Η ζωή του ανθρώπου έχει στην πορεία της πολλές χαρές και πολλές θλίψεις. Άλλες από αυτές τις επιτρέπει ο Θεός για να συνετιζόμαστε και άλλες προέρχονται από την ανθρώπινη κακία και αδυναμία. Ο μεγαλύτερος εχθρός όμως του ανθρώπινου γένους είναι ένας, ο θάνατος. Είναι αυτός που κόβει το νήμα της ζωής και μας χωρίζει από τα αγαπημένα μας πρόσωπα.
Οι πιστοί που βιώνουν στη ζωή τους το χαρμόσυνο άγγελμα του Ευαγγελίου, γνωρίζουν πολύ καλά ότι μία από τις ευεργεσίες που άφησε η έλευση του Θεού στη γη, είναι η πεποίθηση για τη νίκη πάνω στον αρχέγονο αυτόν εχθρό. Σε πάμπολλες ευκαιρίες, αλλά κυρίως με τη δική Του Ανάσταση, ο Ιησούς έδειξε στους ανθρώπους την πλήρη και αδιαμφισβήτητη κυριαρχία Του πάνω σ’ αυτόν το δυνάστη του ανθρωπίνου γένους.
Μία από αυτές τις περιπτώσεις μάς υπενθυμίζει και το αυριανό ευαγγελικό ανάγνωσμα (Λουκ. 7, 11-16). Εισερχόμενος ο Ιησούς στην πόλη Ναΐν αντικρίζει ένα εξόχως λυπηρό και συγκινητικό θέαμα. Μια νεκρική πομπή, επικεφαλής της οποίας είναι μια τραγική γυναίκα. Μια χήρα που έχει χάσει το γιο της, το μοναδικό της στήριγμα, τον συνοδεύει στην τελευταία του επίγεια κατοικία.
Η φιλευσπλαχνία του Κυρίου για το ταλαίπωρο ανθρώπινο γένος εκδηλώνεται αμέσως. Χωρίς να Του το ζητήσει κανείς, χωρίς να προϋπάρξει κάποιο αίτημα, απευθύνεται στη χαροκαμένη μάνα. «Μην κλαις», της λέει. Το θείο έλεος δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητο μπροστά στον ανθρώπινο πόνο (ας το έχουμε διαρκώς υπόψη μας αυτό). Για άλλη μια φορά, ο Πλάστης δείχνει την αγάπη Του προς το δημιούργημα και φανερώνει έμπρακτα τη συμπόνια Του. Ακουμπάει το νεκρό παλληκάρι, το σηκώνει από το νεκροκρέβατο και το ξαναδίνει στην πονεμένη μάνα του.
Το πέρασμα του Χριστού από τη γη, από το βίο μας επιβεβαιώνει τη ζωή. Ο Υιός του Θεού ήλθε να προσφέρει στους ανθρώπους ζωή, και «περίσσεια ζωής». Γι’ αυτό και οι αληθινοί πιστοί Του, μπορεί να θλίβονται εν μέρει για την επίσκεψη του θανάτου, αλλά διακατέχονται από μια βαθιά αισιοδοξία. Όπως γνωρίζουν ότι ο πόνος τούς σμιλεύει στην υπακοή στο θείο θέλημα, έτσι είναι βέβαιοι ότι και ο θάνατος είναι ένα πέρασμα στη ζωή, στην «όντως ζωήν».
Παράδοξο αυτό βέβαια για τη λογική του κόσμου. Αλλά ερμηνεύει κιόλας, γιατί οι χριστιανοί είναι αυτοί που έχουν την ελπίδα – σε αντίθεση με τους υπολοίπους. Η θλίψη και ο πόνος υπάρχουν στη ζωή όλων των ανθρώπων, και των χριστιανών. Αλλά σ’ αυτούς η θεία χάρη μπορεί και μεταμορφώνει τις αρνητικές διαθέσεις σε ελπίδα, σε αισιόδοξο βλέμμα προς το αύριο, σε μια δημιουργική προοπτική για την κατάκτηση της αιωνιότητας.
Ο χριστιανός που βιώνει μέσα στην Εκκλησία την υπέρβαση των ορίων του χώρου και του χρόνου, την υπερνίκηση των δεσμεύσεων της εγκοσμιότητας, προχωρά στη ζωή του με την πεποίθηση ότι ο Κύριος δεν είναι μακριά, αλλά βρίσκεται «εγγύς». Μπορεί να μην Τον καταλαβαίνει πάντοτε, αλλά τα σημάδια της παρουσίας Του είναι ορατά στην ανθρώπινη καθημερινότητα. Και ακόμη, πως στις δύσκολες στιγμές του, Εκείνος θα σπεύσει με την άκρα ευσπλαχνία Του, να του απλώσει ένα χέρι βοηθείας, που θα υπερνικά τη θλίψη, τον πόνο και τον ίδιο το θάνατο.
Πηγή: Εφημ. “Δημοκρατία”, 5-10-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου