτό του, και δια μέσου του εαυτού του ανεβαίνει στο Θεό σαν από δρόμο χωρίς κίνδυνο πλάνης». Γιατί αυτού του είδους η κίνηση του νου, όπως λέει και ο απλανής εκείνος θεωρός των νοερών Διονύσιος, είναι αδύνατον να περιπέσει σε οποιαδήποτε πλάνη. Από την κίνηση λοιπόν αυτή ο πατέρας της πλάνης, ο διάβολος, θέλοντας πάντοτε να απομακρύνει τον άνθρωπο και να τον οδηγεί σ’ εκείνην που επιτρέπει είσοδο στις πλάνες του, δε βρήκε ποτέ μέχρι σήμερα, απ’ όσο γνωρίζω, κανένα συνεργό που να αγωνίζεται με ωραία λόγια να τραβά τους άλλους σ’ αυτή. Τώρα φαίνεται ότι βρήκε βοηθούς, αν όπως είπες, υπάρχουν τέτοιοι.
Αυτοί λοιπόν και λόγους συγγράφουν που οδηγούν σ’ αυτές τις απόψεις τους και προσπαθούν να πείσουν τους πολλούς ότι είναι καλύτερο να κρατούν έξω από το σώμα το νου όταν προσεύχονται, ακόμα κι εκείνους που ασπάσθηκαν τον ανώτερο και ησυχαστικό βίο. Και δε σέβονται ούτε το χαρακτηριστικό ορισμό που έδωσε ο Ιωάννης, ο οποίος κατασκεύασε με λόγους για μας την Κλίμακα που ανεβάζει στον ουρανό, ότι δηλαδή, ησυχαστής είναι αυτός που αγωνίζεται να περιορίσει τον ασώματο νου μέσα στο σώμα. Τα ίδια μας δίδαξαν και οι πνευματικοί μας πατέρες, και ευλόγως. Αν δηλαδή δεν περιορίσει το νου μέσα στο σώμα, πώς θα τον έχει μέσα του, αυτόν που είναι ντυμένος με το σώμα και που σαν χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσεως απλώνεται μέσα σ’ όλη αυτή τη μορφοποιημένη ύλη; Η καθορισμένη εξωτερική επιφάνεια της ύλης αυτής (του σώματος) δεν μπορεί να δεχτεί την ουσία του νου όσο καιρό ζει παίρνοντας μορφή ζωής κατάλληλη πρός τη συνάφειά της με το νου. Βλέπεις λοιπόν, αδελφέ, πώς όχι μόνο πνευματικά, αλλά και από την ανθρώπινη πλευρά εξετάζοντας τα πράγματα, αποδείχτηκε ότι είναι αναγκαιότατο να οδηγούν ή να κατέχουν το νου μέσα στο σώμα όσοι αποφάσισαν να γίνουν αληθινά κύριοι του εαυτού τους και Μοναχοί κατά τον εσωτερικό άνθρωπο; Δεν είναι λοιπόν ανάρμοστο να διδάσκει κανείς τους αρχαρίους να βλέπουν κυρίως στον εαυτό τους και με την αναπνοή να στέλνουν μέσα τους το νου. Γιατί εκείνον, που δεν έγινε ακόμη θεωρός του εαυτού του, κανείς φρόνιμος δε θα τον εμποδίσει να συγκεντρώνει μέσα του το νου του με διάφορες επινοήσεις. Ο νους λοιπόν εκείνων που μόλις πριν από λίγο μπήκαν σ’ αυτόν τον αγώνα, και όταν συγκεντρώνεται, δραπετεύει συνεχώς και πρέπει αυτοί να προσπαθούν συνεχώς να τον επαναφέρουν, τους διαφεύγει όμως καθώς είναι αγύμναστοι, γιατί είναι πάρα πολύ δυσκολοπαρατήρητος και πιο ευκίνητος από ο,τιδήποτε άλλο. Γι’ αυτό υπάρχουν εκείνοι που τους συμβουλεύουν να προσέχουν στην αναπνοή που συνέχεια διαχέεται και ξαναμαζεύεται, και να την κρατούν για λίγο, ώστε μαζί με αυτήν να συγκρατούν και το νου, μέχρις ότου, προχωρώντας με τη βοήθεια του Θεού στο καλύτερο και κάνοντας το νου τους ακίνητο προς τα γύρω του και καθαρό απ’ όλα, μπορέσουν να τον συγκεντρώσουν σε ενοειδή συνέλιξη *. Αυτό μπορεί να το δει κανείς να επακολουθεί αυτόματα στην προσοχή του νου· γιατί αυτή η πνοή εισέρχεται κι εξέρχεται με ηρεμία και σε κάθε προσπάθεια που απαιτεί συγκέντρωση, ιδιαίτερα σ’ όσους ησυχάζουν κατά το σώμα και τη διάνοια. Αυτοί δηλαδή, σαββατίζοντας πνευματικά και παύοντας —όσο είναι εφικτό— όλα τα έργα τους, απορρίπτουν κάθε έργο των ψυχικών δυνάμεων μεταβατικό και εξωτερικό και σχετιζόμενο με τις διάφορες γνώσεις, όπως επίσης κι όλες τις μέσω των αισθήσεων αντιλήψεις και γενικά κάθε ενέργεια του σώματος που υπόκειται στην εξουσία μας. Ακόμη, απορρίπτουν και όποια δεν υπόκειται τελείως στην εξουσία μας, όπως για παράδειγμα την αναπνοή, σε όσο βαθμό μπορούν. Όλα αυτά γίνονται χωρίς κόπο και φροντίδα σ’ εκείνους που πρόκοψαν στο έργο της ησυχίας. Γιατί κατ’ ανάγκην συμβαίνουν αυτόματα όλα αυτά με την τέλεια είσοδο της ψυχής στον εαυτό της. Στους αρχαρίους όμως δε θα δεις κανένα από τα παραπάνω να γίνεται χωρίς κόπο. Όπως λοιπόν στην αγάπη ακολουθεί η υπομονή, —γιατί η αγάπη τα στέργει όλα(Α΄ Κορ. 13, 7)—, κι εμείς διδασκόμαστε να βιάζομε τον εαυτό μας για να κατορθώνομε την υπομονή, ώστε να φτάσομε μέσω αυτής στην αγάπη, έτσι είναι και στα παραπάνω. Και τι άλλο περισσότερο να πούμε; Όλοι οι πεπειραμένοι γελούν μ’ εκείνους που από απειρία νομοθετούν τα αντίθετα. Γιατί δάσκαλος των πραγμάτων αυτών δεν είναι ο λόγος, αλλά ο κόπος και η πείρα έπειτα από κόπους, η οποία και το συμφέρον καρπώνεται, και αποστρέφεται τους άκαρπους λόγους των φιλονείκων και επιδεικτικών. Κι αφού, όπως λέει κάποιος από τους μεγάλους Πατέρες σχετικά μ’ αυτά, ο εσωτερικός άνθρωπος, μετά την παράβαση του Αδάμ, συνηθίζει να εξομοιώνεται με τα εξωτερικά σχήματα, πώς δε θα βοηθήσει πολύ εκείνον που καταγίνεται με προθυμία να στρέψει το νου του στον εαυτό του, έτσι που να μην ακολουθεί την «κατ’ ευθείαν», αλλά την κυκλική κίνηση που είναι απλανής, το να μην περιφέρει τα μάτια του εδώ κι εκεί, αλλά να τα στηρίζει όπως σε κάποιο στήριγμα στο στήθος του ή στον ομφαλό; Συστρέφοντας δηλαδή όσο μπορεί εξωτερικά τον εαυτό του σαν κύκλο, παρόμοια με την κυκλική κίνηση του νου που επιδιώκει μέσα του, με το σχήμα αυτό του σώματος θα στείλει μέσα στην καρδιά του και τη δύναμη του νου που διαχέεται έξω με την όραση. Αν τώρα και του νοητού θηρίου η δύναμη είναι στον ομφαλό της κοιλιάς(Ιώβ 40, 16), γιατί εκεί είναι και η δύναμη του νόμου της αμαρτίας και του παραχωρεί τόπο, γιατί κι εμείς να μη στήσομε στο ίδιο σημείο, οπλισμένο με την προσευχή, τον πνευματικό νόμο που αντιστρατεύεται στο νόμο αυτό(Ρωμ. 7, 23); Κι αυτό, ώστε το πονηρό πνεύμα που εκδιώχθηκε με το λουτρό της παλιγγενεσίας, να μην ξαναγυρίσει μαζί με άλλα επτά πνεύματα πονηρότερα και κατοικήσει πάλι μέσα και γίνουν τα τελευταία χειρότερα από τα πρώτα(Ματθ. 12, 45).