Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Ορθόδοξος Φιλοσοφία της Αποκαλύψεως Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Θεολόγος, Ειδικός Γραμματέας του ΔΣ της ΠΕΘ


1. Ο "ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ" ΣΤΙΣ  ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ   ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

Α. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ "ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ"

Η Ένθεος Φιλοσοφία είναι η μορφή εκείνη της δημιουργίας, που επέτρεψε στους Πατέρες να κάνουν "μετακένωση" του ευαγγελίου, για να το μεταλαμπαδεύσουν  σε ορισμένο πολιτισμικό περιβάλλον. Η αξία αυτής της προσπάθειας είναι διαχρονική, όσον αφορά στις αρχές και στη μέθοδο, καθίσταται δε ιδιαίτερα επίκαιρη για την εποχή μας, όταν αρχίζουμε να αναζητούμε τον "ζώντα θεόν" της παραδόσεως, που θα αναπληρώσει τον "θάνατο" του θεού στις μετα-νεωτερικές κοινωνίες. Όμως χρειάζεται πρώτα να γνωρίζουμε ορισμένα βασικά πράγματα γι' αυτόν τον "θάνατο", που θα μας οδηγήσουν σε βαθύτερη  συνειδητοποίηση  μιας κρίσης,  η οποία  « διατρέχει» την εποχή μας.
      «Σε όλες τις θρησκείες Θεός σημαίνει ζωή και κατά κανόνα υπέρβαση του θανάτου. Κατεξοχήν ισχύει αυτό στη χριστιανική αποκάλυψη, όπου ο Θεάνθρωπος δηλώνει απερίφραστα «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή».  Αλλά και πολιτισμός σημαίνει ζωή ταυτισμένη με την υπέρβαση των φυσικών αδυναμιών- αντιξοοτήτων και των ανθρώπινων παθών. Ένας πιθανός «θάνατος» του Θεού είναι δυνατόν να σηματοδοτήσει και «θάνατο του πολιτισμού», με την έννοια της αποτυχίας, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι στην παραδοσιακή του μορφή ο πολιτισμός ήταν συνήθως θρησκευτική έκφραση ή άρρηκτα συνδεδεμένος με θρησκευτικές παραμέτρους και εκφράσεις.
       Ωστόσο ο λεγόμενος ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ένας ανθρωποκεντρικός πολιτισμός και είναι φυσικό και αυτονόητο να θέλει να είναι και είναι τελικά ένας πολιτισμός χωρίς Θεό, ή τουλάχιστον χωρίς τον παραδοσιακό Θεό.Δείγματα αυτής της επιθυμίας έχομε παλαιόθεν. Κορυφώθηκε όμως με κάθε επισημότητα τους τελευταίους αιώνες. Το παράδοξο είναι ότι ο Θεός δεν θανατώθηκε από τους λεγόμενους αθεϊστές ανθρωπιστές ή κοινωνιστές- φιλόσοφους. Αυτοί διέπραξαν άλλου είδους «αμαρτήματα» και επεφύλαξαν για τον εαυτό τους άλλους ρόλους, όπως το ρόλο του χαιρέκακου που θριαμβολογεί ότι «ο θεός είναι νεκρός» και βέβαια το ρόλο του «νεκροθάφτη» του Θεού.
  Το Θεό «δολοφόνησαν» με τούτον ή τον άλλον τρόπο τα ίδια του τα παιδιά και κατεξοχήν αυτοί που ορκίστηκαν στο όνομά του να μιλούν γι’ αυτόν,  δηλαδή οι θεολόγοι του. Έτσι ο σύγχρονος άνθρωπος βρήκε έτοιμο το δρόμο για να θεοποιήσει τον εαυτό του και τα έργα των χειρών του δημιουργώντας έναν τρόπο ζωής και δράσης, που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό και στόχο όχι πλέον το θάνατο του θεού, αλλά το θάνατο του ανθρώπου.  Αυτό είναι και το πλέον παράδοξο: Να θάβεις το νεκρωμένο θεό για να αναπνεύσει δήθεν ο άνθρωπος και στο τέλος μαζί με το Θεό να θάβεται και ο άνθρωπος. Έτσι η «αξιοπρέπεια» που γέννησε η παντοειδής απουσία του Θεού κατέληξε σε πλήρη ευτελισμό του ανθρώπου και του πολιτισμού του.
     Ο «θάνατος του Θεού» σηματοδοτεί το θάνατο της κτίσης και τον φυσικό (ή καλύτερα αφύσικο) θάνατο του ανθρώπου. Στα πλαίσια της παραδοσιακής Αγιοπατερικής θεολογίας ο Θεός θεολογείται ως δημιουργός, προνοητής κτίσης και βέβαια ως ο απόλυτος κύριός της. Ο άνθρωπος ορίζεται ως κατ’ εικόνα Θεού κύριος της κτίσης. Ως κορωνίδα της δημιουργίας δικαιούται να ισχυρίζεται ότι ο κόσμος πλάστηκε γι’ αυτόν και τις ανάγκες του. Υποχρεούται όμως να λειτουργεί ως φύλακας και διαχειριστής φροντίζοντας, ώστε η διαχείριση να μην καταστρέφει τον κόσμο και τη ζωή. Οίκοθεν νοείται ότι καθίσταται κάθε στιγμή υπόλογος έναντι του θεού και των συνανθρώπων του για τον τρόπο που χρησιμοποιεί και διαχειρίζεται τη φύση. Αυτό σημαίνει ότι η παρουσία του Θεού αποτελεί το κριτήριο για τη  συμπεριφορά έναντι της κτίσης και των συνανθρώπων, αλλά και το εμπόδιο για μια ανεξέλεγκτη στάση και συμπεριφορά»
 ( Απ. ΝικολαΪδη, Κριτική Θεολογία, εκδ. Γρηγόρη)
      Πως όμως άρχισε να "εξορίζεται" ο θεός από την κτίση και την κοινωνία; Με ποιά λογική αποφασίστηκε ο "θάνατός" του; Για να το δούμε αυτό πρέπει να γυρίσουμε πίσω, στην αυγή της σύγχρονης εποχής όπου η Νεωτερικότητα, εκτός των άλλων, εγκαινιάζει  και  με μια μεγάλη ανατροπή στην αντίληψη του χώρου: οι άνθρωποι στο παρελθόν ήταν βέβαιοι πως η γη κατέχει κεντρική θέση στο σύμπαν, με τον ουρανό (στερέωμα) ως καταλληλότερη κατοικία για το Θεό -πατέρα, (ακόμα και όταν αυτός ο ουρανός ερμηνευόταν μεταφυσικά). Τα υπερμεγέθη στοιχεία του κόσμου παρέπεμπαν στο μεγαλείο του Θεού και οι διαστάσεις αυτού του κόσμου φαινόταν πως είχαν όρια μέσα στα οποία Εκείνος είχε περικλείσει τη Δημιουργία του. 
     Όμως η επιστημονική επανάσταση άλλαξε την αντίληψη του  περιορισμένου και στατικού Σύμπαντος της Μεσαιωνικής εποχής και έδειξε πως η γη δεν αποτελεί, παρά ένα απειροελάχιστο κόκκο άμμου στην άκρη του κοσμικού ωκεανού. Μπροστά στο αποκαλυπτόμενο νέο Μέγεθος του κόσμου ακόμα και ο Θεός θεωρήθηκε «μικρός» για τα μέτρα του – Η δε θεολογία άρχισε να υποχωρεί απέναντι στην Νέα Επιστήμη της Φύσης, που σταδιακά αποκρυπτογραφούσε τα μυστικά και τους νόμους του Σύμπαντος. Η αλλαγή αυτή στην αντίληψη του χώρου συντάραξε αρχικά, όπως ήταν ευνόητο, τις χριστιανικές συνειδήσεις αφού επέβαλε το ερώτημα της εγγυρότητας των βιβλικών διηγήσεων περί δημιουργίας, που βασίζονταν ακριβώς πάνω σε παραστάσεις του Παλαιού Γεωκεντρικού Σύμπαντος.  Δεν είναι πια ο ουρανός και η γη τα άκρα του κόσμου; Ο Θεός δεν έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη; Ο άνθρωπος δεν είναι κορωνίδα της δημιουργίας, κυρίαρχος και εξουσιαστής;
     Τέτοια ερωτήματα έθεταν εν αμφιβόλω το κύρος της Αποκαλύψεως και καθιστούσαν την πίστη στο Θεό γεγονός μιας εποχής, η οποία θα έπρεπε να αποτελεί  παρελθόν για την ανθρωπότητα. Τα Βιβλικά δεδομένα, ως αφήγηση των ενεργειών του θεού στη φύση ή στην ιστορία, αμφισβητούνταν τώρα από μια μορφή επιστημοσύνης που διεκδικούσε το αλάθητο, με τρόπο σχεδόν μυστικιστικό. Η απολογητική της πίστεως τώρα πιά δεν είχε σαν στόχο μόνο  κάποιους ειδωλολάτρες φιλοσόφους ή κάποιους αρνητές με τη λογική του «φάγωμεν πίωμεν αύριον γαρ αποθνήσκομεν», όπως την περιγράφουν τα σοφιανικά βιβλία  της Π. Διαθήκης.  Οφειλαν  να αναπτυχθούν επιχειρήματα, που να αναδεικνύουν την εγκυρότητα της χριστιανικής αληθείας απέναντι σε εκείνους που αποθέωναν τον ορθό λόγο (rationalismus)  και στο όνομά του υπέβαλαν τα Δόγματα σε εξαντλητική κριτική και στο τέλος τα απέρριπταν.
     Το επιστημονικό πνεύμα επηρέασε ακόμη και θεολόγους που ερευνούσαν ορθολογικά τα Αγιογραφικά κείμενα, σε σημείο που να βλέπουν λ.χ. τη Γραφή στο ίδιο επίπεδο με όλες τις άλλες γραφές των θρησκειών ή να υπερασπίζουν την πίστη, με αναφορά στο ούτως ή άλλως παγκόσμιο φαινόμενο της θρησκείας (ως φυσικής εκδήλωσης του ανθρώπινου πνεύματος).   Αλλά, αφού όλη η φυσική πραγματικότητα (όπως και η ιστορικο-κοινωνική), μπορούσε να εξηγηθεί αιτιοκρατικά, όφειλαν και οι θεολόγοι του προτεσταντισμού να αρνηθούν το θαύμα και το μυστήριο ή έστω  να του δώσουν άλλες (πιθανές ή απίθανες) ερμηνείες. Έπρεπε να έρθει ένας Pascal απολογούμενος, για να υπερασπίσει τη λογική της καρδιάς έναντι της επιστημοσύνης του νου, ώστε να δικαιώσει την πίστη στον αγιογραφικό λόγο ( ως λόγο του αποκαλυπτόμενου  θεού), μπροστά στην επέλαση της Νεωτερικοτήτας.
    Ωστόσο το κοσμοείδωλο της επιστήμης είχε ήδη αρχίσει να επιδρά αποφασιστικά πάνω  στους ανθρώπους της Δύσης και να χαράζει νέους δρόμους ζωής και σκέψης, που καθόριζαν μια άκρως αντιμεταφυσική στάση και οργάνωναν τις κοινωνίες εξορίζοντας σταδιακά το Θεό ως βίωμα και παρουσία από τις συνειδήσεις.  Έτσι Εκείνος « εκτοπίζεται »  από τις ανθρώπινες υποθέσεις, σε μια αργή αλλά σταθερή πορεία εκκοσμίκευσης,  που οδηγεί  στα σύγχρονα αδιέξοδα.  Ακριβώς αυτά τα αδιέξοδα δεν είναι καθόλου άσχετα με τις θεμελιακές αντιμεταφυσικές παραδοχές του σύγχρονου πολιτισμού, αφού αποτελούν προέκταση της αποθέωσης του ορθού λόγου, ως κριτηρίου πάσης αληθείας, (είτε φιλοσοφικής, είτε επιστημονικής, είτε ιστορικής - κοινωνιολογικής κ.λ.π.). Αν και οι τραγικές πραγματικότητες των τελευταίων αιώνων έδειξαν με σαφήνεια τα όρια του « ορθού λόγου», παρά ταύτα αυτός είναι που καθοδηγεί τις ατομικές ή κοινωνικές συμπεριφορές και όχι ο λόγος του Θεού.   Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτισμικό περιβάλλον (εξ ορισμού αντιμεταφυσικό), ποιό νόημα μπορεί να έχει το ερώτημα για το Θεό, ως Δημιουργό και Κυβερνήτη της Ζωής;
     Πράγματι, σε ένα επιφανειακό τουλάχιστον επίπεδο, οι μέριμνες του σύγχρονου ανθρώπου λίγο έχουν να κάνουν με το Θεό. Μια τέτοια φροντίδα, ως έσχατη μέριμνα,  (για να θυμηθούμε εδώ την σχετική έκφραση του Paul Tillich) έχει απωθηθεί από τη σκέψη και τη συνείδηση, προς όφελος άλλων πιο θετικών δραστηριοτήτων και προσανατολισμών. Κάτω όμως από ορισμένες ατυχείς συγκυρίες στο πεπρωμένο ατόμων ή λαών, έρχεται στην επιφάνεια η αναζήτηση του προσώπου του θεού έστω και ως χορηγού βοηθείας στις διάφορες περιστάσεις του βίου. Γιατί είναι αλήθεια ( οι πατέρες της εκκλησίας το γνώριζαν αυτό εναργέστατα ) πως  αρκετά συχνά μια στροφή προς το υπερβατικό έχει περισσότερο ως κίνητρο κάποιο στήριγμα στη ζωή, κάποια βοήθεια, παρά την αγάπη για την Αλήθεια (όπως το έχει επισημάνει ο Alexander Schmemann ).
     Σε αυτό το σημείο μοιάζουν πολύ οι συμπεριφορές του σύγχρονου ανθρώπου, ( του « ενηλικιωμένου» μέσω της επιστήμης και της γνώσης ) με εκείνες του ανθρώπου της πατερικής εποχής. Βεβαιώνεται έτσι πως ο επιστημονικός αθεϊσμός  μπορεί να συζητείται ως θεωρία ή να γίνεται έμβλημα μιας ολόκληρης κουλτούρας,  όμως η συνάντηση  με αξεπέραστες τραγικότητες της ίδιας της ζωής απαιτεί διαφορετική προσέγγιση πιο "υπαρξιακή".  Η σύγχρονη κουλτούρα δεν συμπαθεί τις ευαγγελικές αξίες της αγάπης π.χ. ή της ταπεινοφροσύνης.  Αυτές ελαχιστοποιούνται ή απορρίπτονται μέσα στον  ατομικισμό τον εξωθημένο ως τα άκρα από τον ανταγωνισμό των συμφερόντων και τον αμοραλισμό (αφού "νους αποστάς θεού, ή  θηριώδης γίνεται ή δαιμονιώδης" κατά τους πατέρες.).
   Επικρατούν έτσι άλλες αξίες στα μέτρα του ανθρώπου της νεωτερικότητας και των συναφών δραστηριοτήτων του. Εξάλλου σήμερα δικαιολογείται και επιστημονικά ο νόμος της ζούγκλας με την περίφημη θεωρία της εξελίξεως, την  φυσική επιλογή και την επικράτηση του δυνατότερου στις της κοινωνίες. Από την   άλλη πλευρά, γνώρισμα της ίδιας κουλτούρας είναι η επιθυμία (συνειδητή ή ασυνείδητη) να οργανώσει κανείς τη δική του πραγματικότητα, τον κόσμο του, έξω από την σφαίρα της υπερβατικής πραγματικότητας του Θεού και με απόλυτη αφοσίωση στο ενδοκοσμικό. Ο κόσμος αυτός ανακηρύσσεται ως η μόνη αληθινή κατοικία του ανθρώπου, στα όρια του κυριαρχούντος υλισμού.  Άμεση συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι η κατάπτωση της ίδιας της λέξης Θεός, που καθίσταται σταδιακά κενή περιεχομένου ή έστω χρησιμοποιείται χωρίς πολύ συνείδηση των πραγματικοτήτων που εκφράζει. Δεν υπάρχουν περιθώρια για την παρουσία του εντελώς Άλλου Προσώπου, που θα διηύρυνε την πνευματική όραση και θα αξιολογούσε διαφορετικά τα πράγματα (sub speciae aeternitatis).  Έτσι το Άγιο Πνεύμα, ως πηγή ζωής και "θησαυρός των αγαθών" αγνοείται και αναπληρώνεται από φανταχτερές ουτοπίες, που νοηματοδοτούν τις ενδοκοσμικές δραστηριότητες.
  Σύμφωνα με μια παγιωμένη στη σκέψη νοοτροπία,   τι μπορεί να περιμένει από την προσευχή κάποιος λ.χ., που έχει πεισθεί πως η πίστη ουσιαστικά είναι μια αυταπάτη, ότι είναι σε τελική ανάλυση προβολή επιθυμιών και ελπίδων του ανθρώπου στο υπερπέραν,  όπου βρίσκεται ένας Θεός Πατέρας να τον καθοδηγεί και να τον προστατεύει όπως  μας το έχει πει ήδη ο Freud ; Ακόμη και θεολόγοι περιωπής στη Δύση έρχονται να δικαιολογήσουν την ενηλικίωση του ανθρώπου και να τον συμβουλεύσουν πως το « να ανακατεύεται μέσα σε όλα »  (πολιτική θεολογία) ή « να διαβάζει την εφημερίδα του » λ.χ. είναι είδος προσευχής.  Αυτοί οι θεολόγοι του δίνουν ακόμα και νέες ερμηνείες του Ευαγγελίου, που είναι σύμφωνες  με τα μέτρα της εκκοσμίκευσης.Έτσι  αναδεικνύεται   νέος τύπος ανθρώπου,  που προσδιάζει στη νεωτερική νοοτροπία και που ασφαλώς μπορεί να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί κοινωνιολογικώς,  ώστε να ξεσκεπαστεί όλο το υπόστρωμα της κυρίαρχης φιλοσοφίας ζωής που τον εμπνέει.
   Πως μπορεί λοιπόν ένας τέτοιος τύπος ανθρώπου να εννοήσει πολύ δε περισσότερο να βιώσει την πραγματικότητα της θείας Βασιλείας, για την οποία κάνει λόγο το ευαγγέλιο, ως ανώτατη αξία, όταν στην πράξη η ζωή του εμπνέεται και κατευθύνεται από οράματα και προσδοκίες ξεκάθαρα ανθρωποκεντρικά και ενδοκοσμικά ;  Αυτή η ερώτηση απευθύνεται και προς τους ίδιους τους βαπτισμένους χριστιανούς , που αδυνατούν να νιώσουν τα σύμβολα της πίστης με το βάθος και την πληρότητα άλλων εποχών, όταν λ.χ. το Ευαγγέλιο αποτελούσε ζύμη για την κοινωνία, Μπροστά στη νεοτερικότητα είναι υποχρεωμένος  κανείς να απολογείται περισσότερο για την πίστη του, παρά να την αντιλαμβάνεται ως ζωτική υπόθεση.  Ποιος λόγος π.χ. περί ψυχής ή περί αιωνιότητας θα συγκινήσει σε βάθος τον προσηλωμένο στις υλικές πραγματικότητες άνθρωπο, αφού η καρδιά του ουσιαστικά έχει θεοποιήσει τα παρόντα; ( κατά την έκφραση του Αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου). Αρκετά  συχνά και ο ίδιος ο θάνατος,  το πλέον δραματικό γεγονός της ύπαρξης, νοηματοδοτείται με κοσμικούς τρόπους (ως κάποιο φυσικό συμβάν λ.χ.), άσχετο με οποιαδήποτε μεταφυσική του θεώρηση.    
    Το Ευαγγέλιο ως άγγελμα σωτηρίας ("έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος"), απογυμνωμένο από τα υπερβατικά  του θεμέλια (αφού ο ζών  θεός της Αποκαλύψεως τίθεται εν αμφιβόλω), περιορίζεται για το σύγχρονο πολιτισμό σε ορισμένες ηθικοκοινωνικές αρχές  βελτίωσης της ζωής, που εύκολα μπορούν να ανατραπούν μπροστά σε υπαρκτές  και τραγικές εμπειρίες.  Άλλωστε γιατί να γίνει κανείς καλός άνθρωπος, έστω με τα μέτρα του κοσμικού ανθρωπισμού, όταν αδιάκοπα προκαλείται από τη δράση του κακού, το οποίο συναντά γύρω του ή μέσα του, ως μια από  τις δυνατότητες της ζωής;
    Με το ερώτημα αυτό βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη (και αποφασιστική) για τη νεοτερικότητα ανατροπή, που σχετίζεται με την σταδιακή εγκατάλειψη του Αγίου από την κοινωνία και την δόμησή της πάνω σε αξίες – αφηρημένες έννοιες (λ.χ. ισότητα, δικαιοσύνη κ.α.),  χωρίς την εγγύηση του υπερβατικού. Έσχατη ασυνέπεια αυτής της τακτικής  είναι η απώλεια του υπαρξιακού βάθους της πίστεως, η οποία μας καλεί να σχετισθούμε με τον άλλον ως παιδί του θεού και όχι ως μια μονάδα – ατομικότητα μέσα σε μια απρόσωπη κοινωνία.  Εξ ού και η τρανταχτή αποτυχία των ανθρωπιστικών ιδανικών σε όλο το φάσμα της νεωτερικής εποχής, ένδειξη και αυτό του γεγονότος ότι ο άνθρωπος έχει φτιαχτεί για κάτι πολύ ανώτερο από αυτό, που του προσφέρουν οι πάσης φύσεως αφηρημένες ιδεολογίες.
  Έχει φτιαχτεί για μια ουσιαστική κοινωνία με τους άλλους και το Θεό, έστω και αν το καταλαβαίνει μόνο διαισθητικά.  Είναι προορισμένος να γίνει εκκλησία, σε ενότητα με την δημιουργία και το Δημιουργό Του.  Ο σύγχρονος όμως άνθρωπος , διαμορφωμένος πολιτιστικά από τις παντοειδείς  εκκοσμικευμένες ιδεολογίες, δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμιν».  Ακόμη και σε περιβάλλοντα, που έχομε συνηθίσει να τα αποκαλούμε παραδοσιακά, η κοσμικότητα ως ανταγωνιστική θρησκεία έχει επιβάλλει τους όρους της. Πως είναι λοιπόν δυνατόν να κάνουμε λόγο για ορθόδοξη πίστη και ευαγγελικό  τρόπο ζωής, εντός του συγχρόνου μας περιβάλλοντος και του ψυχισμού που αυτό έχει διαμορφώσει ;  Μπορεί ένας τέτοιος λόγος να τύχει ανταπόκρισης ή έστω να ακουστεί αρχικά σε ένα επίπεδο αναζήτησης και διαλόγου ; Υπάρχει κάτι μέσα στον άνθρωπο που θα τον κάνει να πιστέψει, παρά την καταλυτική επέλαση της νεοτερικότητας εναντίον του ;
   Τα ερωτήματα αυτά χρήζουν διευκρίνησης και η ορθόδοξος θεολογία, με όλο το δυναμισμό της, νομίζουμε ότι μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις αναζητήσεις και του σύγχρονου ανθρώπου για τα πρώτα και έσχατα ερωτήματα και να του προσφέρει «άρτον ζωής».
   Για να το κάνει αυτό όμως, χρειάζεται να εργασθεί " μετ ' επιστήμης ". Να έχει επίγνωση του ανθρώπινου ψυχισμού, όπως τον έχει διαμορφώσει η Νεοτερικότητα, δηλ. του εδάφους πάνω στο οποίο θα γίνει η σπορά του " αιωνίως Νέου " , ώστε να υπάρξη βλάστηση και καρποφορία.  Και προς την κατεύθυνση αυτή, θέλουν να στρέψουν την προσοχή οι παραπάνω σημειώσεις, που έστω και ως Σχεδίασμα οφείλει να έχει κάποιος κατά νουν, εάν θέλει να κάνει επίκαιρη  τη ρωμαλέα παράδοση της Πατερικής θεολογίας, ενεργοποιώντας την μέσα στις σύγχρονες Ιστορικοκοινωνικές συνθήκες.

 Β.  ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ "ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ"

 Να συνοψίσουμε λοιπόν αυτές τις συνθήκες. όσο το δυνατόν πιο περιεκτικά, με τα γραφόμενα του καθηγητή Απ ΝικολαΪδη, ο οποίος συμπεραίνει τα ακόλουθα : "η απουσία του Θεού σήμανε την τραγικότητα και κρίση του πολυδιαφημισμένου ανθρωπισμού που στάθηκε και στέκεται ανίκανος να ανακόψει την επέλαση ολοκληρωτικών ιδεολογιών και πρακτικών. Αναφέρω δύο παραδείγματα: την απειλή της τεχνολογίας που καταργεί κάθε ίχνος προσωπικής αυτοδιάθεσης, αλλά και την απειλή της Γενετικής που έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει δραστικά στο DNA και να παράγει κατά παραγγελία ανθρώπους, έτοιμους να υπηρετήσουν τις ολοκληρωτικές διαθέσεις των υπερανθρώπων δημιουργών τους κλπ.  Ίσως τώρα κατανοούμε καλύτερα τα λόγια του Nietzsche: «Σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί» και «δείτε. Σας δείχνω τον τελευταίο άνθρωπο» και «η γη έχει δέρμα.  Και το δέρμα τούτο είναι γεμάτο αρρώστιες. Μια απ’ αυτές τις αρρώστιες τη λένε άνθρωπο». 
      Ο «θάνατος του Θεού» λειτούργησε ως αναγκαία προϋπόθεση ανεξαρτητοποίησης και απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα δεσμά ενός προσωπικού κυρίως Θεού, αυτόν που κηρύσσει ο θεϊσμός. Αν υπάρχει Θεός, τότε είναι ανύπαρκτη η ελευθερία. Αυτός ο Θεός, κατά τον J.Robinson, πρόδρομο της «θεολογίας θανάτου του Θεού», έπρεπε να φονευθεί, για να μη μείνει ο άνθρωπος ανήλικος και πνευματικά ανελεύθερος. Η ανθρώπινη προσπάθεια για χειραφέτηση και απόδραση από το χώρο του Θεού παραπέμπει στην αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να κόψει όλες τις γέφυρες ζωτικής εξάρτησης, να καταργήσει κάθε είδους ετερονομίες με στόχο την πλήρη αυτονόμησή του. Αυτό αποτέλεσε τη θεωρητική βάση για την ανάπτυξη και μεγιστοποίηση του πνεύματος του ατομικού και ομαδικού ατομικισμού.
     Σε πείσμα της χριστιανικής θρησκευτικής παράδοσης που υπογραμμίζει την ενότητα του ανθρώπινου γένους και την ανάγκη δραστηριοποίησης της αγάπης που μπορεί να ενώνει τα εκάστοτε διεστώτα, ο κατά τα άλλα χριστιανικός πολιτισμός επιδεικνύει συμπεριφορές που τονίζουν και αποδεικνύουν την αποθέωση του εγωισμού. Το Εμείς διασπάστηκε και μοιράστηκε σε πολλά μοναχικά Εγώ που αναπτύσσουν πολωτικές και ανταγωνιστικές σχέσεις με κύριο χαρακτηριστικό την εξόντωση ή εκμετάλλευση ή υποτίμηση του συνανθρώπου. Τα τρία κακά του παρελθόντος «ηδυπάθεια, κυριαρχομανία, εγωϊσμός» μεταλλάχτηκαν και βαπτίστηκαν προ πολλού σε τρία καλά.  Είναι και πάλι χαρακτηριστικός ο λόγος του Ζαρατούστρα: «Δεν σας συμβουλεύω την αγάπη προς τον πλησίον… Την αγάπη προς τον μη πλησίον σας συμβουλεύω». «Η αγάπη σας προς τον πλησίον σας είναι η κακή αγάπη για τον εαυτό σας», προτείνοντας ταυτόχρονα την αγιοποίηση του Εγώ σε διαφοροποίηση προς το αγιοποιημένο Σύ του παρελθόντος: «Τον ίδιο τον εαυτό μου προσφέρω στην αγάπη μου, και τον πλησίον μου επίσης στον εαυτό μου».
  Αυτό γίνεται φανερό σε κάθε πτυχή της ζωής. Και πρώτα στις σχέσεις των δύο φύλων. Από τη μία πλευρά ο πολιτισμός μας ευνοεί την υποτίμηση της γυναίκας, δημιουργώντας τις κατάλληλες δυνατότητες για μετατροπή και χρήση της γυναίκας ως αντικειμένου κατοχής, ηδονής και καταναλωτικού αγαθού και από την άλλη την ωθεί σε ακραίες φεμινιστικού τύπου συμπεριφορές που ευτελίζουν και την ίδια τη γυναίκα και τους θεσμούς στους οποίους είναι ενταγμένη. Ο ίδιος πολιτισμός καθιστά το γάμο συμβατική υποχρέωση και γι’ αυτό άχρηστο και προβληματικό, υιοθετώντας την προσωρινότητα, βραβεύοντας με τούτο  ή τον άλλο τρόπο την εναλλαγή των συντρόφων και υπογραμμίζοντας την εγωϊστική αυτοδιάθεση των συζύγων.
 Την ίδια εικόνα διάλυσης παρουσιάζουν βέβαια και άλλοι θεσμοί, όπως η εκπαίδευση, η πολιτική, η οικονομία ή χώροι ανθρώπινης δραστηριοποίησης, όπως είναι ο χώρος της εργασίας, όπου συγκρούεται το συμφέρον του εργαζόμενου με το συμφέρον του εργοδότη, όποιος κι αν είναι αυτός. Ο πολιτισμός μας είναι, όπως πάντα, πολιτισμός των ανταγωνιστών και της δυναμικής αχρήστευσης του άλλου, του απέναντι.
 Αυτό το πνεύμα της απόλυτης αυτοδιάθεσης καθιστά το σύγχρονο άνθρωπο ανέραστο, άφιλο και μοναχικό, παρά την αυξημένη ικανότητα και δυνατότητα επικοινωνίας, συνύπαρξης και σύμπραξης. Ο πολιτισμός εικονίζει πλέον την κόλαση ως μια κατάσταση ακοινωνησίας και απόλυτης μοναξιάς. Η μετατροπή του ουρανού σε γη και η αναζήτηση του παραδείσου στον «αναπτυγμένο» πολιτισμό μας οδήγησε σε υποκατάστατα που δεν κατάφεραν να παράξουν και να ενεργοποιήσουν αληθινές σχέσεις κοινωνικότητας,αφού καταργήθηκε το μοναδικό κριτήριο υπέρβασης των ατομικιστικών συμπεριφορών και εγγύησης της   πραγματικής και ουσιαστικής κοινωνικότητας, που είναι ο Θεός. Ο άνθρωπος δεν κατάφερε ποτέ, παρά την ενδεχόμενη πρόθεση και την διαφημιζόμενη πολιτιστική αναβάθμισή του, να παίξει αυτό το ρόλο, λόγω της φύσης και των εγγενών αδυναμιών των δικών του και του πολιτισμού του.
    «Ο θάνατος του Θεού» ως θάνατος του απόλυτου και ανώτατου αγαθού οδηγεί στη δαιμονοποίηση του πολιτισμού με τη γιγάντωση της παρουσίας, δράσης και αντίδρασης του κακού. Αναφέρομε δύο παραδείγματα:
 Α) Την επιδεικτική παρουσία, διαφήμιση και υιοθέτηση του κακού και στην αντίστοιχη αποσιώπηση του καλού σε σημείο που να δημιουργείται η εντύπωση ότι το κακό είναι εκείνο που κυριαρχεί σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και ακόμη της θρησκευτικής ζωής. Διαπίστωση που συνέχει κυρίως τους νέους ανθρώπους που αναζητούν ισχυρά πρότυπα, ανόθευτη βιοτή, αξιόπιστους θεσμούς και εξουσίες και ασφαλείς εγγυητές για ένα καλύτερο μέλλον. Αντίθετα προς τις παραπάνω προσδοκίες εδραιώνεται μια ανασφάλεια που προκαλεί η γένεση και δράση δυνάμεων με χαρακτηριστικό την ανωνυμία, την παρασκηνιακή δυναμική, τις ολοκληρωτικές διαθέσεις, και την αίσθηση ότι είναι οι κυρίαρχες δυνάμεις σε όλους τους ζωτικούς τομείς. Χαρακτηριστική είναι επίσης η εξάπλωση του σατανισμού με τα γνωστά αποτελέσματα.
 Β) Την απειλή που δέχεται η ανθρωπότητα από την ερευνητική, τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο. Η αιτία βρίσκεται στη διπλή και αμφίρροπη λειτουργικότητα αυτής της προόδου Από τη μια μεριά φαίνεται να διευκολύνεται η ζωή του ανθρώπου και από την άλλη να απειλείται είτε με εξαφάνισή της από τον πλανήτη γη, είτε με την αλλοίωση της ποιότητας ζωής. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρομε την πυρηνική ενέργεια και τους φόβους που συνοδεύουν τη χρήση της, την τεχνολογία και το ρόλο της στην αχρήστευση του ανθρώπινου δυναμικού.
   Με το «θάνατο του Θεού» μετακινείται η αιτία και το κριτήριο της αυθεντικότητας και της αλήθειας των πραγμάτων στον άνθρωπο. Παρά την προσπάθειά του για χειραφέτηση ο σύγχρονος ευρωπαίος είναι γνήσιο τέκνο της παράδοσής του με κύρια χαρακτηριστικά το αλάθητο και τον ορθολογισμό. Έτσι καθίσταται φυσιολογική η αλλοίωση των κριτηρίων με την απολυτοποίηση- μεταφυσικοποίηση του υποκειμενικού λόγου και την υποταγή στη λογική του ωφέλιμου και συμφέροντος. Η εμπειρία έδειξε ότι το ωφέλιμο και το συμφέρον ήσαν πάντοτε με το μέρος των ολίγων αλλά κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ισχυρών. Έδειξε επίσης την ευκολία με την οποία οι καλοί ή δήθεν καλοί σκοποί εξαγιάζουν ακόμη και τα πιο απάνθρωπα μέσα, ένα ακόμη χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού.
    Γίνεται έτσι ολοφάνερη η κρίση όλων των μεταχριστιανικών και ανθρωπιστικών αξιών, αφού κέντρο δεν είναι πια ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος, που επιθυμεί να παίξει το ρόλο του θεού ως ρόλο λυτρωτή. Οι αξίες διακρίνονται και κινούνται στα πλαίσια μιάς άκρατης ενδοκοσμικότητας και ενός εκκοσμικευμένου ψευδοχριστιανισμού. Γιατί πώς είναι  δυνατόν στα πλαίσια του σύγχρονου πολιτισμού να γίνεται λόγος για την ανάγκη διευθέτησης των ανθρώπινων σχέσεων με το κριτήριο της αγάπης, όπως προτείνει ακόμη και η περίφημη Σχολή της Φρανκφούρτης στο πρόσωπο του M.Horkheimer, όταν το περιεχόμενο της αγάπης είναι απορφανισμένο και αποξενωμένο από το χώρο που γεννήθηκε, δηλαδή τη ζωή του τριαδικού Θεού; Δείτε για παράδειγμα την εντυπωσιακή σύνδεση αγάπης και διαζυγίου, όπως την εμφανίζει ο σχολιαστής του J.A.T.Robinson H.Benckert: Το διαζύγιο είναι πράξη αγάπης, αρκεί να αποβαίνει προς το καλό των γονέων και των τέκνων.
     Πόσο αληθινή και αποτελεσματική μπορεί να είναι επίσης η ιδεολογία του αγαπισμού, το υποκατάστατο της αγάπης, όταν το μόνο που φροντίζει είναι να αναζητά καταστάσεις, στις οποίες θα μπορούσε να εκπληρωθεί καλύτερα η εντολή της αγάπης, ή κανόνες που θα αντιστοιχούσαν καλύτερα στην εντολή της αγάπης; Το ίδιο προβληματικές είναι και οι έννοιες ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία, ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία κλπ., στο όνομα των οποίων διαπράττονται και στη συνέχεια εξαγιάζονται προμελετημένα και οργανωμένα εγκλήματα εναντίον ατόμων, κοινωνικών ομάδων, λαών και γενεών.
      Πολύ σωστά παρατηρήθηκε ότι «εάν η θεολογία είναι όντως θεο-λογία, τότε είναι αύτη λόγος περί του ζώντος και ουχί περί του νεκρού Θεού. Εάν δε αύτη είναι λόγος περί του νεκρού Θεού, δεν είναι θεολογία. Και πάλιν: τι σημαίνει «θάνατος του Θεού;» Εάν ο Θεός υπήρξε κάποτε, είναι δυνατόν να απέθανε τώρα, να μην υπάρχει πλέον; Εάν δε ουδέποτε υπήρξε, τι νόημα έχει να ομιλώμεν περί θανάτου του Θεού;» Επομένως η αναζήτηση του θανάτου δεν επιτρέπεται να γίνεται στο χώρο του Θεού , αλλά στο χώρο του ανθρώπου.
    Καθώς σημειώνει ο G .Hasenhuttl το μόνο που πέθανε και έχει σχέση με το θεό είναι η εμπειρία μας, δηλαδή η δική μας εικόνα για το Θεό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πέθανε ο Θεός, αλλά μια ορισμένη μορφή της πίστης μας και βέβαια μια ορισμένη μορφή της χριστιανικής  πράξης μας, αφού αυτή κυρίως έγινε η αιτία για τον ευτελισμό της εννοίας και την απόρριψη του ρόλου του Θεού στον σύγχρονο πολιτισμό.
Εδώ ακριβώς  έγκειται η ευθύνη των εκπροσώπων αλλά και των λοιπών ανθρώπων του Θεού, να «νεκραναστήσουν» και να επαναφέρουν στη ζωή και στον πολιτισμό ένα Θεό απαλλαγμένο από τις αμαρτίες του παρελθόντος, Θεό αληθινό, αξιόπιστο, έτοιμο να συμπορευθεί με τον άνθρωπο προς τα έσχατα της ιστορίας. Αυτή είναι κατά τη γνώμη μας και η μοναδική προοπτική «νεκρανάστασης» και υπέρβασης της κρίσης όχι μόνο του ευρωπαϊκού αλλά και συνόλου του πανανθρώπινου πολιτισμού.
    Σημαντικός θα μπορούσε να θεωρηθεί στο σημείο αυτό ο ρόλος της ορθόδοξης θεολογίας,  που κρατά ζωντανό και αλώβητο το Θεό και τις ενέργειές του δια μέσου των αιώνων και έχει την ευκαιρία να υποδείξει καταπληκτικά δείγματα πολιτισμού και αληθινών ανθρώπινων σχέσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου