π. Δ η μ η τ ρ ί ο υ Μ π ό κ ο υ
Μιὰ ἐν τε λῶς θαυ μα στή, ὅ σο καὶ πα ρά δο ξη ἐμ φά νι ση τοῦ Θε οῦ ἔ γι νε στὸν πα τριά ρχη Ἀ βρα άμ, ἐ νῶ αὐ τὸς κα θό ταν στὴ θύ ρα τῆς σκη νῆς του, μέ ρα με ση μέ ρι, στὴ Χε βρών, κον τὰ στὴ δρῦ τοῦ Μαμ βρῆ.
Κα θὼς σή κω σε τὰ μά τια του, εἶ δε τρεῖς ἄν δρες νὰ στέ κον ται ἀ πέ ναν τί του. Ἔ τρε ξε ἀ μέ σως νὰ τοὺς προ ϋ παν τή σει καὶ τοὺς προ σκύ νη σε ὣς τὴ γῆ.
- Κύριέ μου , εἶ πε, ἂν ἔ χω τὴν εὔ νοι ά σου, μὴν προ σπε ρά σεις τὸν δοῦ λο σου. Ἂς φέ ρουν λί γο νε ρὸ νὰ πλύ νε τε τὰ πό δια σας, καὶ με τὰ μπο ρεῖ τε νὰ δρο σι στεῖ τε κά τω ἀ πὸ τὸ δέν τρο. Θὰ φέ ρω καὶ λί γο ψω μὶ νὰ πά ρε τε δύ να μη, καὶ με τὰ μπο ρεῖ τε νὰ πη γαί νε τε. Πε ρά στε λοι πὸν ἀ πὸ τὸν δοῦ λο σα ς.
Ἐ κεῖ νοι ἀ πάν τη σαν:
- Κάνε ὅ πως εἶ πε ς.
Τό τε ὁ Ἀ βρα ὰμ ἔ τρε ξε στὴ σκη νὴ καὶ εἶ πε στὴ Σάρ ρα:
- Πάρε γρή γο ρα τρεῖς γα βά θες ἀ λεύ ρι ἐ κλε κτό, ζύ μω σέ το καὶ κά νε πίτ τε ς.
Με τὰ ἔ τρε ξε στὰ βό δια, πῆ ρε ἕ να μο σχά ρι τρυ φε ρὸ καὶ κα λό, τὸ ἔ δω σε στὸν ὑ πη ρέ τη κι ἐ κεῖ νος τὸ ἑ τοί μα σε γρή γο ρα. Πῆ ρε ἀ κό μα βού τυ ρο, γά λα καὶ μαζὶ μὲ τὸ μο σχά ρι ποὺ εἶ χε ἑ τοι μά σει, τὰ πα ρέ θε σε μπρο στά τους. Καὶ ἐ νῶ ἐ κεῖ νοι ἔ τρω γαν, αὐ τὸς τοὺς πα ρα στε κό ταν κά τω ἀ πὸ τὸ δέν τρο (Γεν. 18, 1-8).
Τὸ πε ρι στα τι κὸ αὐ τό, γνω στὸ καὶ ὡς «Φιλοξενία τοῦ Ἀ βραά μ», θε ω ρεῖ ται ὡς φα νέ ρω ση τοῦ Τρι α δι κοῦ Θε οῦ, Πα τρός, Υἱ οῦ καὶ Ἁ γί ου Πνεύ μα τος, καὶ κα θι ε ρώ θη κε στὴν ὀρ θό δο ξη εἰ κο νο γρα φί α ὡς ἡ κα τ’ ἐ ξο χὴν εἰ κό να τῆς Ἁ γί ας Τριά δος. Εἶ ναι χα ρα κτη ρι στι κό, ὅ τι μι λών τας γιὰ τοὺς τρεῖς ἄν δρες ἡ Ἁ γί α Γρα φή, τοὺς προσ δι ο ρί ζει συ νε χῶς μὲ τὸ ὄ νο μα « ὁ Κύ ρι ο ς».
Πέ ρα ὅ μως ἀ πὸ τὸ ὅ τι τὸ γε γο νὸς αὐ τὸ εἶ ναι μιὰ φα νε ρὴ μαρ τυ ρί α τῆς τρι α δι κό τη τας τοῦ Θε οῦ, ἐ νυ πάρ χει καὶ μιὰ ἀ κό μη δι ά στα ση σ’ αὐ τό. Εἶ ναι μιὰ προ τύ πω ση, ἕ νας συμ βο λι σμὸς τοῦ γε γο νό τος τῆς Ἐκ κλη σί ας: Ἔ χου με τὸν Τρι α δι κὸ Θε ό, τὸν δη μι ουρ γὸ καὶ πα τέ ρα, σὲ μιὰ ἀ ξι ο ζή λευ τη σκη νὴ ἀ λη θι νῆς κοι νω νί ας μὲ τὰ ἐ πὶ γῆς πι στὰ τέ κνα Του, τὸν Ἀ βρα ὰμ καὶ τὴ Σάρ ρα. Μιὰ πρότυπη εἰ κό να, ἕνα ἀρχέτυπο τῆς Ἐκ κλη σί ας, θρι αμ βεύ ου σας καὶ στρα τευ ο μέ νης.
Στὸ ὅ λο σκη νι κὸ κά τω ἀ πὸ τὴν δρῦ τὴν Μαμ βρῆ, ἕ να δέν τρο ρω μα λέ ο, γε μά το ζω ὴ καὶ δρο σιά, ποὺ δὲν μνη μο νεύ ε ται τυ χαῖ α, ἀ φοῦ ἡ Ἁ γί α Γρα φὴ δὲν μᾶς συ νη θί ζει σὲ ἄ χρη στες πλη ρο φο ρί ες καὶ λε πτο μέ ρει ες, ἀ να φέ ρε ται ὁ ἅ γιος Ἰ ω άν νης ὁ Χρυ σό στο μος λέ γον τας: «Ποιὰ εἶ ναι ἡ σκη νὴ κά τω ἀ πὸ τὴν δρῦ τοῦ Μαμ βρῆ; Εἶ ναι ὁ πωσ δή πο τε ἡ Ἐκ κλη σί α ὑ πὸ τὴν σκέ πη τοῦ Σταυ ροῦ. Καὶ πα ρο μοι ά ζε ται ὁ Σταυ ρὸς μὲ τὴ βε λα νι διά, ἐ πει δὴ τὸ ξύ λο της εἶ ναι γε ρὸ καὶ ἀ λύ γι στο».
Καὶ εἶ ναι ἀ πό λυ τα φυ σι κὸς ὁ συμ βο λι σμὸς αὐ τός, ἀ φοῦ ὁ Σταυ ρὸς πε ρι γρά φε ται παν τοῦ σὰν ἕ να ζω η φό ρο φυ τό, ποὺ φυ τρώ νει ἀ πὸ τὰ ἄ δυ τα τῆς γῆς, ὑ ψώ νε ται σὲ ὕ ψος τε ρά στιο, γί νε ται σὲ εὗ ρος καὶ μῆ κος ἴ σος μὲ τὸν οὐ ρα νὸ καὶ ἁ γιά ζει μὲ τὰ τέσ σα ρα ἄ κρα του (τε τρα με ρὴς) τὸν τε τρα πέ ρα το κό σμο (=τὰ τέσ σα ρα πέ ρα τα τοῦ κό σμου). Ποὺ βλα στά νει καὶ ἀ να πτύσ σε ται στὸ μυ στι κὸ πα ρά δει σο (=κῆ πο) ποὺ λέ γε ται Θε ο τό κος. Καὶ μᾶς θυ μί ζει τὸ δέν τρο τῆς ζω ῆς στὸ μέ σον τοῦ Πα ρα δεί σου, ἀ π’ τὸν καρ πὸ τοῦ ὁ ποί ου ἔ φα γαν πα ρά και ρα οἱ Πρω τό πλα στοι, ὁ δη γών τας ἔ τσι τὸ γέ νος μας στὸν πνευ μα τι κὸ καὶ σω μα τι κὸ θά να το. Αὐ τὸν τὸν θά να το κα ταρ γεῖ τώ ρα ὁ Σταυ ρός, κα θὼς μᾶς ὁ δη γεῖ πρὸς τὸν καρ πὸ τοῦ ξύ λου τῆς ζω ῆς, τὸν Χριστό, ἀ π’ τὸν ὁ ποῖ ο τρώ γον τας δὲν ἀ πο θνή σκου με. Εἶ ναι ὁ Σταυ ρός, μα ζὶ μὲ τὴν Ἀ νά στα ση, ἡ σω τη ρί α ποὺ «πρὸ αἰ ώ νων εἰρ γά σα το (=πραγματοποίησε) ἐν μέ σῳ τῆς γῆς» ὁ Θε ός. Σκε πά ζει τώ ρα καὶ σώ ζει ὁ λό κλη ρη τὴν Ἐκ κλη σί α, ὅ πως προ στά τευ ε ἡ δρῦς τοῦ Μαμ βρῆ τὴ σκη νὴ τοῦ Ἀ βρα άμ.
Ἐ μεῖς; Εἴ μα στε ἄ ρα γε κά τω ἀ πὸ αὐ τὴν τὴν σκέ πη τοῦ Σταυ ροῦ;
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 350, Σεπτ. 2012)
πηγή: ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου