Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Σ τ α υ ρ ό ς, ἡ σ κ έ π η τ ῆ ς Ἐ κ κ λ η σ ί α ς



π. Δ η μ η τ ρ ί ο υ Μ π ό κ ο υ
Μιὰ ἐν τε λῶς θαυ μα στή, ὅ σο καὶ πα ρά δο ξη ἐμ φά νι ση τοῦ Θε οῦ ἔ γι νε στὸν πα τριά ρχη Ἀ βρα άμ, ἐ νῶ αὐ τὸς κα θό ταν στὴ θύ ρα τῆς σκη νῆς του, μέ ρα με ση μέ ρι, στὴ Χε βρών, κον τὰ στὴ δρῦ τοῦ Μαμ βρῆ.
Κα θὼς σή κω σε τὰ μά τια του, εἶ δε τρεῖς ἄν δρες νὰ στέ κον ται ἀ πέ ναν τί του. Ἔ τρε ξε ἀ μέ σως νὰ τοὺς προ ϋ παν τή σει καὶ τοὺς προ σκύ νη σε ὣς τὴ γῆ.
- Κύριέ μου , εἶ πε, ἂν ἔ χω τὴν εὔ νοι ά σου, μὴν προ σπε ρά σεις τὸν δοῦ λο σου. Ἂς φέ ρουν λί γο νε ρὸ νὰ πλύ νε τε τὰ πό δια σας, καὶ με τὰ μπο ρεῖ τε νὰ δρο σι στεῖ τε κά τω ἀ πὸ τὸ δέν τρο. Θὰ φέ ρω καὶ λί γο ψω μὶ νὰ πά ρε τε δύ να μη, καὶ με τὰ μπο ρεῖ τε νὰ πη γαί νε τε. Πε ρά στε λοι πὸν ἀ πὸ τὸν δοῦ λο σα ς.
Ἐ κεῖ νοι ἀ πάν τη σαν:
- Κάνε ὅ πως εἶ πε ς.
Τό τε ὁ Ἀ βρα ὰμ ἔ τρε ξε στὴ σκη νὴ καὶ εἶ πε στὴ Σάρ ρα:
- Πάρε γρή γο ρα τρεῖς γα βά θες ἀ λεύ ρι ἐ κλε κτό, ζύ μω σέ το καὶ κά νε πίτ τε ς.

Με τὰ ἔ τρε ξε στὰ βό δια, πῆ ρε ἕ να μο σχά ρι τρυ φε ρὸ καὶ κα λό, τὸ ἔ δω σε στὸν ὑ πη ρέ τη κι ἐ κεῖ νος τὸ ἑ τοί μα σε γρή γο ρα. Πῆ ρε ἀ κό μα βού τυ ρο, γά λα καὶ μαζὶ μὲ τὸ μο σχά ρι ποὺ εἶ χε ἑ τοι μά σει, τὰ πα ρέ θε σε μπρο στά τους. Καὶ ἐ νῶ ἐ κεῖ νοι ἔ τρω γαν, αὐ τὸς τοὺς πα ρα στε κό ταν κά τω ἀ πὸ τὸ δέν τρο (Γεν. 18, 1-8).
Τὸ πε ρι στα τι κὸ αὐ τό, γνω στὸ καὶ ὡς «Φιλοξενία τοῦ Ἀ βραά μ», θε ω ρεῖ ται ὡς φα νέ ρω ση τοῦ Τρι α δι κοῦ Θε οῦ, Πα τρός, Υἱ οῦ καὶ Ἁ γί ου Πνεύ μα τος, καὶ κα θι ε ρώ θη κε στὴν ὀρ θό δο ξη εἰ κο νο γρα φί α ὡς ἡ κα τ’ ἐ ξο χὴν εἰ κό να τῆς Ἁ γί ας Τριά δος. Εἶ ναι χα ρα κτη ρι στι κό, ὅ τι μι λών τας γιὰ τοὺς τρεῖς ἄν δρες ἡ Ἁ γί α Γρα φή, τοὺς προσ δι ο ρί ζει συ νε χῶς μὲ τὸ ὄ νο μα « ὁ Κύ ρι ο ς».
Πέ ρα ὅ μως ἀ πὸ τὸ ὅ τι τὸ γε γο νὸς αὐ τὸ εἶ ναι μιὰ φα νε ρὴ μαρ τυ ρί α τῆς τρι α δι κό τη τας τοῦ Θε οῦ, ἐ νυ πάρ χει καὶ μιὰ ἀ κό μη δι ά στα ση σ’ αὐ τό. Εἶ ναι μιὰ προ τύ πω ση, ἕ νας συμ βο λι σμὸς τοῦ γε γο νό τος τῆς Ἐκ κλη σί ας: Ἔ χου με τὸν Τρι α δι κὸ Θε ό, τὸν δη μι ουρ γὸ καὶ πα τέ ρα, σὲ μιὰ ἀ ξι ο ζή λευ τη σκη νὴ ἀ λη θι νῆς κοι νω νί ας μὲ τὰ ἐ πὶ γῆς πι στὰ τέ κνα Του, τὸν Ἀ βρα ὰμ καὶ τὴ Σάρ ρα. Μιὰ πρότυπη εἰ κό να, ἕνα ἀρχέτυπο τῆς Ἐκ κλη σί ας, θρι αμ βεύ ου σας καὶ στρα τευ ο μέ νης.
Στὸ ὅ λο σκη νι κὸ κά τω ἀ πὸ τὴν δρῦ τὴν Μαμ βρῆ, ἕ να δέν τρο ρω μα λέ ο, γε μά το ζω ὴ καὶ δρο σιά, ποὺ δὲν μνη μο νεύ ε ται τυ χαῖ α, ἀ φοῦ ἡ Ἁ γί α Γρα φὴ δὲν μᾶς συ νη θί ζει σὲ ἄ χρη στες πλη ρο φο ρί ες καὶ λε πτο μέ ρει ες, ἀ να φέ ρε ται ὁ ἅ γιος Ἰ ω άν νης ὁ Χρυ σό στο μος λέ γον τας: «Ποιὰ εἶ ναι ἡ σκη νὴ κά τω ἀ πὸ τὴν δρῦ τοῦ Μαμ βρῆ; Εἶ ναι ὁ πωσ δή πο τε ἡ Ἐκ κλη σί α ὑ πὸ τὴν σκέ πη τοῦ Σταυ ροῦ. Καὶ πα ρο μοι ά ζε ται ὁ Σταυ ρὸς μὲ τὴ βε λα νι διά, ἐ πει δὴ τὸ ξύ λο της εἶ ναι γε ρὸ καὶ ἀ λύ γι στο».
Καὶ εἶ ναι ἀ πό λυ τα φυ σι κὸς ὁ συμ βο λι σμὸς αὐ τός, ἀ φοῦ ὁ Σταυ ρὸς πε ρι γρά φε ται παν τοῦ σὰν ἕ να ζω η φό ρο φυ τό, ποὺ φυ τρώ νει ἀ πὸ τὰ ἄ δυ τα τῆς γῆς, ὑ ψώ νε ται σὲ ὕ ψος τε ρά στιο, γί νε ται σὲ εὗ ρος καὶ μῆ κος ἴ σος μὲ τὸν οὐ ρα νὸ καὶ ἁ γιά ζει μὲ τὰ τέσ σα ρα ἄ κρα του (τε τρα με ρὴς) τὸν τε τρα πέ ρα το κό σμο (=τὰ τέσ σα ρα πέ ρα τα τοῦ κό σμου). Ποὺ βλα στά νει καὶ ἀ να πτύσ σε ται στὸ μυ στι κὸ πα ρά δει σο (=κῆ πο) ποὺ λέ γε ται Θε ο τό κος. Καὶ μᾶς θυ μί ζει τὸ δέν τρο τῆς ζω ῆς στὸ μέ σον τοῦ Πα ρα δεί σου, ἀ π’ τὸν καρ πὸ τοῦ ὁ ποί ου ἔ φα γαν πα ρά και ρα οἱ Πρω τό πλα στοι, ὁ δη γών τας ἔ τσι τὸ γέ νος μας στὸν πνευ μα τι κὸ καὶ σω μα τι κὸ θά να το. Αὐ τὸν τὸν θά να το κα ταρ γεῖ τώ ρα ὁ Σταυ ρός, κα θὼς μᾶς ὁ δη γεῖ πρὸς τὸν καρ πὸ τοῦ ξύ λου τῆς ζω ῆς, τὸν Χριστό, ἀ π’ τὸν ὁ ποῖ ο τρώ γον τας δὲν ἀ πο θνή σκου με. Εἶ ναι ὁ Σταυ ρός, μα ζὶ μὲ τὴν Ἀ νά στα ση, ἡ σω τη ρί α ποὺ «πρὸ αἰ ώ νων εἰρ γά σα το (=πραγματοποίησε) ἐν μέ σῳ τῆς γῆς» ὁ Θε ός. Σκε πά ζει τώ ρα καὶ σώ ζει ὁ λό κλη ρη τὴν Ἐκ κλη σί α, ὅ πως προ στά τευ ε ἡ δρῦς τοῦ Μαμ βρῆ τὴ σκη νὴ τοῦ Ἀ βρα άμ.
Ἐ μεῖς; Εἴ μα στε ἄ ρα γε κά τω ἀ πὸ αὐ τὴν τὴν σκέ πη τοῦ Σταυ ροῦ;

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 350, Σεπτ. 2012) 
πηγή: ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο

Ἄν ὅμως ἔχεις ἁμαρτία, καί μέσα στόν παράδεισο νά εἶσαι, πέφτεις


 
Πολλοί με κατηγορούν: «Έγινες φόρτωμα στους πλουσίους». Μα αφού εκείνοι έγιναν φόρτωμα στους φτωχούς! Εγώ έγινα ενοχλητικός όχι σε όλους τους πλουσίους, αλλά σε όσους αποκτούν και χρησιμοποιούν τα χρήματα με τρόπο κακό. 
Ακατάπαυστα διαλαλώ, ότι δεν τα βάζω με τον πλούσιο, αλλά με τον πλεονέκτη και τον άρπαγα. Και οι εύποροι παιδιά μου, και οι άποροι παιδιά μου· και τους πρώτους και τους δεύτερους μήτρα μ’ ωδίνες τούς γέννησε. 
Θέλεις να με λιθοβολήσεις; Είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου, μόνο και μόνο για να παρεμποδίσω την αμαρτία σου.
Δεν φοβάμαι επιβουλή. Ένα μονάχα φοβάμαι:την αμαρτία.
Κανείς να μη με πιάσει ν’ αμαρτάνω, κι ας με αντιμάχονται τα πέρατα της γης. Θέλω να εκπαιδεύσω κι εσάς, για να σκέφτεστε όμοια. Μη φοβηθείτε δυσμένεια άρχοντα. 
Να φοβάστε όμως τη δύναμη της αμαρτίας. Αν δεν έχεις αμαρτία, ο Κύριος σε αρπάζει και σε σώζει μέσα από μύρια εχθρικά όπλα! 
Αν όμως έχεις αμαρτία, και μέσα στον παράδεισο να είσαι, πέφτεις. Στον παράδει­σο ήταν ο Αδάμ κι έπεσε – στην κοπριά ο Ιώβ και στεφανώθηκε. Τί ωφέλησε τον πρώτο ο παράδει­σος; Ή τί έβλαψε τον δεύτερο η κοπριά;
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
http://inpantanassis.blogspot.gr/2014/07/blog-post_1914.html

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Περί κατανύξεως (ἐκ τοῦ γεροντικοῦ)


α (24).jpg
ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΝΥΞΕΩΣ
(ΕΚ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ)
«Ἡ μετάνοια θύρα ἐστὶν ἐξάγουσα ἀπὸ  τοῦ σκότους καὶ εἰσάγουσα εἰς τὸ φῶς. Ὁ  οὒν πρὸς τὸ φῶς μὴ εἰσελθῶν, οὐ διῆλθε τὴν θύραν τῆς μετανοίας καλῶς·  εἰ γὰρ διῆλθεν, ἐγένετο ἂν ἐν τῷ φωτὶ».
(γ. Συμεών  Ν. Θεολόγος)
1.  Εἶπε  ββς ντώνιος:  «χοντας τν φόβο το Θεο ζωνταν στ σκέψη μας, ν θυμόμαστε πάντοτε τν θάνατο.  Να μισήσουμε τν κόσμο κα λα τ το κόσμου·  ν μισήσουμε κάθε σαρκικ νάπαυση, ν παρνηθομε τ ζω ατή, γι ν ζήσουμε μ τν Θεό.  Να θυμάστε τίποσχεθήκατε στν Θεό.  Γιατί ατ θ μς τ ζητήσει τν μέρα τς κρίσεως.
ς δοκιμασθομε λοιπν μ τν πείνα, τ δίψα κα τ γύμνια.  Αςγρυπνήσουμε, ς πενθήσουμε, ς στενάξουμε μ τν καρδιά μας.  Ας ρευνήσουμεν γίναμε ξιοί του Θεο.
Ν γαπήσουμε τ θλίψη, γι ν βρομε τν Θεό.  Να καταφρονήσουμε τ σάρκα, γι ν σωθε  ψυχή μας».
2.  Έλεγαν γι τν ββ ρσένιο τι λο τ χρόνο τς ζως του καθισμένος στ ργόχειρό του εχε στν κόρφο του να μαντήλι γι τ δάκρυα πο πεφτανπ τ μάτια του.
3.  Ένας δελφς παρακάλεσε τν ββ μμωνά:  «Πές μου να λόγο».  Και Γέροντας το λέει:  «Πήγαινε κα ν σκέφτεσαι, πως σκέφτονται ο κακοργοι πο εναι στ φυλακή·  κενοι πάντα ρωτον τος νθρώπους πο εναι  ρχοντας κα πότε ρχεται, κα κλανε π τν γωνία.  Έτσι κα  μοναχς φείλει πάντα ν προσέχει τν ψυχή του κα ν λέει:  «λίμονό μου·  πς θ μπορέσω ν παρουσιασθ στ βμα το Χριστο κα τί θ το πολογηθ;»  Αν σ’ ατ χεις διαρκς στραμμένη τν προσοχή σου, μπορες ν σωθες».
4.  Είπε πάλι:  «ταν κάθεσαι στ κελί σου συμμάζευε τν νο σου·  φέρνε στ σκέψη σου τν μέρα το θανάτου, δς τότε τ σμα σου νεκρό, νισε τ συμφορά, πόνεσε κα καταδίκασε τ ματαιότητα το κόσμου ατο·  φρόντιζε ν ναρμονίζεις τν πιείκεια μ τν ζλο, γι ν μπορέσεις ν παραμείνεις γι πάντα στν δια πρόθεση τς συχίας κα ν μν τονήσεις.
Ν φέρνεις κόμη στ θύμησή σου κα τν κατάσταση πο πάρχει στνδη·  ν ναλογίζεσαι πως εναι ραγε κε ο ψυχές·  σ τί λογς πικρότατη σιωπ κα φοβερος ναστεναγμούς, σ πόσο μεγάλο φόβο κα γωνία κα σ τίναμονή, περιμένοντας ν πάρουν γι ποιν τους τν κατάπαυστη δύνη κα τ τελείωτα δάκρυα.  Όμως ν χεις στ μνήμη σου κα τν μέρα τςναστάσεως κα τς παραστάσεώς μας μπροστ στν Θεό.
Φαντάσου τ φρικτ κείνη κρίση·  φέρε στν νο σου τ μεγάλη ντροπ πο περιμένει τος μαρτωλος μπροστ στ Θε κα στν Χριστό του, μπροστ στος γγέλους, στος ρχαγγέλους, στς ξουσίες κα σ’ λους τουςνθρώπους.  Φαντάσου κόμη λες τς τιμωρίες, τ φωτι τν αώνια, τ σκουλήκι τ κοίμητο, τ Τάρταρα, τ σκοτάδι·  κα ατ πο εναι πάνω π’ λα ατά, τ τρίξιμο τν δοντιν, τος φόβους κα τ βασανιστήρια.
μως φέρε στν νο σου κα τ γαθ πο περιμένουν τος δικαίους·  τν οκειότητα μ τν Θε Πατέρα κα τν Χριστό του, μ τος γγέλους, τοςρχαγγέλους, τς ξουσίες κα λο τ πλήρωμα το Ορανο, τ Βασιλεία κα τ δωρήματά της, τ χαρ κα τν πόλαυση.
Τ καθένα π τ δυ ατ φέρε τ στ μνήμη σου·  κα γι τν καταδίκη τν μαρτωλν στέναξε, δάκρυσε, ντύσου τν πένθιμη ψη, φοβούμενος μ βρεθες κα σ νάμεσα σ’ ατούς.
Κα γι τ γαθ πο προορίζονται γι τος δικαίους ν χαίρεσαι, ν γάλλεσαι κα ν εφραίνεσαι.  Και φροντίδα σου ν’ ναι ατ ν πολαύσεις κα π τ λλα ν ποξενωθες.
Πρόσεχε λοιπν ετε μέσα στ κελί σου βρίσκεσαι ετε κάπου ξω, μνφήσεις ποτ ν σο φύγουν ατ π τν νο·  ν μείνεις σταθερς στ φρόνημα γι ν μπορέσεις κα μ τ θύμηση ατν ν διαφύγεις τος βλαβερος λογισμούς».
5.  Ο ββς ϊ επε τι στ Σκήτη ταν κάποιος πο νομαζόταν πολλώ, βοσκς ξεστος,  ποος εδε στ χωράφι μία γυναίκα σ κατάσταση γκυμοσύνης κα πηρεασμένος π τν διάβολο επε:  «Θέλω ν δ πς εναι τ βρέφος μέσα στ σπλάχνα της», κα φο τν σχισε, εδε τ βρέφος.  Αλλά μέσως «κτύπησε» καρδιά του κα γεμάτος συντριβ ρθε στ Σκήτη κα φανέρωσε στος πατέρες ατ πο κανε.  Άκουσε τος πατέρες συμπτωματικ ν ψάλλουν:  « χρόνος τς ζως μς εναι βδομήντα χρόνια, κα ν κάποιοι χουν δυνατ κράση, φθάνουν τ γδόντα χρόνια κα τ περισσότερο π’ ατ εναι κόπος κα πόνος», κα επε σ’ ατούς:  «Εμαι σαράντα χρονν, χωρς ν χω κάνει οτε μία προσευχή.  Τώρα, ν ζήσω λλα σαράντα χρόνια, δν θ σταματήσω ν προσεύχομαι στν Θε ν μο συγχωρήσει τς μαρτίες μου».  Πραγματικά, οτε ργόχειρο δν καμνε,λλ πάντοτε προσευχόταν λέγοντας:  «μάρτησα γ ς νθρωπος, σ ς Θες συγχώρεσε μέ».  Και ατ  προσευχ γινε φροντίδα του νύχτα κα μέρα.
ταν κα να δελφς πο μενε μαζί του κα τν κουγε ν λέει:  «Σ ξόργισα, Κύριε, συγχώρα με, γι ν ασθανθ λίγη νάπαυση».  Και το ρθε πληροφορία τι  Θες το συγχώρεσε λες του τς μαρτίες κα κείνη μ τν γυναίκα·  μως σχετικ μ τ βρέφος δν λαβε πληροφορία.  Και νας π τος Γέροντες το επε:  « Θεός σου συγχώρεσε κα τν μαρτία γι τ παιδί, λλ σ’φήνει ν πονς γι’ ατό, πειδ ατ συμφέρει στν ψυχή σου».
6.  Ένας δελφς επε στν ββ Ποιμένα:  «Μ ταράζουν ο λογισμοί μου κα δν μ’ φήνουν ν φροντίσω γι τς μαρτίες μου λλ μ κάνουν ν προσέχω τςλλείψεις το δελφο μου».  Ο Γέροντας το μίλησε τότε γι τν ββ Διόσκορο,τι στ κελ του κλαιγε πάντοτε γι τν αυτό του, ν  μαθητς του καθόταν σ λλο κελί.  Πήγε λοιπν κάποια φορ  μαθητς στ κελ το Γέροντα κα τν βρκε ν κλαίει·  ποτε το λέει:  «Πάτερ, γιατί κλας;»  Κι  Γέροντας το παντά:  «Τς μαρτίες μου, παιδί μου, κλαίω».  Του λέει  δελφός:  «Δν χεις μαρτίες, πάτερ»  κα  Γέροντας το ποκρίνεται:  «λήθεια, ν φεθ ν δ τς μαρτίες μου, δν μο φθάνουν λλοι τρες  τέσσερις ν κλανε μαζί μου γι’ ατές».  Είπε λοιπν  ββς Ποιμήν:  «τσι εναι  νθρωπος πο γνώρισε τν αυτό του».
7.  Είπε  ββς Εάγριος:  «Ν θυμσαι πάντοτε τν αώνια κρίση, ν μν ξεχνς τν ξοδό σου π τν κόσμο ατ κα τότε δν θ πάρχει μαρτία στν ψυχή σου».
8.  Ο ββς λίας επε:  «γ τρία πράγματα φοβομαι·  τν ξοδο τς ψυχς π τ σμα, τ συνάντησή μου μ τν Θε κα τν κδοση τς καταδικαστικς πόφασης γι μένα».
9.  Ο ββς σαΐας επε:  «Εναι παραίτητο ατς πο ζε τ ζω τςσυχίας ν βάζει τν φόβο τς συνάντησης μ τν Θε μπροστ π τν νάσα του·  γιατί νόσω  μαρτία πείθει τν καρδιά του ν τν κολουθε, δν ρθε  φόβος το Θεο μέσα του κόμα κα βρίσκεται μακρι π τ λεος το Θεο».
10.  Ο ββς Πέτρος μαθητς το ββ σαΐα, λεγε:  «πισκέφθηκα τν ββταν ταν ρρωστος, κα τν βρκα ν ποφέρει πολύ.  Σαν μ εδεκενος ν λυπμαι, μο επε:  «Ποι  ταλαιπωρία, ταν συνοδεύεται ατ π τν προσδοκία τς ναπαύσεως;  Αλλά μένα μ συνέχει  φόβος τς λοσκότεινηςκείνης ρας, ταν θ πορριφθ π προσώπου το Θεο κα κανες δν θ βρεθε ν μο ποκριθε οτε θ πάρχει  παρήγορη προσμον τςναπαύσεως».
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ Α΄.  ΚΕΦ. Γ΄ 1-10
Ι. ΗΣΥΧ. ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ
http://katanixis.blogspot.gr/2014/04/blog-post_9599.html#more

Δημήτρης Τσιολακίδης Νηπτική Παράδοση & Ποιμαντική Ψυχολογία: Η υπέρβαση της μοναστικής άσκησης

Στο πλαίσιο των δημοσιεύσεων της μελέτης του κ. Δημήτρη Τσιολακίδη για τη σχέση Ποιμαντικής Ψυχολογίας και Νηπτικής Παράδοσης (προηγούμενο άρθρο:www. pemptousia.gr/?p=58034), συνεχίζουμε με την εξέταση της υπέρβασης που προσφέρει η χριστιανική άσκηση, στη θέαση του θανάτου και των υπόλοιπων βασικών συντεταγμένων της ανθρώπινης ζωής.
monaxos thalassa
Πηγή:imverias.blogspot.gr/
Στην ορθόδοξη παράδοση, η οδύνη του θανάτου πέρα από τη φυσική της διάσταση, «…έχει υπερβατικές προεκτάσεις. Συμβάλλει στην εσωτερική κάθαρση του ανθρώπου. Γι ’αυτό αποτελεί και το προσφορότερο μέσο για την πνευματική ανακαίνισή του.».[36] Η παράδοξη αυτή υπαρξιακή στάση γίνεται κατορθωτή για τον ορθόδοξο χριστιανό άσχετα αν ακολουθεί το μοναχικό βίο ή αν ζει στις παρυφές της κοσμικής ζωής, μέσω της πνευματικής ασκήσεως. Ωστόσο στη χριστιανική διδασκαλία πέρα από το βιολογικό θάνατο υπάρχει και ο πνευματικός που αποτελεί την πιο τραγική όψη του. Στη συνείδηση του χριστιανού ο φυσικός θάνατος όπως και όλα τα παθήματα δεν είναι τιμωρίες αλλά έχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα.
Η δεύτερη μορφή θανάτου συνδέεται με την απώλεια της ψυχής που σημαίνει τη μετά θάνατον συνέχεια του πόνου. Η αιώνια καταδίκη την οποία επιφέρει ο πνευματικός θάνατος είναι κατάσταση,[37]στην οποία ο άνθρωπος καταλήγει από μόνος του όταν παραδίδει τη ζωή του στην ικανοποίηση των άλογων επιθυμιών του. Επίσης στο θέμα του θανάτου και στα συναισθήματα που προκαλεί η ιδέα του, στη θεολογική γλώσσα υπάρχει μία εννοιολογική διάκριση μεταξύ μνήμης[38] και φοβίας του θανάτου.
Στην πρώτη ο πιστός αντικρίζει την επιθυμία του να μεταβεί στην αιώνια ζωή, η αντιμετώπιση αυτή εκλαμβάνεται ως υγιής στάση, ενώ η δεύτερη νοείται ως αρνητική κατάσταση με παθολογικές συνέπειες που εκτείνονται από την πλήρη απελπισία έως τον καταναλωτικό στρουθοκαμηλισμό. Αυτό που σώζει είναι η πίστη στο Χριστό. Πίστη είναι η διαισθητική δύναμη και η καρδιακή κατάσταση που μας βεβαιώνει για την ύπαρξη και παρουσία του Θεού και μας οδηγεί στη γνώση του[39]. Η πίστη στη βαθύτερη έννοιά της σημαίνει ελευθερία. Δεν σημαίνει καταπίεση του θυμοειδούς. Προϋποθέτει την ταύτιση της συνείδησης με τη σκέψη που καλλιεργείται και ενισχύεται με την άσκηση, η δε άσκηση τελειώνεται με την εκπλήρωση της υπόσχεσης που δίνει ο χριστιανός. Η άσκηση δεν αφορά μόνο το μοναχικό βίο, είναι βασικό συστατικό ολόκληρης της χριστιανικής ζωής[40].
Η ιδιαιτερότητα της μοναχικής ζωής βρίσκεται στην αποταγή του κόσμου που, όπως μας διδάσκει η παράδοση, έχει μυστηριακή διάσταση καθώς αποτελεί ανταπόκριση στη Θεία κλήση.[41] Η ανταπόκριση αυτή περιγράφεται στην υπόσχεση που δίνει ο μοναχός μετά την κουρά του. Οι δύο πρώτες εισιτήριες φάσεις έχουν αναλογική σχέση και περιλαμβάνουν τρία διαδοχικά στάδια που σχετίζονται με την πνευματική ανάπτυξη, και τις αιτίες εισόδου στη μοναχική ζωή.[42] Ο πυρήνας της υπόσχεσης αφορά στην υπακοή, την παρθενία, και την ακτημοσύνη, χαρακτηριστικά, που τον βοηθούν να αφιερωθεί στον ασκητικό αγώνα απερίσπαστος από κοσμικές μέριμνες. Αυτό όμως δεν εξαρτά τη μετάδοση της χάρης από την ιδιομορφία του μοναχικού βίου, οι ίδιες αιτίες μπορούν να αναζητηθούν και έξω από το μοναχικό περιβάλλον. Όλο το νόημα της άσκησης συμπυκνώνεται στην αποβολή του ιδίου θελήματος[43] και στην ολοκληρωτική αφοσίωση στις θείες εντολές ώστε να αντιπαρέλθει ο άνθρωπος τις ανυπέρβλητες κατά τα φαινόμενα δυσκολίες, και να φθάσει στην εν τω Χριστώ τελείωση.
Πριν γίνει αυτό βασικό μέλημα είναι η θεραπεία της ψυχής. Ο χριστιανός που προσέρχεται ελεύθερα στη διαδικασία της άσκησης έχει την υποχρέωση της συμμόρφωσης σε συγκεκριμένους κανόνες που ορίζουν το ποιόν και διαφυλάττουν την αυθεντικότητα όχι μόνο της ασκήσεως αλλά και της εν Πνεύματι ζωής. Η ωφέλεια οποιασδήποτε μορφής άσκησης στην οποία επιδίδεται ο πιστός (αγρυπνία, μελέτη, προσευχή, νηστεία, εγκράτεια …..,) προϋποθέτει την υπακοή[44] και προπάντων την ταπείνωση. Η ταπείνωση στην χριστιανική ζωή αποτελεί ύψιστη αρετή που αρχικά οδηγεί τον πιστό στην πνευματική ζωή, ενώ στη συνέχεια είναι η ισορροπητική δύναμη που τον προστατεύει από την υιοθέτηση υπεροχικών συναισθημάτων όσο ανεβαίνει στη σκάλα της πνευματικής προόδου.
Οι περιορισμοί της ασκητικής ζωής εκ πρώτης δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για μία σειρά αρνήσεων(του κόσμου και θελήματος), ή ως διαδικασία που αντιστρατεύεται την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο το νόημά της δεν έγκειται στην καταστολή των λειτουργιών της ψυχής και των αισθήσεων, αλλά στη μεταρσίωση των ψυχικών δυνάμεων ώστε να ανακτήσουν την προπτωτική τους μορφή.
Το ασκητικό ήθος, η βάση της ορθόδοξης πνευματικής ζωής, σημαίνει αλλαγή στάσης απέναντι στα πράγματα και τους συνανθρώπους, σημαίνει την καλή ανησυχία για τον ορθό τρόπο υπάρξεως. Αυτό γίνεται εφικτό με τη μίμηση του Χριστολογικού και κατόπιν του Τριαδολογικού προτύπου ύπαρξης, δηλαδή με το ελεύθερο και απροϋπόθετο δόσιμο του εαυτού σε μια διαλογική αμοιβαιότητα όπου το πρόσωπο ανακαλύπτει το πώς του: μία δυνατότητα αέναου γίγνεσθαι που εκδηλώνεται με φρεσκάδα και θεολογικά νοούμενη ομορφιά.
Συνεπώς κάθε πτυχή της πνευματικής άσκησης έχει ιερό χαρακτήρα και αποτελεί όχι το σκοπό αλλά το μέσο που εισάγει βαθμιαία κάθε πρόσωπο ανάλογα με τις δυνάμεις και την ιδιοσυγκρασία του, στη μυστηριακή ζωή και στη σφαίρα του Θείου θελήματος. Όταν γνωρίσει ο άνθρωπος το θέλημα του Θεού και κινηθεί θετικά προς αυτό αρχίζει να βιώνει την αλλοίωση της ύπαρξής του και αναγνωρίζει σε αυτήν την επίδραση της Χάρης. Η βαθύτερη οντολογική συνέπεια της χαρισματικής δράσης του Αγίου Πνεύματος συνδέεται με την «καλήν αλλοίωσιν»,[45] που σημαίνει ένωση με το Θεό. Η τήρηση των όρων της άσκησης επιτυγχάνεται μόνο όταν υπάρχει ακολουθία μεταξύ θεωρίας και πράξης.
Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν η ακολουθία αυτή θεμελιώνεται στη νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν», που αποτελεί την ανώτερη ασκητική εργασία. Αρχικά έχει ευχετικό χαρακτήρα καθόσον όμως ο πιστός προοδεύει πνευματικά, γίνεται χαρισματική. [46] Με τη χαρισματική προσευχή ο άνθρωπος εισέρχεται στην περιοχή όπου εκτυλίσσεται ο οντολογικός διάλογος. Κατά αντιστοιχία της ενανθρώπησης ο χαρισματικός έχει δύο φύσεις: λαμβάνει τη Χάρη και ταυτόχρονα μεταδίδει και τα δικά του ιδιώματα.
Πλέον έρχεται σε επαφή με το επέκεινα του εαυτού του, ζει το μυστήριο της αληθινής κοινωνίας των προσώπων, φθάνει στη θέωση στον παρόντα βίο, οράται δε με τον τρόπο αυτό, την προοπτική της υπαρξιακής συνέχειας σε μία άλλη διάσταση. Έτσι καλείται και αναλαμβάνει να κηρύξει την αλήθεια που του αποκαλύφθηκε. Η αποκτημένη γνώση κρατά το υπερβατικό της περιεχόμενο και τη σωτηριολογική της αξία όταν μεταφράζεται σε κενωτική αγάπη και εκφράζεται ως μήνυμα αιωνιότητας. Έχοντας την εμπειρία της εν Χριστώ ζωής οι πατέρες οικοδομούν την παντοτινά επίκαιρη κοσμοθεωρία και ανθρωπολογία τους.
Κλείνοντας αυτή την ενότητα, πρέπει να πούμε ότι η γεύση της αλλοίωσης είναι το καταπίστευμα της ορθόδοξης εμπειρίας, στοιχείο που τη διαφοροποιεί από θέσεις που εκφράζουν μηχανιστικές αντιλήψεις αναγνωρίζοντας ως αληθή και υπαρκτά πράγματα, μόνο όσα μπορούν να γίνουν αντιληπτά με τα όργανα των αισθήσεων. Σε αυτή τη διαφορά έγκειται η πρόταξη της καρδιάς έναντι του φιλοσοφικού λόγου, και της Χάρης έναντι των δυνατοτήτων της διανοίας από την ορθόδοξη διδασκαλία. Έτσι μπορούμε να προσεγγίσουμε την εκδίπλωση της σκέψης και το περιεχόμενο των πατερικών λόγων τους οποίους θα εξετάσουμε παρακάτω.
[Συνεχίζεται]


[36] Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, Άνθρωπος και Θεός άνθρωπος και συνάνθρωπος υπαρξιακές και βιοηθικές θέσεις και προοπτικές, β΄εκδ. Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη, 2009, σ. 615
[37]«Ο πνευματικός θάνατος είναι ο χωρισμός του ανθρώπου από την πηγή της ζωής, το Θεό.»Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 16, PG 151,196A.
[38] Η μνήμη του θανάτου «δεν είναι απλή ανάμνηση της θνητότητας, αλλά ιδιαίτερη πνευματική κατάσταση, που αρχίζει με τη συναίσθηση της βραχύτητας της επίγειας ζωής και αναπτύσσεται σε βαθύ αίσθημα της φθοράς και της παροδικότητας όλων των πραγμάτων του κόσμου». Αρχιμ. Σωφρονίου, Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Μετάφρασις εκ του ρωσικού υπό του ιδίου συγγραφέως και του Ιερομ. Ζαχαρίου Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1995, σ.133
[39]Πρβλ. «Έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ού βλεπομένων» Προς εβρ. 11.1 Απ. Παύλος
[40] «Ο χριστιανός οφείλει πάνω απ’ όλα να είναι ασκητής» Πρβλ. Αρχιμανδρίτου ΣωφρονίουΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ, Μετάφρασις εκ του ρωσικού και γαλλικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 1996, σ.21
[41] Παράμετρο της κλήσης αποτελούν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος (διάκριση, προόραση, πρόρρηση) τα οποία έχει κληθεί να αποκτήσει ο πιστός. Η επίγνωση ότι πρόκειται για δοσμένες ικανότητες κάθε φορά που αυτές ενεργοποιούνται, ορίζεται από τους πατέρες ως πληροφορία.
[42]Η είσοδος στη μοναχική ζωή οφείλεται τόσο στη θεία κλήση όσο και σε ανθρώπους, ακολουθεί η εξ ανάγκης, ενώ μαζί με την ανταπόκριση συμβαδίζουν και οι τρείς αποταγές, του κόσμου, των παθών και του αποχωρισμού του νου από τα αισθητά. Για περισσότερα βλ. Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, ο.π., σ. 26-34
[43] Εγωκεντρικό, πτωτικό και κατά Μάξιμο γνωμικό θέλημα, το οποίο οφείλει να ταυτιστεί με το φυσικό, δηλαδή το θέλημα του κατ’ εικόνα Θεού ανθρώπου. Για περισσότερα βλ. Αθαν. Βλέτση, Το προπατορικό αμάρτημα κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, &Θεοποιία Λουδοβίκου
[44] «Η μοναχική υπακοή είναι πράξις θρησκευτική και, ως τοιάυτη, οπωσδήποτε πρέπει να είναι ελευθέρα, άλλως στερείται της θρησκευτικής σημασίας αυτής.» Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου ο.π., σ. 53.
[45] Δεν πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας νοητικής διαδικασίας διότι, «Ο λόγος του μυαλού αλλοίωση δεν κάνει στις ψυχές, γιατί είναι σάρκα. Ο λόγος του Θεού που γεννιέται από το Άγιο Πνεύμα έχει την θεία ενέργεια και αλλοιώνει τις ψυχές.» Βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου ΛΟΓΟΙ Α΄ ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, Ιερόν Ησυχαστήριον ‘’Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος’’ Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, σ. 213
[46]«Ενεργεί σαν τρυφερή φλόγα, ως θεία έμπνευση… αρπάζοντας το νου σε πνευματικές θεωρίες. Κάποτε συνοδεύεται και από την όραση του θαβωρείου φωτός. Βλ. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη, περί των πέντε σταδίων της νοεράς προσευχής, ο.π., σσ.26-27