Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Ἡ νηστεία τῆς τροφῆς καὶ ἡ νηστεία τῶν πράξεων



Ἀγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος

Νηστεύεις; Ἀπόδειξέ το μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα σου…

Ἐὰν δεῖς φτωχό, νά τὸν ἐλεήσεις.

Ἐὰν δεῖς ἐχθρό, νά συμφιλιωθεὶς μαζὶ του.

Ἐὰν δεῖς μιά ὄμορφη γυναῖκα, νά μὴν τὴν κοιτάξεις.

Ἂς μὴ νηστεύει μόνον τὸ στόμα… ἀλλὰ καὶ τὸ μάτι καὶ ἡ ἀκοὴ καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος.

Τὰ χέρια, ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὴν πλεονεξία.

Τὰ πόδια, ἀπὸ τοὺς δρόμους που ὁδηγοὺν σὲ ἁμαρτωλὰ θεάματα.

Τὰ μάτια, νά μὴν πέφτουν λάγνα πάνω σὲ ὄμορφα πρόσωπα οὔτε νά περιεργάζονται τὰ κάλλη ἄλλων.

Δέν τρὼς κρέας;

Τὰ μάτια σου, ἂς μὴ φᾶνε τὴν ἀκολασία.

Ἡ ἀκοή σου, ἂς μὴ δέχεται κακολογίες καὶ διαβολές.

Τὸ στόμα, ἂς νηστεύσει ἀπὸ αἰσχρὰ λόγια καὶ λοιδορίες.

Ἀφοῦ δέν εἴμαστε σὰν τὰ ζῷα, γιατὶ πρέπει νά δαγκώνουμε καὶ νά τρῶμε τοὺς ἀδελφοὺς μας;

Ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς


Ἡ πιό μεγάλη ἀντίθεση στή ζωή τῆς φύσεως εἶναι αὐτή πού παρατηρεῖται ἀνάμεσα στή μέρα καί τή νύχτα, ἀνάμεσα στό φῶς καί στό σκοτάδι. Ἡ  ἴδια καί ἴσως μεγαλύτερη ἀντίθεση παρατηρεῖται καί στή  πνευματική καί ἠθική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τήν ἀντίθεση αὐτή, καθώς καί τήν ὑπέρβαση της κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στή σημερινή περικοπή.

Ἡ νύχτα τῆς ντροπῆς καί τοῦ θανάτου.

Ὁ Ἀπόστολος, μιλώντας, γιά τίς ἐκδηλώσεις τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀσωτίας καί ἁμαρτίας τίς ὀνομάζει « ἔργο τοῦ σκότους », γιατί ἄραγε;

Διότι, σάν ἔργα ντροπῆς καί ψυχοσωματικοῦ θανάτου πού εἶναι, γίνονται συνήθως κρυφά καί μέσα στό σκοτάδι τῆς νύχτας: οἱ κλοπές, τά  ἄσεμνα φαγοπότια καί διασκέδασεις, οἱ αἰσχρές  καί ἀνήθικες πράξεις καί τά ἐγκλήματα, πραγματοποιοῦνται κάτω ἀπό τό πέπλο τῆς νύχτας. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι στούς χώρους, ὅπου διαπράττονται διάφορες αἰσχρότητες, εἴτε ἐλαττώνουν τό φωτισμό εἴτε σβήνουν ἤ καί καταστρέφουν τελείως τά φωτιστικά σώματα. Μέ τόν τρόπο αὐτό βεβαιώνουν ὅτι οἱ πράξεις τούς εἶναι πραγματικά « ἔργα σκότους ».

Καί κάτι ἄλλο ἀκόμη. Ἡ νύχτα δόθηκε ἀπό τό δημιουργό γιά νά ἀναπαύεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τούς κόπους τῆς ἡμέρας. Εἶναι καί αὐτό μία ἀκόμη διαφορά πού διακρίνει τόν ἄνθρωπο  ἀπό τά ζῶα. Τήν περιγράφει πολύ ὡραία ὁ Δαβίδ στόν προοιμιακό  ψαλμό (103, στ. 20-21): Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται τήν ἡμέρα καί ἀναπαύεται τή νύχτα, τά ἄγρια  κυρίως θηρία  ἀναπαύονται τή μέρα καί τή νύχτα φροντίζουν γιά τή διατροφή τους.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

''Εννοώ την ημέραν'' (Κυριακή των Απόκρεω 2017)

«Δεύτε οι ευλογημένοι…» (Κυριακή Απόκρεω)


Τίποτ’ άλλο δεν είναι τόσο βέβαιο στη ζωή μας παρά ότι θα αποθάνομε. Το γεγονός ότι γεννηθήκαμε και είμαστε σε τούτο τον κόσμο οδηγεί στη βεβαιότητα πως μια μέρα θα φύγουμε. Κάθε μέρα το βλέπομε και το διαπιστώνομε, πως άν­θρωποι γεννιούνται κι άνθρωποι αποθνήσκουν άλλοι έρχον­ται κι άλλοι φεύγουν. Αλλά κι άλλο ένα είναι το ίδιο βέβαιο, πως θα κριθούμε, πως θα δώσουμε δηλαδή λόγο για τη διαγω­γή μας σε τούτη τη ζωή. Αυτή είναι κοινή πίστη, ριζωμένη μέσα σε όλους τους ανθρώπους όλων των λαών κι όλων των αιώνων. Αλλά έχομε «βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον» · η θεία Γραφή ομιλεί γιέ τη μεγάλη και επιφανή ημέρα της κρίσεως, κι ο Ιησούς Χριστός για τη δευτέρα του παρουσία, κα­θώς θα το ακούσουμε στο Ευαγγέλιο της θείας Λειτουρ­γίας.
deyteprosme2
Η δευτέρα παρουσία του Ιησού Χριστού και η κρίση είναι η πράξη του Θεού, στην οποία καταξιώνεται η διδαχή του Ευαγγελίου, η πίστη της Εκκλησίας και ο βίος των πιστών. Την ευαγγελική περικοπή, που θα ακούσουμε, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ονομάζει «ηδίστην», δηλαδή γλυκύτατη περικοπή, που οι πιστοί την ακούν από το στόμα του Κυρίου, τη μελετούν με σπουδή και την κρατούν στη μνήμη τους με κατάνυξη. Η Εκκλησία επισφραγίζει το Σύμ­βολο της πίστεως με την προσδοκία της αναστάσεως και της κρίσεως· «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών…». Η πληροφορία της συνείδησής μας και ο λόγος του Ιησού Χριστού στην ευαγγελική περικοπή αρκούν για να μας πείσουν, αλλά είναι σαφής και ο λόγος του Αποστόλου, όταν γράφει προς Εβραίους· «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις».
Αλλά πολλοί από τους ανθρώπους δεν το βάζουν στο μυα­λό τους μήτε πως θα αποθάνουν μήτε πως έχουνε να κριθούν από το Θεό για τα έργα τους. Είναι το χειρότερο που μπορεί να πάθει ο άνθρωπος. Βγάλε από μέσα σου τη μνήμη του θανάτου και το φόβο της κρίσεως κι ύστερα κατέβασες τον εαυτό σου στη θέση του κτήνους και δεν κρατιέσαι πουθενά. Μάλιστα όταν είσαι νέος. Οι νέοι, σαν και να μην είναι τόσοι γέροι γύρω τους, σαν και να μην το βλέπουν πως κάθε μέρα αποθνήσκουν άνθρωποι. Ξεγελιούνται λοιπόν από τα νιάτα τους κι από την υγεία τους και θαρρούν πως πάντα θα είναι νέοι, πως δεν θα αποθάνουν ποτέ και πως δεν έχουνε να δώ­σουν λόγο για τον τρόπο της ζωής τους. Κι όμως το πιο ευεργετικό για όλους, κι όταν είμαστε νέοι κι όταν θα γεράσουμε, είναι η μνήμη του θανάτου. Όλη η ζωή των σοφών ανθρώπων και των αγίων του Θεού είναι μνήμη θανάτου. Όσο είναι πικρό, άλλο τόσο είναι και σωτήριο να θυμάται ο καθέ­νας μας πως θα αποθάνει. Όποιος δεν ξεχνά το θάνατό του είναι κοντά, για να μην αμφιβάλλει πως τον περιμένει η κρίση και η ανταπόδοση του Θεού.
Ο Ιησούς Χριστός μίλησε καθαρά και είπε για τη δευτέρα και ένδοξη παρουσία του. Την πρώτη φορά ήλθε ταπεινά και φτωχά· τη δεύτερη θα έλθει με όλη τη θεϊκή του δόξα. Την πρώτη φορά ήλθε για να σώσει τον κόσμο· τη δεύτερη θα έλθει για να τον κρίνει. Την πρώτη φορά έδωσε την εντολή της αγάπης· τη δεύτερη θα κρίνει με δικαιοσύνη. Όχι μόνο ως Θεός ούτε μόνο ως άνθρωπος, αλλά ως Θεάνθρωπος· ως Θεός, που είναι απόλυτα δίκαιος και ως άνθρωπος, που ξέρει την ανθρώπινη ασθένεια. Ο ίδιος το είπε, ότι «ο Πατήρ πάσαν την κρίσιν δέδωκε τω Υιώ». Ο Υιός, που ήλθε για να σώσει τον κόσμο, ο Υιός και θα τον κρίνει. Και θα τον κρίνει με τα λιγότερα, για να σωθούν περισσότεροι, γιατί ο Θεός θέλει να σωθεί ο κό­σμος. Δεν θα σωθούν μόνο όσοι δεν θα το θελήσουν, όσοι ούτε με διδασκαλία ούτε με σημεία θα θελήσουν να πιστέ­ψουν στο Χριστό. Αυτοί και τώρα το ίδιο λένε και τότε το ίδιο θα πουν «Κύριε, πότε σε είδομεν;». Πού και πότε τον είδαμε το Χριστό;
Εδώ τώρα είναι, που η ευαγγελική περικοπή, για τη δευτέρα παρουσία του Ιησού Χριστού και για την κρίση του κό­σμου, παίρνει ένα απροσμέτρητο βάθος και μια μέγιστη κοι­νωνική σημασία. Όχι μεγάλα λόγια και θεωρίες, αλλά μικρά και καθημερινά πράγματα. Όχι τάχα θυσίες και θεαματικές πράξεις, αλλά ψωμί για το νηστικό και ρούχο για το γυμνό κι ένα ποτήρι νερό για το διψασμένο. Το ελάχιστο, που μπορεί να δώσει ο καθένας κι όχι μόνο το μέγιστο, που μπορούν και πρέπει να δώσουν οι λίγοι. Όταν καταδικάζουμε την κοινωνι­κή αδικία και ανισότητα, και δεν έχομε άδικο, ξεχνάμε πως η αναλογία της ευθύνης πέφτει σε όλους. Και συμβαίνει όσοι μόνο φωνάζουν γι’ αυτά τα πράγματα, να μην είναι πάντα οι πιο φτωχοί και αδικημένοι. Αλλά είναι φυσικό· όταν το κοι­νωνικό κήρυγμα δεν ξεκινά από την πίστη στο Θεό, και σαν εφαρμογή της εντολής του Θεού για δικαιοσύνη και αγάπη, τότε χάνεται, σαν αόριστη και θεωρητική διδασκαλία, έξω από τα πρόσωπα και τα πράγματα, που είναι η ζωή. Και είναι πάλι φυσικό όταν δεν πιστεύουμε στο Θεό ούτε και στον άνθρωπο πιστεύουμε. Τότε δεν είναι ο άνθρωπος, σαν αδελφός μας και αδελφός του Ιησού Χριστού, που μας πονάει, αλλά το δόγμα και η θεωρητική διδασκαλία του κάποιου κοινωνικού συστήματος, στο οποίο πιστεύουμε.
Μια είναι η αλήθεια, ότι μας περιμένει ο θάνατος κι ύστε­ρα μας αναμένει κρίση. Όπως και νά ’χει θα δώσουμε λόγο για τη ζωή μας. Μάθαμε να λέμε πως οι φυσικοί νόμοι είναι απαράβατοι, μα πιο πολύ απαράβατοι και αμετάθετοι είναι οι ηθικοί νόμοι, γιατί δεν γίνεται τίποτε στην τύχη, για να μπορεί να σταθεί το υλιστικό αξίωμα· «Φάγωμεν, πίωμεν αυριον γαρ αποθνήσκομεν». Κάποτε θα βρούμε μπροστά μας τη ζωή μας και τις πράξεις μας θα μας δικάσει ο Θεός «διά Ιησού Χριστού». Κι αν είναι να μας δικάσει ο Χριστός σαν Θεός, δεν θα σωθεί κανένας από μας. Μα θα μας δικάσει σαν Θεός και άνθρωπος μέσα στα ανθρώπινα μέτρα. Και θα μας ζητήσει αν είχαμε μεταξύ μας αγάπη· η αγάπη, γράφει ο Απόστολος, «καλύψει πλήθος αμαρτιών». Η αγάπη δεν είναι μια λέξη και μια θεωρητική διδασκαλία, αλλά συγκεκριμένη κάθε φορά πράξη προς τον συνάνθρωπο και τον πλησίον, που είναι αδελφός «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού». Όχι απρόσωπα ο άνθρωπος ούτε η ανθρωπότητα, αλλά ο πλησίον προσωπικά και ο αδελφός. Ας έχουμε λοιπόν αγάπη, ας πιστεύουμε στο Θεό, που από αγάπη προς τον άνθρωπο έγινε άνθρωπος, για να σώσει έναν έναν τον άνθρωπο. Για να ακούσουμε όταν θα μας κρίνει· «Δεύτε οι ευλογημένοι…». Αμήν.
(Επί πτερύγων ανέμων, τ. Α΄, εκδ. Ν. Παναγόπουλος, σ. 54-57)

Κυριακή της Απόκρεω – Η ετοιμασμένη Βασιλεία


«Παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7,31). Αυτή είναι η πεποίθηση της Εκκλησίας. Προσδοκούμε την Ανάσταση των νεκρών και τη ζωή του μέλλοντος αιώνος. Προσδοκούμε τον «πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς», ο Οποίος θα μας εντάξει όλους στη Βασιλεία Του, «ης ουκ έσται τέλος». Και είναι «ητοιμασμένη η Βασιλεία Του από καταβολής κόσμου» (Ματθ.25, 34) για τον καθέναν μας. Αυτός είναι ο σκοπός της ύπαρξης του ανθρώπου. Να μετάσχει στην Βασιλεία του Θεού. Αυτήν που φανέρωσε στον κόσμο ο Χριστός. Και που μας έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα γίνουμε μέλη της, τόσο δια της διδασκαλίας Του, όσο και δια του Πάθους και της Αναστάσεώς Του.
Η Βσιλεία του Θεού είναι η αιώνιος ζωή. Είναι η δυνατότητα να γνωρίσουμε οι άνθρωποι δια του Υιού τον Πατέρα. Να γίνουμε παιδιά του Θεού, λαμβάνοντας το χάρισμα της υιοθεσίας. Να κοινωνούμε την παρουσία του Χριστού και να ζούμε την χαρά της συνάντησης με τον πλησίον μας στα πρόσωπα των Αγίων και των σεσωσμένων. Και να έχουμε αφήσει πίσω μας κάθε φθορά, κάθε αμαρτία, ακόμη και τον έσχατο εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο. Η Βασιλεία του Θεού όμως  δεν θα περιλάβει όλους τους ανθρώπους. Γιατί η ζωή κοντά στο Θεό έρχεται ως αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου. Ο καθένας μας καλείται να ζήσει την Βασιλεία  από τον παρόντα κόσμο και χρόνο. Να την καταστήσει οικεία του. Να ανοίξει την ύπαρξή του σ’ Αυτήν και να νικήσει τα εμπόδια που κλείνουν το δρόμο, που δεν είναι άλλα από την απουσία της αγάπης, την αμαρτία και την αδικία.
Ο Χριστός έθεσε τα κριτήρια συμμετοχής του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού. Όπως διακριβώνουμε από το Ευαγγέλιο της μελλούσης κρίσεως αυτά είναι τρία. Η αγάπη προς τους αδελφούς, η οποία αποτυπώνει την αγάπη προς τον ίδιο το Χριστό, η καλοσύνη  και  η κατά Θεόν δικαιοσύνη. Η αγάπη προς τους αδελφούς εκφράζεται δια των έργων. Είναι  τροφή προς τους πεινώντας, το ξεδίψασμα προς τους διψώντας, η ένδυση προς εκείνους που είναι γυμνοί, είναι η επίσκεψη στους ασθενείς και στους φυλακισμένους, δηλαδή το μοίρασμα της ζωής και της ύπαρξης με όλους τους περιθωριοποιημένους του κόσμου, με όλους όσους δυσκολεύονται, με τους πονεμένους και στερημένους συνανθρώπους. Τα λόγια του Χριστού ηχούσαν παράξενα στην εποχή του, καθώς απευθύνονταν σε έναν κόσμο, ο οποίος χαρακτηρίζονταν από την αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, από την κτηνωδία έναντι των μη συμμορφούμενων με τα δόγματα των ισχυρών και με τη αυτάρκεια όσων θεωρούσαν ότι εξέφραζαν τον νόμο του αληθινού Θεού. Το κήρυγμα του Χριστού ανατρέπει τα δεδομένα της εποχής του. Δεν κληρονομεί την αιώνια ζωή όποιος δεν βλέπει στο συνάνθρωπό του τον ίδιο το Χριστό. Δεν κληρονομεί την αιώνια ζωή όποιος δεν δείχνει σεβασμό και δεν υπολογίζει την μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου, ανεξάρτητα από κοινωνικό επίπεδο, μόρφωση, αδυναμία, ήθος ζωής. Δεν κληρονομεί την αιώνια ζωή όποιος στηρίζεται στην αυτάρκεια της τήρησης του γράμματος του νόμου και δεν βλέπει ότι ο νόμος αποτελεί την βάση για να ανοιχτεί προς τον καθένα άνθρωπο, ανεξαρτήτως αν ανήκει ή όχι στον περιούσιο λαό του Θεού.
Το κριτήριο της αγάπης φέρνει μαζί και την καλοσύνη της καρδιάς. Για να αγαπήσει ο άνθρωπος χρειάζεται η ύπαρξή του να έχει προχωρήσει σε έξοδο από την οχύρωση στο εγώ. Από τα δικαιώματά του. Να έχει καλλιεργήσει ένα ήθος προσφοράς και θυσίας. Και αυτό δεν έρχεται χωρίς καλοσύνη. Η καλοσύνη βλέπει την ανάγκη του διπλανού ως πιο σημαντική από την προσωπική ανάγκη. Η καλοσύνη πηγάζει από μία καρδιά που έχει συγχωρέσει τον άλλο για την αποτυχία του να έχει την τροφή που του χρειάζεται, τα ρούχα, την συντροφικότητα, αλλά και την αποδοχή της κοινωνίας. Για να προσφέρει κάποιος χρειάζεται να έχει δοτικότητα. Και η δοτικότητα δεν αποκτιέται όταν κέντρο του κόσμου είναι ο εαυτός μας, αλλά όταν η ψυχή καλλιεργείται στο δρόμο της αρετής, στο δρόμο της ανθρωπιάς, στο δρόμο της συγχώρεσης. Η καλοσύνη βγαίνει από μια ταπεινή ψυχή. Από αυτή που έχει συναίσθηση ότι παντού βρίσκεται ο Χριστός. Η καλοσύνη  κάνει τον άνθρωπο να μη νικιέται από τον πειρασμό της αυτάρκειας, να μην οχυρώνεται πίσω κάθε κρίση και να λειτουργεί όπως μπορεί ώστε και ο άλλος να ξαναβρει νόημα στη ζωή του, παρηγοριά και γαλήνη, καλύπτοντας τις υλικές του ανάγκες, αλλά και την ανάγκη του για επικοινωνία, συνάντηση και μοίρασμα.
Η αγάπη πηγάζει από την αίσθηση της κατά Θεόν δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη είναι πρωτίστως η ευγνωμοσύνη στον ίδιο το  Θεό για την δωρεά της ύπαρξης, αλλά και τα όσα επιτρέπει να έχουμε, υλικά και πνευματικά. Την ίδια στιγμή η δικαιοσύνη έχει να κάνει με την επιθυμία του ανθρώπου να ανταποκριθεί στην αγάπη του Θεού με βάση τις δικές του δυνάμεις. Και δίκαιος είναι εκείνος που μοιράζεται την αγάπη του Θεού, τα χαρίσματα που λαμβάνει από Εκείνον, την πίστη του στο πρόσωπο του Χριστού και τα καταθέτει στον πλησίον του. Και αυτό το μοίρασμα επεκτείνεται και στα υλικά. Ο σύνολος άνθρωπος αισθάνεται αδικία να μην δώσει κάτι ή ό,τι μπορεί ή τα πάντα στον άλλο, για να δοξαστεί ο Θεός. Και αυτό λειτουργεί ως στάση ζωής που αγκαλιάζει την Εκκλησία. Τίποτε από αυτά που έχει η Εκκλησία δεν είναι δικό της, αλλά καλείται να το διαχειριστεί για καλό των ανθρώπων. Να ανακουφίσει τις ανάγκες τους, αλλά και να τους καθοδηγήσει πνευματικά στην οδό της αιωνιότητας. Έτσι η Εκκλησία εφαρμόζει την δικαιοσύνη του Θεού, δίδοντας ένα διαφορετικό ήθος στον κόσμο.
Το ήθος της ετοιμασμένης Βασιλείας αποτελεί για όλους μας μία συνεχή υπενθύμιση τι ζητά ο Χριστός από εμάς, για να νικήσουμε τον θάνατο. Μέσα από την έμπρακτη αγάπη, την καλοσύνη και την κατά Θεόν δικαιοσύνη καλούμαστε να αντέξουμε στην κρίση, το κλείσιμο των ανθρώπων στον εαυτό τους, αλλά και στην απουσία αναζήτησης του Χριστού. Για να μπορέσουμε να ακούσουμε την φωνή Του να λέει προς εμάς: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ετοιμασμένην υμίν βασιλείαν».

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός