Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Καθηγητή ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ I.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ Θεολογικής Σχολής / Α.Π.Θ. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΣΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΜΟ. ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝ ΑΓΙΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΖΩΗΣ




Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς με το συγγραφικό έργο του ανύψωσε θεολογικά το βαθύτερο εσωτερικό περιεχόμενο της ησυχαστικής και με τους επίπονους και επίμονους εκκλησιαστικούς αγώνες του συνέβαλε αποφασιστικά στην συνοδική κατοχύρωση της διδασκαλίας του Ησυχασμού. Στην προσπάθειά του να διασφαλίσει το υψηλό θεολογικό χαρακτήρα της ησυχίας ανέπτυξε βαθύτατη δογματική διδασκαλία γύρω από την ταυτότητα και την σωτηριολογική λειτουργία της θείας Χάριτος. Έτσι όμως ανέδειξε ταυτόχρονα και τις θεολογικές προϋποθέσεις της εν Αγίω Πνεύματι ζωής ησυχαστών, οι οποίες συνίστανται στις σταθερές και απλανείς παραμέτρους της θεοφάνειας και της θεοπτίας. Ο ακαταμάχητος υπέρμαχος του Ησυχασμού εξέφρασε αλάθητα την Εκκλησία υποστηρίζοντας ότι η υπαρξιακή βίωση της θεοπτίας, ως βιωματική εμπειρία της θεοποιού ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, νοηματοδοτεί κατεξοχήν θεολογικά την ησυχαστική ζωή, η οποία κορυφώνεται στην πλήρη ένωση του ανθρώπου με τον Θεό και στην χαρισματική θέωση του ανθρώπου, που συνιστά και την ύψιστη μορφή της εν Αγίω Πνεύματι ζωής των πιστών.



1.Χαρακτήρας της ησυχαστικής ζωής



Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μελέτησε την Ασκητική Γραμματεία κοντά σε αγίους ησυχαστές, οι οποίοι διδάχτηκαν τον Ησυχασμό όχι μόνο από την θεία Χάρη αλλά και από την προσωπική ασκητική πείρα τους. Από τους έγκριτους αυτούς διδασκάλους1 της εν Αγίω Πνεύματι ζωής διδάχτηκε την ιερά νήψη και την νερά προσευχή. Κατεξοχήν όμως διδάσκαλος του υπήρξε ο προσωπικός κόπος του και η μέσω των κόπων εμπειρία2.Γνώρισε και ο ίδιος εμπειρικά την ησυχαστική ζωή. Έτσι όταν κλήθηκε να υπερασπιστεί τον ησυχασμό, είχε ήδη αφομοιώσει με γόνιμο και δημιουργικό τρόπο σύνολη την Πατερική Παράδοση, οπότε επέδειξε απαράμιλλη αγωνιστικότητα, θεολογική εμβρίθεια και αγιοπνευματική εμπειρία, που αποτυπώθηκαν κυρίως στο συγγραφικό έργο του: «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», και συνοπτικώς στον «Αγιορειτικό Τόμο».



Τι είναι όμως συγκεκριμένα η ησυχία και ο Ησυχασμός καθεαυτόν;



Ως ασκητικός όρος, η «ησυχία» έχει κατεξοχήν υπαρξιακό και βιωματικό περιεχόμενο. Σημαίνει την ειρήνη του έσω ανθρώπου, που εγκαθίσταται σ' αυτόν, όταν ο άνθρωπος δει, σιχαθεί και αφαιρέσει το «ειδεχθές προσωπείον» (την απαίσια μάσκα) του, που συστάθηκε από την περιπλάνηση του νου3. Η ησυχία συνδέεται άρρηκτα με την νήψη του νου, την πνευματική εγρήγορση, και την βιωματική εμπειρία όλων εκείνων των καταστάσεων, που πραγματώνονται στη νήψη κατά πνευματικό και ανέκφραστο τρόπο4.



Κατά συνέπεια, έργο του ησυχαστή είναι «η φυλακή της καρδίας» με την αγαπητική τήρηση των εντολών, την πνευματική καθαρότητα και την μυστηριακή ζωή. Με την τήρηση των εντολών αποβάλλει ο ησυχαστής τον νόμο της αμαρτίας και εισάγει στον εαυτό του την εποπτεία του νου. Οι αισθήσεις του ελέγχονται με την εγκράτεια, ενώ το παθητικό της ψυχής κυριαρχείται από την αγάπη και το λογιστικό από την νήψη5. Ο ησυχαστικός βίος παρέχει την λειτουργική δυνατότητα στην θεία Χάρη να «επισκευάσει»τον έσω άνθρωπο και να τον διαμορφώσει προς το πρωτότυπο, παρέχοντάς του «ανθισμένο» το αρχαίο και απερίγραπτο κάλλος του6.



Ο ησυχαστής ζη χωρίς μέριμνες, απαλλαγμένος, κατά το δυνατόν, από κάθε σχέση περισπάσεως. Με την αδιάλειπτη προσευχή ενώνει το νου του με τον Θεό και συγκεντρούμενος εξολοκλήρου στον εαυτό του βρίσκει νέα και απόρρητη άνοδο προς τον ουρανό. Εκεί προσηλώνοντας το νου του, γεύεται ανέκφραστη ηδονή, βιώνει τέλεια και γλυκύτατη γαλήνη, πραγματική ησυχία και αφθεγξία. Και έτσι, αφού παραδοθεί στον Θεό, βλέπει την δόξα του Θεού και εποπτεύει το θείο φως7.



Ο απώτερος σκοπός της ησυχαστικής ζωής είναι να γίνει ο άνθρωπος ένα με την Τρισυπόστατη Μονάδα - σύμφωνα με την αρεχιερατική προσευχή του Χριστού και με την συνεργία του - όπως δηλαδή εκείνος ήρθε σε κοινωνία και ενότητα με την ανθρώπινη φύση, χωρίς να απομακρυνθεί από την δική του Τριαδική Μονάδα8.



Για τους παραπάνω λόγους, η ησυχαστική ζωή αξιολογείται από τον θεολόγο της ησυχίας και του φωτός της Χάριτος ως η υψηλότερη μορφή του ασκητικού βίου9, ενώ ο Ησυχασμός ως το ακριβέστερο τμήμα της Εκκλησίας10, αφού στο πλαίσιό του βιώνεται κατεξοχήν η κορυφαία πνευματική εμπειρία του άκτιστου φωτός, ως θεοπτία.



2.Έλλαμψη της θεοποιού χάριτος - Θεοφάνεια και θεοπτία



Ο Χριστός κατά την ιστορική παρουσία του στη γη φανέρωσε στους επίλεκτους των μαθητών του την άκτιστη θεότητα του με την μεταμόρφωσή του στο Θαβώρ. Κατά την θεολογική αποτίμηση του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, οι μαθητές είδαν εκεί «την ουσιώδη ευπρέπεια του Θεού...την υπέρφωτη λαμπρότητα του αρχέτυπου κάλλους, το άμορφο είδος της θεϊκής ωραιότητας...είδαν αυτό το υπέρ νουν απρόσιτο φως ...είδαν την χάρη του Αγίου Πνεύματος, την οποία έπειτα έλαβαν και κατοίκησε μέσα τους»11.



Η χάρη του Θεού είναι ο αρραβώνας της κληρονομιάς των αγίων, το Πνεύμα της υιοθεσίας12, και η επαγγελία του Πνεύματος, την οποία έλαβε από τον Πατέρα ο Υιός και χάρισε στους πιστούς του. Είναι το Πνεύμα του Χριστού, το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα το Άγιο13.



Την θεία Χάρη λαμβάνει ο πιστός στο άγιο βάπτισμα, και ειδικότερα κατά το μυστήριο του ιερού Χρίσματος, οπότε καθίσταται χαρισματικό γένος της, αφού από αυτήν γεννήθηκε κατά το θείο λουτρό και έτσι απέκτησε το αρχαίο κάλλος14. Στο εξής η άκτιστη Χάρη ενυπάρχει αδιαλείπτως στον πιστό και τον οικονομεί σωτηριολογικώς κατά ποικίλλους τρόπους, ενώ το θείο φως της λάμπει σ' αυτόν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο15.



Το φως αυτό γίνεται θεατό πνευματικά με την νοερά αίσθηση και αποτελεί την αχώριστη δόξα και λαμπρότητα της θείας φύσεως16.



Αποτελεί όμως και την στολή της ψυχής του πιστού, αφού επαναφέρει σ' αυτήν το αρχαίο και υπέρτατο κάλλος, αλλά ταυτόχρονα συνιστά και την αληθινή τροφή τόσο των αγγέλων όσο και των δικαίων17.



Δεν έχει δική του υπόσταση18, γι' αυτό και λέγεται «ενυπόστατο» και όχι ευθυπόστατο19. Έτσι, εύλογα γίνεται λόγος για έλλαμψη υποστατικού φωτός στις ψυχές των πιστών20, που ενεργεί σ' αυτές δίχως να χωρίζεται από το Άγιο Πνεύμα21.



Ως άκτιστη δόξα του Θεού, προαιώνια και ατελεύτητη, το θείο φως δεν είναι αισθητό22, αλλά νοητό23, και νοερό η καλύτερα πνευματικό, που προσεγγίζεται πνευματικώς και οράται πνευματικώς24. Είναι άϋλη θεία έλλαμψη και Χάρη, που «οράται κατά αόρατο τρόπο και κατανοείται κατά ακατανόητο τρόπο»25. Είναι «φυσική ακτίνα της θεότητος»26, και «θεότητα που φανερώθηκε στους μαθητές πάνω στο όρος»,κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο27.



Η θεία έλλαμψη προϋποθέτει για την θέα της την καθαρότητα της καρδιάς και αξιολογικώς βρίσκεται πάνω από λόγο για τον Θεό και πάνω από την λογική. Βέβαια, η θεία έλλαμψη παρέχει γνώση του Θεού, αλλά αυτή η νόηση και η γνώση χορηγείται στο νου από το Άγιο Πνεύμα. Αν λοιπόν μερικές φορές αυτή η θεία έλλαμψη ονομάζεται γνώση και νόηση, θα πρέπει να νοηματοδοτείται διαφορετικά, επειδή εννοείται άλλο είδος νοήσεως, πνευματικό28.



Ο φιλόσοφος αντιησυχαστής, Βαρλαάμ νόμιζε, ότι φέρνει τον Θεό μέσα του καθένας που έχει την γνώση των όντων, η βλέπει μέσω αυτής της γνώσεως. Στην πραγματικότητα όμως, λέει ο Παλαμάς, ο άνθρωπος αυτός έχει μέσα του την γνώση των κτισμάτων και μέσω της γνώσεως αυτής στοχάζεται τον Θεό, ανάγεται δηλαδή αφαιρετικώς στο Θεό και εκφράζεται στοχαστικώς γι' αυτόν. Η θεώρηση αυτή του Θεού δεν αποτελεί γνώση του Θεού καθεαυτήν. Αλλά εκείνος, που έχει μέσα του το θείο φως ενεργό, βλέπει κατά ανέκφραστο τρόπο και εκφράζεται όχι πιθανολογώντας για τον Θεό, αλλά έχοντας αληθινή θέα και βιωματική εμπειρία του. Αυτός γνωρίζει αληθινά και έχει μέσα του τον Θεό, γιατί ο Θεός δεν χωρίζεται ποτέ από την αΐδια δόξα του. Ο πιο αξιόπιστος, που μπορεί να μας πληροφορήσει ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να αποκτήσουμε και να βλέπουμε το θείο φως, είναι εκείνο το θείο πρόσωπο, που προσέλαβε τη φύση μας και μετάδωσε σ' αυτήν την δόξα της φύσεώς του. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι η τήρηση των θείων εντολών, γιατί ο Χριστός υποσχέθηκε την εμφάνισή του σε όποιον τις τηρεί. Την εμφάνιση αυτή ονόμασε ο Χριστός διαμονή του εαυτού του και του Πατέρα του σ' αυτόν, λέγοντας: «εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει και ο πατήρ αγαπήσει αυτόν και ελευσόμεθα προς αυτόν και μονήν παρ' αυτώ ποιησόμεθα»29, και «εμφανίσω αυτώ εμαυτόν»30. Εδώ, κατά τον Παλαμά, πρόκειται για την Χάρη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δια της οποίας επιφαίνεται και ενοικεί ο Θεός στους αξίους31.Η ενοίκηση του Υιού με τον Πατέρα ερμηνεύεται ως μέθεξη της θεοποιού Χάριτος και ενεργείας32, ενώ σε άλλη συνάφεια ταυτίζει ο Παλαμάς την έλευση του Χριστού, την παραμονή και εμφάνισή του μαζί με τον Πατέρα, με την άνοδο μας προς αυτόν δι' αποκαλύψεως, θεωρώντας την ως υπερουράνια ανάβαση και αρπαγή33.



Η γνώση του Θεού, που παρέχει η θέα του φωτός, είναι πάνω από κάθε άλλη γνώση, επειδή δεν υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από την παραμονή και φανέρωση του Θεού μέσα μας, ούτε ίσο ούτε παραπλήσιο. Έτσι, εμείς γνωρίζουμε ότι η τήρηση των εντολών παρέχει αληθινή γνώση, γιατί με αυτήν μόνο εξασφαλίζεται η υγεία της ψυχής. Υγεία της ψυχής δεν μπορεί να υπάρξει, όταν ασθενεί το γνωστικό της ψυχής. Η τήρηση των εντολών παρέχει όχι μόνο γνώση του Θεού, αλλά και χαρισματική θέωση, στην οποία οδηγούμαστε, ενόσω βλέπουμε μέσα μας εν Πνεύματι την δόξα του Θεού. Και αυτό γίνεται, όταν ο Θεός ευδοκήσει να μας ανυψώσει προς τα πνευματικά μυστήρια34.



Αν η γνώση των θείων Γραφών είναι ασφαλής και βεβαία κατά τον απόστολο Πέτρο, κατά τον ίδιο απόστολο αυτή η γνώση αποτελεί φως λυχναριού, που φέγγει σε σκοτεινό τόπο, μέχρις ότου γλυκοχαράξει η ημέρα, όπως χάραξε διαυγώς στο Θαβώρ, και ανατείλει ο φωσφόρος στις καρδιές, ο Χριστός. Τόσο πολύ δηλαδή διαφέρει η γνώση των θείων Γραφών από το φως της γνώσεως, που πηγάζει από την μυστική θεωρία. Είναι το φως που λάμπει κατά το μεσουράνημα του ήλιου το μεσημέρι35.





3.Προϋποθέσεις της θεοπτίας.



Άλλο είναι η έλλαμψη της θείας Χάριτος, άλλο η διαρκής θέα του φωτός, και άλλο θέα των πραγμάτων στο φως, οπότε και τα μακρινά είναι μπροστά στα μάτια και τα μελλοντικά παρουσιάζονται ως παρόντα. Αλλά και εδώ υπάρχουν διαβαθμίσεις, που συνδέονται με την πνευματική πρόοδο. Αυτή η πρόοδος θα συνεχίζεται επάπειρον36, και συναρτάται με την χωρητικότητα της θείας ελλάμψεως στον πιστό. Η θέα της θείας δόξας είναι πάντοτε ανάλογη με την δεκτικότητα του ορώντος37. Στους αρχάριους λ.χ. το φως αυτό λάμπει αμυδρότερα και όχι συνεχώς, ενώ στους τελείους, εκτός από την υπεραφθονία του φωτός γίνεται και προσθήκη ταπεινώσεως, διαφορετική στο είδος από την ταπείνωση των αρχαρίων38. Η ταπείνωση οδηγεί στο πένθος αυξάνει την κάθαρση της καρδιάς, πράγμα που σημαίνει δεκτικότητα για περισσότερη έλλαμψη39.



Η ασφαλής πληροφόρηση για τον τρόπο θέας του φωτός της Χάριτος γίνεται από εκείνους που το βλέπουν, γίνεται «παρά των ορώντων»40, απ' όσους το γνώρισαν εμπειρικώς. Εκείνους δηλαδή, που με την κακοπάθεια της ασκήσεως και την ταπεινή προσευχή απέκτησαν τον αγιασμό, χωρίς τον οποίο κανείς δεν θα δει τον Κύριο, κατά τον Απόστολο Παύλο41. Ο αγιασμός προϋποθέτει την κάθαρση της καρδιάς δια της τηρήσεως των εντολών και της συνεχούς απασχολήσεως του νου με την γνήσια και άϋλη προσευχή, και ιδιαίτερα δια της εντολής της αγάπης. Έτσι, ο Θεός οράται απ' όσους έχουν καθαρθεί με την αγάπη42.Αυτοί είναι «οι δια καθαρότητος πνευματικώς ορώντες»43, όσοι δηλαδή έχουν καθαριστεί από τα πάθη και την άγνοια. Αυτοί με το νου, που έχει καθαρθεί και φωτισθεί και μετέχει σαφώς στη Χάρη του Θεού, καθίστανται κοινωνοί μυστικών, υπερφυσικών, θεαμάτων. Παράλληλα, βλέπουν και την λαμπρότητα, με την οποία έχει πλουτιστεί ο νους τους από την Χάρη του Θεού, και η οποία ενισχύει την δύναμη του νου να υπερβαίνει τον εαυτό του και να ολοκληρώνει την ένωση του με τα υπέρ έννοια. Με αυτή τη λαμπρότητα βλέπει ο νους εν Πνεύματι τον Θεό44. Με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος αποκτά την πνευματική εμπειρία να ακούει τα ανήκουστα και να βλέπει τα αθέατα45. Όχι μόνο το ορώμενο θείο φως, αλλά και η ορώσα δύναμη, με την οποία βλέπει ο νους, είναι πνευματική δύναμη, που βρίσκεται ασυγκρίτως υψηλότερα από τις κτιστές γνωστικές δυνάμεις. Και η δύναμη αυτή παρέχεται από την θεία Χάρη46.



Η θέα του θείου φωτός γίνεται απ' όσους έχουν πνευματικούς οφθαλμούς και νουν Χριστού, με τους οποίους βλέπουν το αόρατο και νοούν το ακατανόητο47. Ο νους του πιστού βλέπει με καθαρότητα τα πνευματικά, όταν γίνει ένα Πνεύμα με τον Κύριο48. Τότε γνωρίζει και τα του Θεού, επειδή μόνο το Πνεύμα του Θεού γνωρίζει τα του Θεού49. Έτσι, το θείο φως γίνεται ορατό με την μεταμόρφωση των αισθήσεων, γι' αυτό και παραμένει αθέατο από τους άλλους ανθρώπους κατά την χαρισματική φανέρωσή του50.



Άλλωστε, η θεία Χάρη προσκτάται στους αγίους ως υπερφυσική και θεία μετοχή κατά ανάλογο τρόπο, που προσκτάται από τους επιστήμονες η επιστήμη, η οποία ενώ είναι πάντοτε παρούσα σ' αυτούς, εκδηλώνεται ενεργώς όταν χρειάζεται51. Ως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην καθαρή ψυχή, εμφανίζεται όπως η δύναμη της οράσεως στον υγιή οφθαλμό52 κα γίνεται ένα με τον όλο άνθρωπο, όπως είναι η ενότητα των μελών του σώματος και η ενότητα της ψυχής προς το σώμα53.



Το θείο φως οράται διά του ιδίου φωτός54, με όραση ενεργούμενη από το Άγιο Πνεύμα55. Πως όμως γίνεται αυτό ακριβώς; Στην πραγματικότητα, ο τρόπος, με τον οποίο οράται ο αόρατος Θεός, είναι ανέκφραστος. Ο Απόστολος Παύλος, στον οποίο παραπέμπει ο Παλαμάς, θα μας πει ότι αυτό δεν γίνεται «εν διδακτοίς ανθρωπίνοις σοφίας λόγοις, αλλ' εν διδακτοίς Πνεύματος αγίου»56. Ο υπέρμαχος του Ησυχασμού προχωρεί σε πολύ ενδιαφέρουσες διευκρινίσεις. Ο άϋλος νους, λέει, ατενίζοντας προς το πρώτο - το ανώτατο και αληθινό φως - τον Θεό, χωρίς επιστροφή, με την άϋλη, αδιάλειπτη κα καθαρή προσευχή, και έχοντας μετασκευαστεί ήδη προς το αγγελικό αξίωμα, αφού καταληφθεί από το ίδιο το πρώτο φως, φαίνεται και ο ίδιος κατά μέθεξη όπως είναι και το αρχέτυπο κατά την αιτία. Τότε ακτινοβολεί έχοντας την ωραιότητα του μυστικού κάλλους, την λαμπρότητα και την απρόσιτη ακτινοβολία57. Με αυτόν τον τρόπο το φως αυτό, που είναι ο Θεός, λαμπρύνει τους μετόχους του χαρισματικώς δια της ενώσεώς τους με αυτό, κατά ανέκφραστο τρόπο58. Βλέποντας οι θεούμενοι στον εαυτό τους το άκτιστο φως, βλέπουν το ένδυμα της θεώσεώς τους, την οποία τους υποσχέθηκε ο Χριστός στην αρχιερατική προσευχή του, σύμφωνα με την οποία θέλησε να είναι και αυτοί μαζί του για να βλέπουν την δόξα του59.





4.Χαρισματική θέωση - Αγιοπνευματική ζωή



Είναι σημαντικό γεγονός, ότι ο Παλαμάς δεν θέλησε να γράψει τίποτε για την θέωση του ανθρώπου. Όταν όμως προσκλήθηκε από τους αντιπάλους του, αναγκάστηκε να αναφερθεί σ' αυτήν με λίγα ευσεβή λόγια - ανεπαρκή κατά την δήλωσή του60 - υπογραμμίζοντας σ' αυτά, ότι η εμπειρία της θεώσεως βιώνεται ως αρραβώνας κατά την ιστορική παρουσία των αγίων στη γη61.



Το φως της μεταμορφώσεως στο Θαβώρ, αλλά και αυτό που βλέπουν οι άγιοι στην παρούσα ζωή, τοποθετείται αξιολογικώς από τον Παλαμά στην ίδια βαθμίδα με το φως της μέλλουσας Δεύτερης Παρουσίας του Χριστού. Είναι το ίδιο φως, που θα περιλάμπει συνεχώς τους αξίους κατά την μέλλουσα ζωή. Είναι το προοίμιο της δόξας του Θεού62. Αυτό είναι το φως του μέλλοντα αιώνα, το οποίο θα είναι ορατό με τους οφθαλμούς της καρδιάς63. Είναι το φως που βλέπουν μέσα τους οι άγιοι, η δόξα της θείας φύσεως 64, αυτή η άϋλη θεότητα του Πατέρα και του Πνεύματος, που απαστράπτει στο πρόσωπο του Μονογενούς Υιού κατά την μεταμόρφωσή του65. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι η φωτοφάνεια αποτελεί την φανέρωση του Θεού στους αξίους του, ενώ τη μετοχή σ' αυτήν την θεοφάνεια συνιστά την θεοπτία. Θεοφάνεια και θεοπτία αποτελούν τις απλανείς θεολογικές προϋποθέσεις της εν Αγίω Πνεύματι ζωής, η οποία ταυτίζεται με την χαρισματική θέωση του ανθρώπου.



Όσοι καταξιώνονται να βλέπουν αυτήν την θεοφάνεια γίνονται και μέτοχοι σ' αυτό το θεουργό φως66, το οποίο ως θεότητα, που είναι, τους θεοποιεί χαρισματικώς67. Αυτό το θείο φως, η λαμπρότητα του Θεού, είναι κατά τον Παλαμά η θέωση. Δεν υπάρχει κάτι υψηλότερο από την θεωρία αυτή για τους αξίους. Μέσω του φωτός αυτού ενώνεται ο Θεός με τους αγίους. Αυτό το θείο φως είναι το θεοποιό δώρο68.Γι' αυτό και λέγεται, ότι η θέωση είναι ουσιώδης ενέργεια του Θεού69. Άλλωστε, αν η θέωση προέρχεται από φυσική δύναμη του ανθρώπου που τίθεται σε ενέργεια, τότε οι θεούμενοι άγιοι δεν φθάνουν πάνω από τη φύση τους, ούτε γεννιούνται από τον Θεό70, ούτε είναι Πνεύμα, ως γεννημένοι από το Πνεύμα71.



Ο Θεός, ενώ είναι αμέθεκτος, αόρατος και άϋλος, γίνεται μεθεκτός κατά υπερφυσικό τρόπο, χωρείται, διαφαίνεται και γίνεται κατά την θεοπτία ένα Πνεύμα72 με εκείνους, που τον συναναστρέφονται με καθαρή καρδιά, σύμφωνα με την προσευχή του κοινού Πατέρα μας προς τον δικό του Πατέρα. Γιατί λέει: «Δος αυτοίς, ίνα καθάπερ εγώ, πάτερ, εν σοι και συ εν εμοί, και αυτοί, εν ημίν εν ώσι»73. Έτσι, οι Απόστολοι, εξαιτίας της εν Χριστώ ενότητάς τους διά του Αγίου Πνεύματος της Πεντηκοστής, είναι ένα με τον Χριστό και μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Παλαμάς να αρκείται σε έναν απ' αυτούς (στον Ιωάννη) και να λέει ότι μέσω αυτού παρουσιάζουμε όλους τους αγίους74. Η ενότητα αυτή με τον Θεό είναι τέλεια, γιατί ο πιστός γίνεται ένα Πνεύμα με τον Θεό75. Αυτό το Άγιο Πνεύμα κήρυττε δια των Αποστόλων μετά την Πεντηκοστή76.



Η θέωση, ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ταυτίζεται με την βασιλεία του Θεού. Γιατί το να γίνει κάποιος χαρισματικά θεός, είναι το ίδιο με το να πετύχει την βασιλεία του Θεού. Και, επειδή η βασιλεία του Θεού είναι άναρχη και άκτιστη, άναρχη και άκτιστη είναι και η θέωση77. Άκτιστη και άναρχη είναι και η αγιότητα των αγίων78. Οι θεωμένοι είναι πλήρης αϊδίου φωτός, το οποίο τους χαρίζει θεοπρεπή γνώση και ζωή79. Δεν κυριαρχούνται από την κτιστή χρονική ζωή, που έχει αρχή και τέλος, αλλά από



Την θεία και αΐδια ζωή του ενοικούντος σ' αυτούς Θεού Λόγου80, όπως έλεγε για τον εαυτό του και ο Απόστολος Παύλος: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»81. Πρακτικώς, ο Χριστός κατοικεί στις καρδιές των πιστών δια του Αγίου Πνεύματος82, και κριτήριο, ότι μένει μέσα τους, είναι το Άγιο Πνεύμα, που τους έδωσε83. Έτσι εξηγείται, γιατί είναι μία η ενέργεια του Θεού και των θεωμένων84.



Στην κυριολεξία η θέωση είναι σαφώς ανώτερη από την απλή θέα του θείου φωτός, επειδή η θέωση προϋποθέτει την πλήρη ένωση του ανθρώπου με τον Θεό85. Για να γίνει όμως ο άνθρωπος προσαρμοστικός για την ένωση, είναι απαραίτητη η ομοίωση του με τον Θεό, η οποία πετυχαίνεται με την ενέργεια που απορρέει από την τήρηση των εντολών, ενέργεια η οποία δεν είναι αποτέλεσμα φυσικής μιμήσεως αλλά αποτέλεσμα δυνάμεως του Πνεύματος, η οποία ενυπάρχει απορρήτως στους βαπτισμένους86. Η αρετή, που προκύπτει από την τήρηση των εντολών, καθιστά τον πιστό κατάλληλο απλώς για την ένωση, την οποία τελεσιουργεί μόνον η άκτιστη θεία Χάρη του βαπτισμένου87. Στην διαδικασία της ενώσεως με τον Θεό η προσευχή ιερουργεί αυτήν την ένωση88. Και όλα αυτά στο πλαίσιο των θεουργών μυστηρίων, αφού μέσω των μυστηρίων παίρνουμε, αλλά και διατηρούμε την άκτιστη θεία Χάρη89.



Και επειδή οι θεούμενοι προσλαμβάνουν και διατηρούν ενεργό την άκτιστη θεοποιό Χάρη, δηλαδή το ίδιο το Άγιο Πνεύμα χαρισματικώς, είναι προφανές ότι δεν βελτιώνονται απλώς κατά την φύση τους90. Ο επιδιωκόμενος σκοπός της εν Αγίω Πνεύματι θεωμένης ζωής του πιστού είναι η βίωση εν αρραβώνι των υποσχέσεων του Θεού για τα μελλοντικά αγαθά91. Ο μέτοχος της ενεργού θείας Χάριτος καθίσταται ναός της θείας δόξας και τόπος πνευματικής τρυφής. Αναδεικνύεται άλας της γης και φως του κόσμου92, ανεξάρτητα αν είναι μοναχός η ζει εν συζυγία στον κόσμο93.



Μερικά χαρακτηριστικά της αγιοπνευματικής εμπειρίας, που προκύπτει από την θέα και βίωση του ακτίστου φωτός, είναι η παύση των αισχρών ηδονών και παθών στην ψυχή. Ειρήνευση των λογισμών, ανάπαυση και χαρά πνευματική, περιφρόνηση της δόξας εκ μέρους των ανθρώπων, ταπείνωση μαζί με ανέκφραστη αγαλλίαση, μίσος προς το κοσμικό φρόνημα, έρωτας για τα ουράνια πράγματα η καλύτερα για τον Θεό των ουρανών. Όλα αυτά μπορεί να τα ζει κανείς ανεξάρτητα από την κατάσταση υγείας η αρτιότητας των σωματικών αισθήσεών του94. Τότε εμφανίζεται η θεοειδής έξη κατά την αρετή και το δυσκίνητο η εντελώς ακίνητο προς την κακία95.



Ακόμη, το θείο φως ως χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος βιώνεται και ως γνώση αποκαλυπτική, ως θεογνωσία, ως δικαιοσύνη, ως αγιότητα και ελευθερία. Αυτό καθιστά το στόμα των θεουμένων στόμα Θεού με σοφία Θεού, «η ου δυνήσονται αντιπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι»,γιατί σύμφωνα με την διαβεβαίωση του Χριστού, «ουχ υμείς εστε οι λαλούντες, αλλά το πνεύμα του Πατρός υμών το λαλούν εν υμίν»96. Εκτός από την θέα του ακτίστου φωτός, στην εν Αγίω Πνεύματι ζωή εντάσσει ο υπέρμαχος της ησυχίας την εγκάρδια ενέργεια της προσευχής, την πνευματική θέρμη και την πνευματική ηδονή, αλλά και τα ευάρεστα και γλυκά δάκρυα της Χάριτος97.



Ο άνθρωπος μετέχει στην εν Αγίω Πνεύματι ζωή ως ολότητα ψυχοσωματική. Έτσι, αγιάζονται οι διαθέσεις και ενέργειες και του σώματος98, επειδή κάθε τι ανθρώπινο δεν νεκρώνεται, αλλά μεταμορφώνεται από την άκτιστη θεία Χάρη99. Τα τεκμήρια του θείου κάλλους διαβιβάζονται από το νου και την ψυχή στο συνημμένο σώμα100. Όταν αυτό εμπλουτίζεται από την ενεργό θεία Χάρη, η σαρκική καρδιά φανερώνει με πνευματικά σκιρτήματα την κοινωνία μαζί της, ενώ το σώμα γίνεται ανάλαφρο, φωτίζεται και θερμαίνεται101.



Εξαιτίας του άκτιστου χαρακτήρα της, η εν Αγίω Πνεύματι θεωμένη ζωή των πιστών μένει ουσιαστικά ανέκφραστη, ακόμη και όταν γίνεται λόγος γι' αυτήν102. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει το ποιόν της πνευματικής ηδονής , που προκύπτει από την εκ Θεού χαρά και Χάρη, σε όσους δεν την έχουν δοκιμάσει προσωπικώς. Η χρηστότητα αυτή του Παρακλήτου σ' όσους δεν την γεύτηκαν είναι σχεδόν ανήκουστη, ως ανέκφραστη103. Παραμένει όμως γνωστή και επώνυμη μόνο για εκείνους, που την έχουν αποκτήσει104. Τα αίτια των πνευματικών αυτών εμπειριών κατά νοούνται μόνο με την νοερή και πνευματική αίσθηση105.



Τέλος η εν Αγίω Πνεύματι ζωή πρέπει να αποκτηθεί και να βιωθεί οπωσδήποτε στην παρούσα ζωή του πιστού, γιατί όποιος δεν την λάβει εδώ, δεν θα την έχει ούτε στη μέλλουσα μετά θάνατον ζωή106.





ΕΠΙΛΟΓΟΣ



Απ' όσα είπαμε παραπάνω έγινε, νομίζουμε, σαφές ότι η χαρισματική θέωση του πιστού ταυτίζεται ουσιαστικά με την αγιοπνευματική ζωή του, και ακόμη ότι οι θεολογικές προϋποθέσεις αυτής της ζωής είναι η θεοφάνεια - δια της ελλάμψεως της θεοποιού Χάριτος - και η θεοπτία. Τόσο όμως η δωρεά της θεοπτίας όσο και η χαρισματική παραμονή στην αγιοπνευματική ζωή προσδιορίζονται και από συγκεκριμένες ανθρωπολογικές προϋποθέσεις.



Ο Εωσφόρος και οι Προπάτορες μας είχαν την δωρεά της θεοπτίας. Και στις δύο περιπτώσεις όμως ακολούθησε η γνωστή πτώση τους και η απώλεια της χαρισματικής δωρεάς. Η αιτία της πτώσεώς τους ήταν η ίδια. Τόσο ο Εωσφόρος, όσο και οι Προπάτορες επεθύμησαν και επεδίωξαν την ισοθεΐα τους αγνοώντας κατάφορα τις υπαρξιακές προδιαγραφές τους, ως κτιστών όντων. Πρόβαλαν υπερήφανα και εγωιστικά το θέλημά τους, παρέκαμψαν τον Θεό και τοπ θέλημά του γι' αυτούς, και επεχείρησαν την πνευματική αναβάθμιση της θέσεώς τους με μοναδικό κριτήριο τις προσωπικές επιλογές τους. Γι' αυτό και αστόχησαν τραγικά.



Κατά συνέπεια, αν ο πιστός επιδιώξει την θέωση η την αγιοπνευματική ζωή ως σκοπό της ζωής του, κινδυνεύει να εμπέσει στον ίδιο πειρασμό των Προπατόρων του με τις ανάλογες συνέπειες. Η θέωση, ως αγιοπνευματική ζωή, δεν μπορεί να τεθεί από τον άνθρωπο ως σκοπός του, επειδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να πραγματώσει έναν σκοπό, που βρίσκεται πολύ πάνω από τις κτιστές, φυσικές δυνατότητές του. Όπως λέει, πολύ επιτυχώς, ο άγιος Μάξιμος, «πάσχομεν ως υπέρ φύσιν ούσαν κατά χάριν, αλλ' ου ποιούμεν την θέωσιν, ου γαρ έχομεν φύσει δεκτικήν της θεώσεως δύναμιν107.



Η θέωση αποτελεί σκοπό του Θεού για τον άνθρωπο και άκτιστη δωρεά του προς αυτόν. Έτσι όμως αλλάζουν ριζικά τα πράγματα, αλλάζει και η διαδικασία για την πραγμάτωση του σκοπού.



Ειδικότερα, η θέωση των πιστών, που ουσιαστικά εκφράστηκε στην αρχιερατική προσευχή του Χριστού - να γίνουν δηλαδή οι πιστοί ένα με τον Τριαδικό Θεό και να βλέπουν διαρκώς την άκτιστη δόξα του108 - έχει ως θεμελιώδη προϋπόθεση την τήρηση των εντολών του Θεού, αφού αυτή η τήρηση οδηγεί στη φανέρωση του Χριστού και του Θεού Πατέρα εν Πνεύματι στην καρδιά του πιστού109. Τήρηση όμως των εντολών σημαίνει πρακτικώς την παραίτηση του πιστού από το ίδιο θέλημα του, όσο καλό και αν φαίνεται ότι είναι. Σημαίνει υποταγή του θελήματός του στο θέλημα του Θεού. Αλλά για να παραιτηθεί ο πιστός από το θέλημά του πρέπει προηγουμένως να γνωρίσει δια της θείας Χάριτος τον έσω άνθρωπό του και να δει το τραγικό αποτέλεσμα της περιπλάνησης του νου στα θελήματά του. Τότε θα σιχαθεί το θέλημά του, θα παραιτηθεί από αυτό και θα αρνηθεί έτσι πρακτικώς τον εαυτό του, ώστε να μπορεί στο εξής να γίνει αληθινός μαθητής του Χριστού. Τότε μόνο θα προσανατολίσει σταθερά το θέλημά του στο θέλημα του Θεού και θα θεωρεί ως μονόδρομο την τήρηση των εντολών για την ευαρέστηση του Θεού, χωρίς καμμιά άλλη εναλλακτική λύση. Παραιτούμενος ο πιστός με βδελυγμία από το θέλημά του, πρακτικώς ταπεινώνεται πραγματικά, με συνέπεια να δέχεται πλούσια την Χάρη του Θεού, η οποία του δίνει την δυνατότητα να ανταποκριθεί στο θέλημα του Θεού για την τήρηση των εντολών του, αφού κατά την διαβεβαίωσή του Χριστού, «χωρίς εμού ου δύνασθαι ποιείν ουδέν»110. Έτσι όμως η χαρισματική θέωση του πιστού, που προκύπτει από την τήρηση των εντολών, προσφέρεται ως άκτιστη θεοποιός ενέργεια και δωρεά από τον Θεό και σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά πράξη του πιστού, ούτε κατόρθωμά του. Με αυτές τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις διασφαλίζεται ρεαλιστικά η διαρκής πρόοδος του πιστού στην αγιοπνευματική ζωή και εκμηδενίζεται ο κίνδυνος κάθε πτώσεως προγονικού τύπου.







1.Βλ.Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,2,12 και 2,2,2.Πρβλ. Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, ΕΠΕ, τομ.1, Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια υπό Π. Χρήστου, Θες/νίκη 1981, σ.10.

2.Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,2,8.

3. Βλ. Εις τον βίον του οσίου Πέτρου του εν Άθω 18, στο Γρηγορίου Παλαμά, Άπαντα τα έργα, ΕΠΕ, τομ. 8, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 298.

4.Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,12.

5.Βλ. ό. π. Λόγος 1,2,2.

6.Βλ. Εις τον βίον του οσίου Πέτρου του εν Άθω, 21, ο.π.σ.302.

7.Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,46.

8.Βλ. ό. π. Λόγος 2,1,34 με αναφορά στο Ιω.17,21 - 24.

9.Βλ. ό. π. Λόγος 1,2,6.

10.Βλ. ό. π. Λόγος 2,1,14.

11.Βλ. ό. π. Λόγος 3,3,9.

12.Βλ. Ρωμ.8,15: «ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας».

13.Βλ. Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 4.

14.Βλ. Προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 21, στο Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, ΕΠΕ, τόμ. 8, σ.456.

15.Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,2,1.

16.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,37.

17.Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,29.

18.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,6.

19.Βλ. ό. π. Λόγος 3,1,18.

20.Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,7, με αναφορά στον Άγιο Μακάριο, Ομιλίαι 5,10, PG 34,516Α.

21.Βλ. ό. π. Λόγος 3,2,17.

22.Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,27

23.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,6.

24.Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,10.

25.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,8.

26.Βλ. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Ομιλία εις Μεταμόρφωσιν 12, PG 96,564Β,στο Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Περί θείων ενεργειών 11.

27.Βλ. Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 40,6, PG 36,365Α: «φως η παραδειχθείσα θεότης επί του όρους τοις μαθηταίς», στο Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,12.

28.Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,52.

29.Ιω. 14,23. Είναι, βέβαια, φανερό ότι ως «λόγο» του εννοεί τις εντολές του, γιατί στην ίδια συνάφεια, προηγουμένως, αντί του «λόγου», που χρησιμοποιεί εδώ, έχει θέσει τις εντολές, γιατί λέει, «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστι ο αγαπών με» (Ιω. 14,21). Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 2,3,16.

30.Ιω. 14,21.

31.Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Περί θείων ενεργειών 49.

32.Βλ. ό.π.48.

33.Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 2,1,44.

34.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,17.

35.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,18, με αναφορά στο Β' Πέτρ,1,19.

36.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,35.

37.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,17

38.Βλ. Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ 26, PG 88, 1033 Β, στο Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,49.

39.Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,52.

40.Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,44.

41.Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετής 43, με αναφορά στο Εβρ. 12,14.

42.Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,10.

43.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,10.

44.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,11.

45.Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 18, στο Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, ΕΠΕ, τομ. 8, Θες/νίκη 1994, σ. 452.

46,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,2,14.

47,Βλ. Λόγος 1,3,16, με αναφορά στο Α' Κορ. 2,16.

48,Βλ. Λόγος 1,3,17, με αναφορά στο Α' Κορ. 2,17.

49,Βλ. Λόγος 1,3,16, με αναφορά στο Α' Κορ. 2,11.

50,Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,22.

51,Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 15, με αναφορά στο Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος 26 PG 32,180C.

52,Βλ. ό. π. 181Α.

53,Βλ. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αποριών, PG 91, 1088 BC.

54,Βλ. Ψαλμ. 35,10: «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως».

55,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,3,5.

56,Α' Κορ.2,13, στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,24.

57,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,39.

58,Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,24.

59,Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,5, με αναφορά στο Ιω. 17,24.

60,Βλ. ό. π. Λόγος 3,1,32.

61,Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,43 και 2,3,66.

62,Βλ. Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 1,4, PG 3,592 C. Και Μ. Βασιλείου, Ερμηνεία εις Ψαλμούς 44, PG 29,400D, στο Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,26 - 27.

63,Βλ. Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 1,4, PG 3,592 C, στο Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,22.

64,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,23.

65,Βλ. Κανόνας Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού στην 6η Αυγούστου, τροπάριο της θ' ωδής στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,16.

66,Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,5.

67,Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,23.

68,Βλ. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αποριών, PF 91,1088C, στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,3,13.

69,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,31.

70,Βλ. Ιω. 1,13 στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,30.

71,Βλ. Ιω. 3,6, στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,30

72,Βλ. Α' Κορ. 6,17.

73,Ιω. 17,21.

74,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 2,3,66.

75,Βλ. ό. π. Λόγος 3,3,14.

76,Βλ. ό. π. Λόγος 2,2,14.

77,Βλ. Περί θείων ενεργειών 30.

78,Βλ. ό. π 18.

79,Βλ. Μ. Βασιλείου, Κατά Ευνομίου 5, PG 29, 772B, στο Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 8.

80,Βλ. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, PG 91, 1144C.

81,Γαλ. 2,20

82,Βλ. Εφ. 3,16 - 17.

83,Βλ. Α' Ιω. 4,13, στο Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 3.

84,Βλ. Αγίου Μαξίμου, Περί αποριών, PG 91, 1076C.

85,Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,23.

86,Βλ. του ιδίου, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 7.

87,Βλ. του ιδίου, Αγιορείτικος Τόμος 2.

88,Βλ. του ιδίου, Περί προσευχής και καθαρότητος καρδίας, Κεφάλαια τρία, α', 1.

89,Βλ. Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγείτου, Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας 2, PG 3,392A.

90,Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 3.

91,Βλ. Εφ. 1,13 - 14, στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,14.

92,Βλ. Μθ.5,13.

93,Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 22, στο ΕΠΕ 8, σ. 456.

94,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,36.

95,Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 22, στο ΕΠΕ 8, σ. 454.

96,Μθ. 10,20, στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,36.

97,Βλ Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,31.

98,Βλ. Αγιορειτικός Τόμος 6.

99,Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,3,15.

100. Βλ. Προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 19, στο ΕΠΕ 8, σ. 454.

101. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,32.

102. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,32.

103. Βλ. Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετής 68.

104. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,32.

105. Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,31.

106. Βλ. Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετής 16.

107. Αγίου Μαξίμου, Κεφάλαια περί αγάπης, 1,75, PG 90, 1206C. Πρβλ. και Προς Θαλάσσιον 22, PG 90, 324A.

108. Βλ. Ιω. 17,22 - 24: «Καγώ την δόξαν ην δέδοκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν...Πάτερ, ό δέδοκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσιν μετ' εμού, ίνα θεωρώσιν την δόξαν την εμήν».

109. Βλ. Ιω. 14,21 - 23: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστιν ο αγαπών με, ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν...εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου

τηρήσει και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιησόμεθα».

110. Ιω. 15,5.

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, 1296-14.11.1356



 Ποιος, αγαπητοί, ήταν ο μέγας και θείος Γρηγόριος το πληροφορούμεθα με σαφήνεια και πληρότητα και μόνον από το απολυτίκιό του.      
"Ορθοδοξίας ο φωστήρ, Εκκλησίας το στήριγμα και διδάσκαλε, των μοναστών η καλλονή, των θεολόγων υπέρμαχος απροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης το καύχημα, κήρυξ της χάριτος, ικέτευε δια παντός, σωθήναι τας ψυχάς ημών."
 Η καταγωγή του Αγίου Γρηγορίου ήταν η Κωνσταντινούπολις. Γεννήθηκε το 1296 από γονείς εναρέτους και ενδόξους, τον Κωνσταντίνον και την Καλλονήν. Ο πατέρας του ήταν συγκλητικός, και έγινε κατόπιν και μοναχός. Εμπιστεύθηκε τα παιδιά του στην δυνατή προστασία της Θεοτόκου την οποία και άφησε Επίτροπόν τους. Ήταν επτά ετών όταν εκοιμήθη ο ενάρετος πατέρας του.
 Εκτός από το θεϊκό χάρισμα της ευφυΐας έδειξε και σπάνια επιμέλεια, ώστε σε μικρό διάστημα να έχη συγκεντρώση στον εαυτό του κάθε λογής επιστήμη και γνώση. Σε ηλικία 20 ετών έγινε θαυμαστός και από μεγάλους και σοφούς της εποχής του.
 Για τη όλη του αξιοζήλευτη προκοπή ζητήθηκε και από τον αυτοκράτορα στα βασίλεια, αλλά ο ευλογημένος Γρηγόριος, σαν συνετός, τον νου του εγύρισε σε υψηλότερα και εζητούσε να ανέβη στον Θεό, και για αυτό τον λόγον αφιερώνει τον εαυτό του στον Θεό και ζη στο εξής βίον ασκητικόν και ισάγγελον.
 Τον σκοπό του φανερώνει στην μητέρα του και εκείνη η ευλογημένη εδόξασε τον Θεό και κάλεσε και τα άλλα τέσσαρα παιδιά της για να πληροφορηθούν από τον μεγαλύτερο αδελφό τα σχετικά με την αφιέρωσί του στην λατρεία του Θεού. Τους κατέπεισε όλους και φάνηκαν και αυτοί πρόθυμοι στον ίδιο πόθο και την αφιέρωσί τους στον Θεό.
 Εμοίρασαν με τρόπο ευαγγελικό τα υπάρχοντά τους στους πτωχούς και αφίνοντας τις ματαιότητες του κόσμου με προθυμία ακολούθησαν τον Χριστό.
 Την μητέρα με τις δύο αδελφές έβαλαν σε γυναικείο μοναστήρι, τα δε δύο άλλα αδέλφια του επήρε μαζί του στο Άγιον Όρος.
 Στο Άγιον Όρος εμπήκε στην υποταγή του θαυμασίου Γέροντος Νικηφόρου, ο οποίος ζούσε ησυχαστική ζωή κοντά στο Μοναστήρι του Βατοπαιδίου. Από τον Γέροντα Νικηφόρο διδάχθηκε κάθε αρετή με τα έργα, με ταπείνωσι ψυχής. Με την υπακοή, την ταπείνωσι και την άσκησι εγνώρισε έμπρακτα τις αρετές και εμόρφωσε στην καρδιά του τον Χριστό. Εκεί αξιώθηκε να δεχθή, με μυστική αποκάλυψι, την αντίληψι της Υπεραγίας Θεοτόκου.
 Μετά την κοίμησι του Γέροντός του έρχεται στην περίφημη Μονή της Μεγίστης Λαύρας, όπου έμεινε λίγα χρόνια ασκούμενος με μεγάλη σπουδή στα πνευματικά αγωνίσματα. Από την Μονή επήγε σε πιο ερημικό τόπο και παρέδωσε τον εαυτό του σε κάθε κατά Χριστόν σκληραγωγία. Τις αισθήσεις του με προσοχή συμμάζεψε, την δε ζωή του άριστα παιδαγώγησε και με την βοήθεια του Θεού ενίκησε κατά κράτος τους πολέμους του διαβόλου. Με αγρυπνίες και πηγές δακρύων καθάρισε την ψυχή του και έγινε σκεύος εκλεκτό του Παναγίου Πνεύματος και αξιώθηκε πολλές θεοφανείες.
 Λόγω όμως των πολλών επιδρομών των Τούρκων αναγκάστηκε να αφήση την ησυχία του και να έλθη στην Θεσσαλονίκη, χωρίς όμως να βγή από την ακρίβεια της αγίας του ζωής.
 Αφού καθάρισε, με την βοήθεια του Θεού και με πολλούς ασκητικούς κόπους, το σώμα και την ψυχή, δέχθηκε κατόπιν από θεϊκή πληροφορία και το μέγα της ιερωσύνης χάρισμα. Ετελούσε δε την ιερά Μυσταγωγία σαν ένας άλλος άγγελος, ώστε και μόνον όσοι τον έβλεπαν έπαιρναν κατάνυξι στις ψυχές τους. Αναδείχθηκε πνευματοφόρος πατήρ και έλαβε εξουσία κατά των δαιμόνων, το χάρισμα των θαυμάτων, και προέλεγε τα μέλλοντα. Με ένα λόγο ήταν στολισμένος με τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος.
 Το να αγωνιζόμαστε, αγαπητοί, για την αρετή είναι στην δική μας εξουσία, το δε να πέσουμε σε πειρασμούς δεν εξαρτάται από εμάς. Γι΄αυτό και χωρίς τους πειρασμούς τέλειοι δεν μπορούμε να γίνουμε, ούτε και φανερώνεται η πίστις μας προς τον Θεόν. Γι' αυτό πολύ ορθά λένε οι σοφοί τα θεία, μόνον όταν καλώς ανταμωθούν η πράξις και το πάθος, τότε τελειούται ο κατά Θεόν άνθρωπος. Επέτρεψε η πάνσοφος του Θεού Πρόνοια και ο μέγας και άγιος Γρηγόριος να πέση σε πολλούς πειρασμούς για να φανή στ' αλήθεια με όλους τους πειρασμούς τέλειος.
 Η πορεία του Αγίου προς τα άνω Βασίλεια ήταν ουρανομήκης. Με υπακοή, ταπείνωσι και άσκησι εγνώρισε έμπρακτα τις αρετές. Εμόρφωσε δηλαδή τον Χριστό στην καρδιά του. Στην έρημο όλον τον καιρό είχε ασχολία προσευχής και μέσα από την καρδιά του εκραύγαζε προς τον Χριστό «φώτισόν μου το σκότος». Δια μέσου του θεοδιδάκτου δρόμου, της νηστείας, της αγρυπνίας και της προσευχής και των ευαγγελικών αρετών έλαβε ουράνια χαρίσματα...
 Πολύ σωστά στο απολυτίκιο του Αγίου η Εκκλησία μας ομολογεί τον θείον Γρηγόριον «φωστήρα Ορθοδοξίας, Εκκλησίας στήριγμα και διδάσκαλον, κήρυκα της χάριτος».
 Για 23 ολόκληρα χρόνια δέχθηκε ο Άγιος πιστός δούλος του Θεού Γρηγόριος πολλές συκοφαντίες και την λύσσα του Σατανά...
 Αφού πείστηκε περισσότερο στην θεία ψήφο, ωδηγήθηκε στον αρχιερατικό θρόνο και άξιος έγινε ποιμένας της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων. Σαν αρχιερέας πρόσθεσε περισσότερους κόπους για τον Χριστόν, το Ευαγγέλιον και την Εκκλησία Του.
 Οι δυτικοί, Βαρλαάμ, Ακίνδυνος και λοιποί πολέμιοι του Αγίου Γρηγορίου έλεγαν ότι η θεία Χάρις είναι κτιστή, οπότε μένει ο άνθρωπος και ο κόσμος αμέτοχος στην θεία ζωή και χάρι.
 Πρέπει να αισθανώμεθα τον Άγιο Γρηγόριο μαζί με την Εκκλησία μας σαν κανόνα της Ορθοδόξου Θεολογίας και της χριστιανικής ζωής.
 Επί της βασιλείας Ανδρονίκου Δ' του Παλαιολόγου, που ήταν θερμός προστάτης της ευσεβείας, συγκροτήθηκε ιερά Σύνοδος στην οποία ήλθε και ο Βαρλαάμ και με κομπασμό και έπαρσι ανέφερε τα κακόδοξα του δόγματα και τις κατηγορίες του εναντίον των ευσεβών. Με θείο, όμως, Πνεύμα, αφού ενισχύθηκε ο μέγας Γρηγόριος και παίρνοντας δύναμι Θεού, εταπείνωσε το βλάσφημο και υπερήφανο στόμα του Βαρλαάμ, και με λόγους και συγγράμματα πύρινα τις κακοδοξίες του εχάλασε... Επίσης και τον διάδοχο του Βαρλαάμ Ακίνδυνον τον παρουσίασε στην Σύνοδο σαν Βαρλααμίτην...
 Μπροστά σε τρεις αυτοκράτορες και τρεις πατριάρχας και συνόδους ανέτρεψε, με λόγους και συγγράμματα θεόπνευστα, τις πλάνες και αιρετικές διδασκαλίες του Βαρλαάμ, Ακινδύνου και ομοφρόνων τους...
 Εκτός όλων αυτών ο Θεός, κατά τις ανεξιχνίαστες Του βουλές, τον έστειλε διδάσκαλο στην Ανατολή. Σαν υπέρμαχος της ευσεβείας, προσκλήθηκε στην Κων/πολι και σαν πρέσβυς για να ειρηνεύσει την Εκκλησίαν από τις συκοφαντίες του ασεβούς Βαρλαάμ...
 Ενώ όμως επήγαινε πιάστηκε από τους αγαρηνούς (Τούρκους) και ωδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Ανατολή. Εκεί τον εκράτησαν ένα χρόνο, και τον έσερναν από τόπο σε τόπο και από πόλι σε πόλι, και σαν τέλειος αθλητής και διδάσκαλος του Χριστού εδίδασκε το Ευαγγέλιο του Χριστού άφοβα.
 Όσοι στέκονταν καλά στην πίστι τους στερέωνε περισσότερο και τους παρακινούσε να μένουν ακλόνητοι στην πίστι, τους δε κλονιζομένους τους εστερέωνε κατά σοφό τρόπο. Με όσους πάλι είχαν προδώσει την πίστι και περιέπαιζαν τα χριστιανικά δόγματα διαλεγόταν με θάρρος για την ένσαρκο οικονομία, την προσκύνησι του Τιμίου Σταυρού, των σεβασμίων εικόνων και για τον Μωάμεθ και άλλων πολλών ζητημάτων. Και άλλοι από τους παρόντας, οι καλοπροαίρετοι, τον εθαύμαζαν, άλλοι εμαίνονταν εναντίον του, οι οποίοι και ήθελαν να τον σκοτώσουν, αν δεν τους εμπόδιζε η ελπίδα της εξαγοράς του, οικονομία και αυτό της θείας Προνοίας, για την μεγάλη ωφέλεια της Εκκλησίας, όπως και έγινε. Τον ελευθέρωσαν κάποιοι φιλόχριστοι και επανήλθε στην ποίμνη του μάρτυς αναίμακτος με τα στίγματα του Χριστού στολισμένος...
 Μέσα μόνο στην αγία του Χριστού Ορθόδοξον Εκκλησία μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό, όχι με την διάνοια η το συναίσθημα, αλλά με αγιοπνευματική εμπειρία μπορεί ο ζωντανός χριστιανός να έχη μετοχή στο φως, την ζωή και την δόξα της Αγίας Τριάδος. Εμείς οι άνθρωποι κοινωνούμε και ενωνόμαστε με τον Θεό δια μέσου των θείων ενεργειών του Θεού που είναι άκτιστες, ενώ η θεϊκή ουσία του Θεού είναι ακοινώνητος.
 Στην χρυσή αλυσίδα των μεγάλων διδασκάλων και Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας συναριθμήθηκε και ο μέγας Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος και αναδείχθηκε ισάξιος των Αγίων Αθανασίου, Βασιλείου, Γρηγορίου, Χρυσοστόμου, Κυρίλλων, Μαξίμου, Δαμασκηνού, Φωτίου και Θεοδώρου Στουδίτου.
 Σπάνια έγινε τόσος αγώνας, τόση προπαγάνδα, τόση δυσφήμησι και κατασυκοφάντησι προσώπου, όσον εναντίον του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Και μέχρι σήμερα οι Δυτικοί διατηρούν στο Παρίσι αντιπαλαμική Σχολή δυσφημούντες τον Άγιο και την διδασκαλία του.
 Ο αυτοκράτωρ, ο πατριάρχης και οι συνοδικοί χαρακτήρισαν στο τέλος της Συνόδου τον Άγιον Γρηγόριον «Διδάσκαλον ευσεβείας, και κανόνα δογμάτων ιερών και στύλον της ορθής δόξης και πρόμαχον Εκκλησίας και βασιλείας ευσεβούς καύχημα».
 Οι απόψεις του, αποτελούν σύνοψι και έκφρασι της εμπειρίας και της παραδόσεως της Εκκλησίας. Το κλειδί της θεολογίας το κατείχε στ' αλήθεια ο θείος Γρηγόριος, επειδή είχαν διανοιγεί τα μάτια του από το Άγιο Πνεύμα.
 Εδίδασκε ότι ο Θεός δεν είναι μόνον αμέθεκτος αλλά και μεθεκτός. Την ουσία του Θεού ουδείς και ουδέποτε ούτε στον παρόντα ούτε στον μέλλοντα αιώνα θα ιδούμε, τις άκτιστες όμως ενέργειες του Θεού μπορούμε να κοινωνήσουμε, ημών θεουμένων, κάτω από κατάλληλες πνευματικές προϋποθέσεις. Αυτές δηλαδή αποτελούν το μέσον και την γέφυρα που συνδέει τον άκτιστο Θεό με τα κτίσματα. Άλλο είναι η ουσία του Θεού και άλλο οι θείες ενέργειές του.
Σύντομη μνημόνευσις των αρετών του.
α) Ήταν υπερβολικά πράος, αλλά γινόταν και γενναίος μαχητής όταν ο λόγος ήταν για τον Θεό και τα θεία.
β) Ήταν αρνητής της κακίας και ανεξίκακος.
γ) Είχε μεγάλη προθυμία στο να ανταμείβη, όσον ήταν δυνατό, με αγαθά όσους φάνηκαν προς αυτόν κακοί.
Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία 

Γέροντα Εφραίμ Βατοπαιδινού: «Η αξία του ανθρωπίνου σώματος στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά»


VatopaidiFriend: Δημοσιεύουμε ένα άρθρο από το νέο βιβλίο του γέροντα Εφραίμ «Αθωνικός Λόγος» που θεωρούμε ότι είναι επίκαιρο, αφού αυτή η εβδομάδα των Νηστειών είναι αφιερωμένη στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359) ακολουθώντας την παράδοση των ησυχαστών Πατέρων και θεωρώντας ότι η συγγραφή δημιουργεί μέριμνες και περισπασμούς δεν συνέγραψε συστηματικά, αλλά επιδόθηκε εκ των περιστάσεων στην συγγραφή, για να υπερασπισθεί την ορθόδοξη πίστη και ζωή.
Το θέμα της αξίας του ανθρωπίνου σώματος ανέκυψε με την κατηγορία που διετύπωσε ο Βαρλαάμ εναντίον των αγιορειτών μοναχών ότι ενεργούν κακώς «ένδον του σώματος σπεύδοντες εμπερικλείειν τον νούν»[1]. Ο άγιος Γρηγόριος επικαλούμενος τον απόστολο Παύλο λέγει ότι το σώμα γίνεται με το βάπτισμα «ναός του εν ημίν αγίου Πνεύματος», «οίκος Θεού», και ότι σε αυτό «ενοικεί και εμπεριπατεί» ο Θεός. Γιατί λοιπόν να μην εισαχθεί ο νους στον ναό του Θεού; Μήπως και ο Θεός κακώς έπραξε που «ενώκισε τώ σώματι τον νούν»[2]; Όσοι νομίζουν ότι το σώμα είναι κακό ως δημιούργημα του πονηρού είναι αιρετικοί.
Το σώμα είναι καλό· κακό είναι το «σωματικό φρόνημα»[3]. Όταν ο απόστολος Παύλος ομίλει για «σώμα θανάτου», δεν κατηγορεί την σάρκα αλλά την «επεισελθούσαν αμαρτητικήν ορμήν εκ παραβάσεως»[4]. Ο χριστιανός αποδιώκει το σωματικό φρόνημα και συγκεντρώνει τον νου μέσα στο σώμα του, γιατί σε αυτό υπάρχει πρωτίστως το «κατ’ εικόνα». Ο άγιος Γρηγόριος, ακολουθώντας την πατερική παράδοση, διδάσκει ότι το «κατ’ εικόνα» δεν περιορίζεται σε ορισμένο στοιχείο της ανθρώπινης φύσεως, αλλά επεκτείνεται σε όλη την ανθρώπινη ύπαρξη. Αντίθετα η ελληνική φιλοσοφία έβλεπε το σώμα υποτιμητικά. Κατά τον Πλάτωνα η σωματική φύση είναι μόνο το «ένδυμα», το «δεσμωτήριο», το «μνήμα» της ψυχής[5]. Το σώμα είναι το αρνητικό μέρος της ανθρώπινης υπάρξεως, ευτελές και κακό, και η ψυχή βρίσκεται ενωμένη μαζί του, «έως αν εκτίση τα οφειλόμενα». Το σώμα δεν είναι δυνατό να επηρεάσει θετικά την ψυχή[6]. Ο δε νεοπλατωνικός Πλωτίνος αισχυνόταν με την ιδέα ότι έχει σώμα[7].
Ο άγιος Γρηγόριος «στίς πνευματικίζουσες τάσεις του ελληνισμού που έτειναν πάντοτε να περιφρονούν την ύλη»[8] και στην «πλατωνική πνευματοκρατία της βαρλααμικής ανθρωπολογίας»[9] αντέταξε την συνθετική βιβλική αντίληψη για τον άνθρωπο. Το σώμα αποτελεί αναπόσπαστο οντολογικό στοιχείο του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ουδέποτε υπήρξε μόνο πνεύμα, διότι εξ αρχής ο Δημιουργός ήνωσε τα δύο στοιχεία αρρήκτως. Ο άνθρωπος είναι το μεθόριο του υλικού και πνευματικού κόσμου, η «συνδρομή του παντός», η «ανακεφαλαίωσις των του Θεού κτισμάτων»[10].
Μεταξύ ψυχής και σώματος υπάρχει στενότατος σύνδεσμος. Η ψυχή κατά τον άγιο Γρηγόριο δεν είναι φυλακισμένη στο σώμα ούτε θέλει να απαλλαγεί από αυτό. Τόση αρμονία υπάρχει μεταξύ τους, ώστε η ψυχή δεν εγκαταλείπει το σώμα «μή βίας επενεχθείσης εκ νόσου δή τινος μεγίστης ή πληγής έξωθεν»[11].
Ο Βαρλαάμ υποτιμώντας το ανθρώπινο σώμα ονόμαζε απάθεια της ψυχής την νέκρωση του παθητικού. Περιφρονούσε και απέρριπτε όλες τις ασκήσεις του σώματος που χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί, την νηστεία, την αγρυπνία, την ορθοστασία, την γονυκλισία, την περιεκτική φιλοπονία, αυτό που ονομάζει ο άγιος Γρηγόριος «άλγος της αφής», αλλά και τα δάκρυα και το πένθος κατά την διάρκεια της προσευχής, γιατί, όπως έλεγε, «ηρεμίαν παρέχειν ταίς αισθήσεσιν χρή τον προσευχής επιμελούμενον και νεκρούν τελέως το της ψυχής παθητικόν». Γι’ αυτό ο άγιος Γρηγόριος τον ονόμαζε «απραξίας καθηγητήν»[12].
Στον Αγιορειτικόν Τόμον ο άγιος Γρηγόριος ομιλεί για μεταμόρφωση του παθητικού της ψυχής και όχι για νέκρωση[13]. Με την κατάλληλη ασκητική αγωγή των ψυχικών δυνάμεων και των μελών του σώματος[14] «κτάται και ορά εν εαυτώ ο άνθρωπος την θείαν Χάριν» που υποσχέθηκε ο Κύριος «τοίς κεκαθαρμένοις την καρδίαν». Και έχουμε τον θησαυρό αυτόν «εν οστρακίνοις σκεύεσιν», δηλαδή στα σώματά μας[15].
Η αξία του ανθρωπίνου σώματος διατρανώνεται με την ενανθρώπηση του Κυρίου. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος, ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, «ίνα δειχθή πώς η του ανθρώπου φύσις, παρά πάντα τα κτίσματα κατ’ εικόνα εκτίσθη Θεού· τοσούτον γάρ ταύτη το συγγενές προς Θεόν, ως και δύνασθαι συνελθείν αυτώ προς μίαν υπόστασιν· ίνα τιμήση την σάρκα και αυτήν την θνητήν, ως μή τα υπερήφανα πνεύματα προτιμητέα του ανθρώπου και νομίζειν αυτά και νομίζεσθαι»[16]. Όπως εύστοχα σημειώθηκε, όσα ο άγιος Γρηγόριος λέγει για την τιμή που έδωσε ο Υιός του Θεού με την ενανθρώπησή του στην θνητή σάρκα του ανθρώπου, αποτελούν ύμνο του χριστιανικού ασκητισμού προς τον άνθρωπο και το σώμα του[17].
Η παρουσία του Χριστού στον κόσμο συνέδεσε τον αιώνιο Θεό με τον θνητό άνθρωπο. Ο Λόγος του Θεού, λέγει ο άγιος Γρηγόριος, έλαβε από την Θεοτόκο σάρκα τελείως καθαρή αλλά και θνητή και παθητή. Η υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού είχε ως αποτέλεσμα την ανακαίνιση και θέωση της ανθρώπινης φύσεως. «Η κτιστή ανθρώπινη φύσις και η άκτιστος θεότης, μή συγχεόμεναι κατά την ουσίαν, συνδέονται διά της ακτίστου θείας ενεργείας. Ενώ η ανθρωπίνη φύσις παραμένει κτιστή, δέχεται παρά της θεότητος κατά χάριν, ό,τι εκείνη έχει κατά φύσιν»[18].
Η οντολογική αυτή ανακαίνιση της ανθρώπινης φύσεως γίνεται προσιτή σε κάθε άνθρωπο με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος που δρά μέσα στην Εκκλησία. Η θέωση αναφέρεται σε ολόκληρο τον άνθρωπο. Ολόκληρος ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα ενώνεται και κοινωνεί με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και γίνεται «πνευματικός», «καινή κτίσις». Έτσι «καί το σώμα μεταλαμβάνει πως της κατά νούν ενεργουμένης Χάριτος»[19]· η Χάρις του Αγίου Πνεύματος γίνεται συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης υπάρξεως. Αυτό οδηγεί τον άγιο Γρηγόριο να πεί ότι «ο πνευματικός άνθρωπος εκ τριών υφέστηκε· Χάριτος Πνεύματος επουρανίου, ψυχής λογικής και γηΐνου σώματος»[20].
Κεντρική θέση στην ζωή και την διδασκαλία του φιλόθεου αθωνίτη ησυχαστού έχει το γεγονός της μεταμορφώσεως του Χριστού. Αυτή άλλωστε αποτελεί τον πυρήνα των θεολογικών συζητήσεών του με τον Βαρλαάμ και την καρδιά του ησυχαστικού αγώνα. στην Μεταμόρφωση, διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ακολουθώντας τους Πατέρας της Εκκλησίας, ο Χριστός δεν προσέλαβε κάτι που δεν είχε προηγουμένως[21], αλλά εφανέρωσε στους τρεις μαθητές «μερικώς» την δόξα που είχε εξ αρχής και μάλιστα «ουχ ολόκληρον, ίνα μή συν τη οράσει και το ζήν αποβάλωνται»[22]. Ο άγιος Γρηγόριος επισημαίνει ότι οι Απόστολοι δεν μπορούσαν να δούν το άκτιστο φως «μή πρότερον οφθαλμούς λαβόντες, ους ου πρότερον είχον… ει και οφθαλμοίς εγένετο ληπτόν, αλλ’ υπέρ οφθαλμούς γεγενημένοις»[23]. Το φως αυτό προερχόταν από το σώμα του Χριστού, που ήταν «εκτός των Αποστόλων, συγχρόνως όμως εφωτίσθησαν και έσωθεν εκ της επισκιαζούσης αυτούς νεφέλης»[24]. Η εσωτερική έλλαμψη αποτελεί βασικό στοιχείο της θέας του ακτίστου φωτός. Διαφέρει δε από το φως της πλάνης ή του διαβόλου που είναι κτιστό και φωτίζει έξωθεν μόνον. Και όπως το γεγονός της Μεταμορφώσεως έγινε κατά την ώρα της προσευχής, έτσι και η θεία έλλαμψη δίδεται σε όποιον ασκεί την καθαρά προσευχή.
Κατά την Μεταμόρφωση δεν έλαμψε μόνο το πρόσωπο του Κυρίου αλλά και τα ιμάτιά του. Σχολιάζοντας το σημείο αυτό ο άγιος Γρηγόριος, λέγει ότι με το ίδιο φως ελαμπρύνθη «καί το προσκυνητόν εκείνο του Χριστού σώμα και τα ιμάτια», όχι όμως κατά τον ίδιο τρόπο εξ ίσου «αλλ’ ουκ επίσης»[25]. Επειδή το σώμα ήταν πηγή της ακτίστου δόξης, και τα ιμάτια «ως εγγίζοντα τώ σώματι εκείνου φωτεινά εγένετο»[26]. Με τον φωτισμό των ιματίων έδειξε ο Θεός ποιά στολή δόξης θα ντυθούν στον μέλλοντα αιώνα οι άγιοι. Αυτή την στολή είχε και ο Αδάμ προ της παραβάσεως «ως όντως στολήν ημφιεσμένος δόξης, ουχ υπήρχε γυμνός ουδ’ ασχήμων υπήρχεν ότι γυμνός, αλλά πολλώ κοσμιώτερος»[27]. Η φωτεινότητα των ιματίων βεβαιώνει την διδασκαλία των Πατέρων ότι η άκτιστη Χάρις που έρχεται στην ψυχή και δι’ αυτής στο σώμα μεταβιβάζεται και στην άλογη κτίση και την ευεργετεί[28].
Απ’ όσα αναφέραμε γίνεται φανερό ότι η ανθρωπολογική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου ερμηνεύεται Χριστολογικώς. Η σχέση θεότητος και ανθρωπίνης φύσεως αποτελεί πρότυπο της χαρισματικής σχέσεως της θείας Χάριτος με την ανθρώπινη φύση του κάθε πιστού. Όπως η θεότητα του Θεανθρώπου είναι κοινή στην ψυχή και στο σώμα του, έτσι και η Χάρις του Αγίου Πνεύματος στους πνευματικούς ανθρώπους, περνώντας από την ψυχή στο σώμα, παρέχει την δυνατότητα στον άνθρωπο να πάσχη τα θεία[29].
«Κατά την παρούσα ζωή τον αρραβώνα των μελλόντων αγαθών δεν λαμβάνει μόνον η ψυχή, αλλά και το σώμα, το οποίον συμβαδίζει μετ’ αυτής την οδόν του αγιασμού. Ο απορρίπτων την αλήθειαν ταύτην συναπορρίπτει και την συμμετοχήν του σώματος του ανθρώπου εις την μακαριότητα του μέλλοντος αιώνος· διότι, εάν το σώμα είναι προωρισμένον να μετάσχη των αγαθών της βασιλείας του Θεού, φυσικόν είναι να μή αποκλεισθή και κατά την ζωήν ταύτην της κοινωνίας των προς την ψυχήν παρεχομένων θείων δωρεών»[30].
Η άκτιστη Χάρις του Θεού προσφέρεται στον κτιστό άνθρωπο με κτιστά μέσα. Αυτό γίνεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο άνθρωπος όμως πρέπει πίσω από τα κτιστά στοιχεία των μυστηρίων να βλέπει την άκτιστη θεότητα. «Ο γάρ άρτος ούτος οίόν τι καταπέτασμά εστιν ένδον κρύπτον την Θεότητα»[31]. Ο άγιος Γρηγόριος αναφέρει στις Ομιλίες του όλα τα μυστήρια, επιμένει όμως στο Βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία, γιατί στα δύο αυτά μυστήρια «πάσα ημών ήρτηται η σωτηρία»[32].
Με το Βάπτισμα αρχίζει η προσωπική εν Χριστώ ανακαίνιση[33]. Ο άνθρωπος καινοποιείται, καθαίρεται και γίνεται τέκνο του Χριστού. Η Χάρις του Βαπτίσματος ανακαινίζει όχι μόνον την ψυχή, αλλά και το σώμα του ανθρώπου, αν και αυτό δεν γίνεται ορατό τώρα, αλλά «πίστει μάλλον οράται».
Εξάλλου στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας έχουμε την ανάκραση του Θεού με τον άνθρωπο. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος, ο Χριστός «συνέδησεν ημάς και ηρμόσατο καθάπερ νυμφίος νύμφην εαυτώ διά της μεταλήψεως τούτου του αίματος εις μίαν σάρκα μεθ’ ημών γενόμενος»[34]. Το φως του Χριστού κατά την Μεταμόρφωση εφώτιζε τους μαθητές έξωθεν. Τώρα με την ευχαριστιακή ανάκρασή του μαζί μας ο Κύριος «ένδοθεν περιαυγάζει την ψυχήν»[35]. «Η άκτιστος και θεοποιός χάρις του Χριστού, η οποία θα καταστήσει και το σώμα του ανθρώπου σύμμορφον προς το σώμα της δόξης αυτού, ενσπείρεται από της παρούσης ήδη ζωής εις τον άνθρωπον και απεργάζεται την θέωσίν του»[36]. Η ολοκλήρωση όμως της θεώσεως θα πραγματοποιηθεί κατά τον μέλλοντα αιώνα με την συμμετοχή του ανθρώπου στην Ανάσταση και την Ανάληψη του Χριστού.
Ο Χριστός «ει μή εσαρκώθη και πέπονθε σαρκί και ανέστη και ανελήφθη δι’ ημάς, ουκ αν έγνωμεν το υπερβάλλον της προς ημάς αγάπης του Θεού»[37]. Και αλλού σημειώνει ο άγιός μας. «Το σώμα αναστήσας εαυτού ανέλαβεν εις ουρανόν εν δόξη»[38], «ομόθρονον ως ομόθεον ποιήσας το ημέτερον φύραμα»[39]. Η Ανάσταση και η Ανάληψη του Χριστού συνδέονται με την ζωή μας. Ο Χριστός, λέγει ο άγιος Γρηγόριος, αναστήθηκε και αναλήφθηκε για μάς, «προοικονομών ημίν την εις απείρους αιώνας ανάστασιν και ανάληψιν»[40].
Κατά την «εσχάτην ημέραν» της εν δόξη Δευτέρας παρουσίας του Χριστού, κατά την οποία θα έλθη μετά «σώματος», όλοι θα αναστηθούν. Ενώ όμως τα σώματα των ασεβών θα αναστηθούν για να παραδοθούν στην αιώνια κόλαση, τα σώματα των δικαίων θα αναστηθούν, για να μετάσχουν στην αφθαρσία και την θεία μακαριότητα. Ο άγιος Γρηγόριος θεωρεί ως ιδιαίτερο δώρο για τους πιστούς όχι την Ανάσταση αλλά την Ανάληψη. Μόνον αυτοί που έζησαν εν Χριστώ «αναληφθήσονται εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα»[41].
Θα κατακλείσουμε την εισήγησή μας για την αξία του ανθρωπίνου σώματος αναφερόμενοι στην τιμητική προσκύνηση των αγίων λειψάνων. «Προσκυνήσεις και τάς σορούς τούτων (τών αγίων) τάς αγίας και εί τι των οστέων λείψανον», λέγει ο άγιος Γρηγόριος στον Δεκάλογον της κατά Χριστόν νομοθεσίας. Όπως στο σώμα του Κυρίου κατά τον σταυρικό θάνατο παρέμεινε ενωμένη η θεότητα, έτσι και στα νεκρά σώματα των αγίων «τό ενωκισμένον θείον Πνεύμα ουκ αφίσταται»[42]. Απόδειξη είναι «καί τα παρ’ αυτών ή δι’ αυτών επιτελούμενα θαύματα»[43].
Η τιμή των λειψάνων εκπηγάζει από μια εξόχως αναπτυγμένη θεολογία του ανθρωπίνου σώματος. Εξ άλλου η πίστη στην μεταμόρφωση του κόσμου κατά την Δευτέρα Παρουσία εξηγεί, γιατί η Εκκλησία απονέμει σχετική προσκύνηση όχι μόνο στα οστά των αγίων, αλλά και στα «ιμάτιά» τους και σε ό,τι ειδικότερα συνδέεται με αυτούς.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στηρίζει όλη την διδασκαλία του για τον άνθρωπο στον Θεάνθρωπο Χριστό. Αναγνωρίζει ως ύψιστη αξία τον άνθρωπο, χωρίς να διολισθαίνει σε ανθρωποκεντρισμό[44]. Το σώμα του ανθρώπου είναι προορισμένο να ζήσει σε κοινωνία με τον Θεό. Γι’ αυτό και από την παρούσα ακόμη ζωή γίνεται σεβαστό ως «ναός του Αγίου Πνεύματος», μέσα στον οποίο ανακαινίζεται ολόκληρη η κτίση.
[1] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Ερώτησις δευτέρα, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, επιμ. Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, 1962, σ. 391 (στό εξής Συγγράμματα). [2] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,1, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 393.
[3] «Ημείς δε εν τοίς σωματικοίς φρονήμασιν είναι τον νούν οιόμεθα κακόν, εν τώ σώματι δε ουχί κακόν, επεί μηδέ το σώμα πονηρόν». Ό.π.
[4] Ό.π., σ. 394.
[5] «Και γάρ σήμά τινές φασιν αυτό είναι της ψυχής ως τεθαμμένης εν τώ νύν παρόντι». Κρατύλος 400 γ 1 – 100.
[6] «Ο αν χρηστόν ή σώμα, τούτο τη αυτού αρετή ψυχήν αγαθήν ποιείν, εμοί ου φαίνεται, αλλά τουναντίον ψυχή αγαθή τη αυτής αρετή σώμα παρέχειν ως οίόν τε βέλτιστον». Πολιτεία Γ 403 δ 2 – 4.
[7] «Πλωτίνος ο καθ’ ημάς γεγονώς φιλόσοφος εώκει μέν αισχυνομένω ότι εν σώματι είη. Από δε της τοιαύτης διαθέσως ούτε περί του γένους αυτού διηγείσθαι ηνείχετο ούτε περί των γονέων ούτε περί της πατρίδος». Πορφυρίου, Περί του Πλωτίνου βίου και της τάξεως των βιβλίων αυτού 1,1.
[8] π. Ιωάννη Μέγιεντορφ, Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, έκδ. Ακρίτας, σ. 141.
[9] Ό.π., σ. 145.
[10] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΚΒ΄, έκδ. Σοφοκλέους του εξ Οικονόμων, Αθήνησι 1861, Ομιλία 53, 35, σ. 172.
[11] Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια 38, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, 1992, σ. 56.
[12] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2,10, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 515.
[13] «Όστις τάς ενσημαινομένας τώ σώματι πνευματικάς διαθέσεις από των εν τη ψυχή των κατά Θεόν προκοπτόντων χαρισμάτων του πνεύματος ου παραδέχεται και την του παθητικού καθ’ έξιν νέκρωσιν απάθειάν φησιν, αλλά μή την επί τα κρείττω καθ’ έξιν ενέργειαν ολικώς απεστραμμένου τα πονηρά και επεστραμμένου προς τα καλά, ως τάς πονηράς έξεις αποκτησαμένου και ταίς αγαθαίς μή πλουτήσαντος, ούτος ακολούθως τη τοιαύτη δόξη και την εν τώ αφθάρτω των όντων αιώνι μετά σώματος απαναίνεται διαγωγήν». Αγιορειτικός Τόμος 6, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, σ. 575.
[14] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2,6, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 512.
[15] Ό.π. 1,2,2, Συγγράμματα τόμ. Α΄, σ. 395.
[16] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΜΑ΄, έκδ. εν Ιεροσολύμοις, 1857, Ομιλία 16, σ. 88.
[17] Αρχιμ. Kiprian, Antropologija sv. Grigorija Palamy, Παρίσι 1950, σ. 367.
[18] Γεωργίου Μαντζαρίδου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 31998, σ. 55. Πρβλ. και σ. 67.
[19] «Και το σώμα μεταλαμβάνει πως της κατά νούν ενεργουμένης Χάριτος και μεταρρυθμίζεται προς ταύτην και λαμβάνει τινα συναίσθησιν αυτό του κατά ψυχήν απορρήτου μυστηρίου», Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,31, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 442.
[20] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,43, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 454.
[21] «Μεταμορφούται τοίνυν, ουχ ο ουκ ήν προσλαβόμενος ουδέ εις όπερ ουκ ήν μεταβαλλόμενος, αλλ’ όπερ ήν τοίς οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος». Γρηγορίου Παλαμά, Αγιορετικός Τόμος 4, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, 1966, σ. 573.
[22] Γρηγορίου Παλαμά, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 6, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, σ. 141.
[23] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,1,22, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 634.
[24] π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 158.
[25] Ομιλίαι ΜΑ΄, εν Ιεροσολύμοις 1857, Ομιλία 35, σ. 196.
[26] Ό.π.
[27] Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια 67, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, σ. 73.
[28] «Το δ’ έτι παραδοξώτατον, ότι και αλλοιώσαν, αναλλοίωτα τηνικαύτα διετήρησεν αυτά, ως μετά μικρόν εδείχθη». Ομιλία 35, εν Ιεροσολύμοις 1857, σ. 196.
[29] «Ο μέντοι τούτων ευμοιρήσας νους και προς το συνημμένον σώμα πολλά διαπορθμεύει του θείου κάλλους τεκμήρια, Χάριτι θεία και σαρκός παχύτητι μεσιτεύων και δύναμιν των αδυνάτων εντιθείς». Γρηγορίου Παλαμά, Εις τον βίον του οσίου Πέτρου εν Αθω 19, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, σ. 172 και Προς Μοναχήν Ξένην 62, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, σ. 225. Πρβλ. Αγιορειτικός Τόμος 6, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, σ. 575.
[30] Γεωργίου Μαντζαρίδου, ό.π., σ. 239-240.
[31] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΚΒ΄, Οικονόμου, Ομιλία 56, 5, σ. 205.
[32] Ό.π., Ομιλία 60, 3, σ.230.
[33] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΜΑ΄, εν Ιεροσολύμοις 1857, Ομιλία 16, σ.93.
[34] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΚΒ΄, Οικονόμου, Ομιλία 56, 7, σ. 207.
[35] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,38, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 449.
[36] Γεωργίου Μαντζαρίδου, ό.π., σ. 193.
[37] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΜΑ΄, εν Ιεροσολύμοις 1857, Ομιλία 16, σ. 88.
[38] Γρηγορίου Παλαμά, Προς Ξένην Μοναχήν 15, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, σ. 200.
[39] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΜΑ΄, εν Ιεροσολύμοις 1857, Ομιλία 21, σ. 124.
[40] Ό.π., σ. 130.
[41] Ό.π., Ομιλία 22, σ. 130.
[42] Γρηγορίου Παλαμά, Εις τον βίον του οσίου Πέτρου του εν Αθω 47, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, σ. 189.
[43] Γρηγορίου Παλαμά, Διάλεξις Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 49, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, σ. 212.
[44] Στ. Ράμφου, Ιλαρόν φως του κόσμου, Αθήνα 1990, σ. 306.

ΘΥΣΙΑ ΕΥΑΡΕΣΤΗ ΤΩ ΚΥΡΙΩ Γρηγόριος Παλαμάς



α) «Τα παιδιά του Αγίου»
Όταν έλεγαν «τα παιδιά του Αγίου» στα Βυζαντινά ανάκτορα του Ανδρόνικου Β' όλοι ήξεραν, ότι πρόκειται για τα πέντε χαριτωμένα παιδάκια, του επίσημου και σοφούΣυγκλητικού  Κωνσταντίνου. Τρία αγόρια και δυό κοριτσάκια.
Μα, πως έγινε, όλη αύτη η οικογένεια, να μετέχει στη αγιότητα. Έλληνες ευγενείς,Μικρασιάτες στην καταγωγή, οι δυό γονείςΚωνσταντίνος και Καλλονή, δημιούργησαν την οικογένειά τους στη Βασιλεύουσα. Κοινωνικό τους επίπεδο η αυτοκρατορική «Αυλή», αφού, Συγκλητικός και ιδιαίτεροςσύμβουλος του ήταν ο Κωνσταντίνος. Και μάλιστα, για την πολλή μόρφωσή του και το εξαίρετο ήθος του είχε επιλεγεί καιπαιδαγωγός του Διαδόχου του αυτοκρατορικού θρόνου. Χαρακτηριστικό του Κωνσταντίνου ήταν η αδιάλειπτη νοερή προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, έλεησον με». Με τόση προσήλωση, που είχε συμβεί σε συνεδρία της Συγκλήτου, να μην ακούσει την ερώτηση του αυτοκράτορα, ο οποίος με ιδιαίτερο σεβασμό και θαυμασμό έβλεπε τον Συγκλητικό του. Επρόκειτο για έναν «Άγιο» μέσα στα ανάκτοραθαυματουργό και σοφό. Γεμάτο από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος
Παράλληλα βάδιζε και η Μητέρα Καλλονή. Αύρα γλυκύτητας και γαλήνης, αγίας στοργής και ουράνιας Πολιτείας μέσα στην οικογένεια. Το αρχοντικό τους έμοιαζε με «κατ' οίκον Εκκλησία» και «Ιερά Μονή». Ανοιχτό πάντα στην φιλοξενία των Αγιορειτών Πατέρων που κατεύθαναν στη Βασιλεύουσα, έδινε την ευκαιρία στην οικογένεια να τροφοδοτείται πνευματικά από αγίους Μοναχούς. Και το σπίτι του Συγκλητικού, ήταν γνωστό σαν πνευματικό «φροντιστήριο». Οικογένεια Αγίων. Σαν του Μ. Βασιλείου και Γρηγορίου.
Έτσι, ο μικρός Γρηγόριος, με τους αδελφούς του Μακάριο και Θεοδόσιο και τις αδελφές του Έπιχαρη και Θεοδότη, μεγάλωναν με «λόγους ιερούς» από τη βρεφική ηλικία. Μέσα σε ατμόσφαιρα «μοναστικής πνευματικότητας» ασκούνταν στην αδιάλειπτη «μυστική ευχή του Ιησού»! και οι παιδικές τους καρδιές, μάθαιναν να υψώνονται μυστικά στο Χριστό με τη «μονολόγιστη ευχή», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησαν με». Πρέπει να πούμε, ότι την εποχή εκείνη στο Βυζάντιο, η μοναχική πνευματικότητα ήταν επιδίωξη όλων των Χριστιανών. Από τον αυτοκράτορα, ως τον τελευταίο πολίτη γινόταν η ίδια άσκηση για την αδιάλειπτη νοερά προσευχή και την ψυχική καθαρότητα, παράλληλα με τις καθημερινές ευθύνες και εργασίες τους. Ανάμεσα στα πέντε αυτά αγγελικά παιδιά,ξεχωρίζει το μεγαλύτερο, ο Γρηγόριος.
Την ευλογημένη όμως αύτη οικογένεια, πολύ νωρίς επισκέφθηκε η δοκιμασία. Και ήταν μόλις 7 ετών ο Γρηγόριος όταν τον άγιο και θαυματουργό πατέρα του, κάλεσε ο Κύριος στους Ουρανούς. Αξίζει να αναφερθούμε σ' αυτό τον όσιο αποχωρισμό. Λίγο πριν από το τέλος φόρεσε το «Αγγελικό σχήμα», αφού και σαν άγιος Μοναχός είχε ζήσει ως τώρα.
Η Καλλονή, πλησιάζει με σεβασμό και του ζητά πριν φύγει για τον Ουρανό, να αναθέσει τηνπροστασία των ανηλίκων παιδιών τους στον αυτοκράτορα, που τόσο τους αγαπά και εκτιμά. Ποιά όμως ήταν η απάντηση; Όχι μόνο αρνείται, άλλα και ελέγχει την ευσεβή και φιλόστοργη Μητέρα.
Έγω, όχι σε επίγειους Βασιλείς άλλα στην ίδια την Βασίλισσα των πάντων και του Ουρανίου Βασιλέως Μητέρα, αναθέτω τα δικά μου παιδιά! Και ατένισε την εικόνα της Θεομήτορος. Δεν διαψεύστηκε. Των Ουρανών η Βασίλισσα ανέλαβε την προστασία τους. Η ίδια ανέθεσε και στονΒασιλέα τη μέριμνά τους. Και ήταν για τα άγια αυτά παιδιά, πάντα άνοιχτα τα βασιλικά ανάκτορα. Ένω η νεαρή Μητέρα τους, παρ' όλο το φλογερό πόθο να γίνει Μοναχή έμεινε να συνεχίσει με επιμέλεια τη Χριστιανική τους διαπαιδαγώγηση,
β) Η μόρφωση.
Τον έπιασε από το χέρι η Πάναγνη Μητέρα του Θεού.
Έτσι, ο 7χρονος Γρηγόριος, μπαίνει τώρα στο χώρο της μαθήσεως, σε άμεση πάντα επικοινωνία με τη γλυκύτατη Μητέρα του Χρίστου. Σαν μικρό μαθητή, τον δυσκόλευε η απομνημόνευση.Αγωνιζόταν χωρίς αποτέλεσμα. Και ποιά λύση βρήκε; Έβαλε όρο στον εαυτό του, να μην ανοίξει βιβλίο, πριν κάνει μπροστά στην Εικόνα της Παναγίας τρεις βαθειές μετάνοιες, συνοδευόμενες με ευλαβική παράκληση να τον βοηθήσει. Και το θαύμα άκολουθουσε. Τίποτε από αυτή την αδυναμίαδεν τον συνόδευσε στη συνέχεια των σπουδών του. Αντίθετα. Ευφυής και οξύς νους τον διέκρινε πάντα.
Ο Ανδρόνικος Β', φίλος των Γραμμάτων και της Επιστήμης, μορφώνει τον Γρηγόριο και τα αδέλφια του, μαζί με τα δικά του παιδιά στα ανάκτορα. Τα φροντίζει σαν Πατέρας. Ιδιαίτερα, γιαδάσκαλο της Θεολογίας, τους φέρνει τον φημισμένο Αγιορείτη π. Θεόληπτο, που έγινε και Μητροπολίτης Φιλαδέλφειας. Κοντά του ο Γρηγόριος μαθητεύει στην πιο βαθειά θεολογική σκέψη και διδάσκεται τα μυστικά της αληθινής Γνώσεως του Θεού, που είναι η τήρηση των αγίων Εντολών Του και η μυστική ένωση αγάπης μαζί Του με την αδιάλειπτη προσευχή.
Έτσι, είναι έτοιμος πολύ νωρίς να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Πόλεως με άριστηεπιτυχία, εκπλήσσοντας καθηγητές και κορυφαίους της σκέψης! Σε ηλικία 17 ετών έχει σπουδάσειΓραμματική, Ρητορική, Λογική και αρχαίους κλασσικούς, με ιδιαίτερη επίδοση στον Αριστοτέλη. Σε τελικές εξετάσεις των σπουδών του, στην αίθουσα των ανακτόρων, μπροστά στον Αυτοκράτορα, τον Μέγα Λογοθέτη (Υπουργό) και Πρύτανη του Πανεπιστημίου, Θεόδωρο Μετοχίτη, διάσημο για τη σοφία του, και άλλους επιστήμονες, αναπτύσσει το θέμα: «Λογική του Αριστοτέλη»! Με τέτοια δεξιοτεχνία και πληρότητα, που ο πρύτανης αυθόρμητα ξέσπασε στον έπαινο:  Και ο ίδιος ο Αριστοτέλης αν ήταν παρών και τον άκουγε, θα τον έπαινουσε όχι λίγο, καθώς έγω νομίζω!...
γ) Η μεγάλη απόφαση.
Βλέποντας ο αυτοκράτορας την ευφυία και την μόρφωση του νεαρού Γρηγορίου με χαρά τονπροορίζει για μεγάλα αξιώματα στην αυτοκρατορία. Αλλά... ο εκλεκτός νέος με τα πλούσιαχαρίσματα και την ένθεη σκέψη, άλλα οραματίζεται. Ζωή υψηλότερη. Είχε έλθει γι' αυτόν η ώρα, μιας άλλης τελειότατης Εκπαίδευσης, για την τελειότατη άσκησή του, στα όπλα του Πνεύματος! Πλησίαζε ο καιρός, που η Θεία Πρόνοια τον ήθελε πανέτοιμο Πρόμαχο της Όρθοδοξιας. Και ποιός ο χώρος κατάρτισης, ενός τέτοιου πολέμαρχου; Επιλέγει, την ήσυχαστικη Μοναστική Πολιτεία. Τις ακμαίες τότε και ιερές του Βυζαντίου μονές, με πνευματικό προπύργιο το Άγιον Όρος. Εκεί αισθάνεται να τον καλεί ο Θεός. Σ' αυτούς τους Παράδεισους της Αγγελικής Πολιτείας... Στα φυτώρια των Αγίων αναζήτα η νεανική του ψυχή, τον τρόπο του αγώνα για την τελειότητα.
Και ο Γρηγόριος είναι έτοιμος να τα απαρνηθεί όλα. Αξιώματα και αυτοκρατορικούς προγραμματισμούς για το επίδοξο μέλλον του. Μέσα του κάτι έντονό του δίνει το μήνυμα ότι ήλθε η ώρα. Εκείνο που τουξεσηκώνει την καρδιά δεν είναι από τη γη. Έρχεται κατευθείαν από τον Ουρανό.
Μιλάει σεμνά και αποφασιστικά στον Αυτοκράτορα, που τον κάλεσε σε συζήτηση. Εξηγεί... Ο ευσεβής Βασιλιάς, σέβεται την ιερή του απόφαση κι ας χάνει τον ύπεροχωτερο συνεργάτη του θρόνου. Σαν πατέρας, του δίνει την ευχή του!

δ) Ο Γρηγόριος στο δρόμο της άσκησης
Μεγάλη ώρα για την οικογένεια του Γρηγορίου. Συγκινητικό, το τελευταίο οικογενειακό τραπέζι! Ο πατέρας στην ουράνια πολιτεία των Αγγέλων. Η Μητέρα Καλλονή καθώς το επιθυμούσε πάντα πορεύεται με τις δυό αδελφές του, για να φορέσουν με αγαλλίαση το «Αγγελικό Σχήμα» στην Ιερά Μονή του «Σωτήρα Χριστου» της Πόλεως. Ο Γρηγόριος, με τους δυό αδελφούς του, Μακάριο και Θεοδόσιο παίρνουν τον δρόμο για το «περιβόλι της Παναγίας», το Άγιον Όρος, νοσταλγοί της Αγγελικής Πολιτείας!
Με την αδιάλειπτη προσευχή και την άσκηση, συνεχώς προβιβάζονται στην αγάπη, τη γνώση, τη σοφία του Θεού! Ανάλογα με το βαθμό της πνευματικής καθαρότητας, στην καρδιά και στο νου, γίνονται δέκτες Ουράνιων δωρεών! Τους πλημμυρίζει το ουράνιο άκτιστο φως! Μεταμορφώνονται σε νέο άνθρωπο, και προχωρούν προς την Θέωση!
Κάτω από την προστασία και την καθοδήγηση της Θεοτόκου, πορεύεται στους καταλληλότερους τόπους ήσυχασμου. Στη Μεγίστη Λαύρα και τη Μονή Βατοπαιδίοο του Άθω, τα έρημητηρια του Αγ. Όρους και τη σκήτη της Βέροιας. Στην υπακοή αγίων Ασκητών, ασκείται αυστηρά στη νηστεία, την ησυχία και τη «νοερά προσευχή». Επαναλαμβάνει διαρκώς τη δέηση «φώτισόν μου το σκότος».
Με απαίτηση των συνασκητών του, χειροτονείται ιερεύς, γίνεται για λί­γο ηγούμενος. Ολοκληρώνει τη θεολογική, δογματική και ήσυχαστική του ανύψωση, ώσπου να δεϊ τη δόξα του Θεού!
Πιστεύει, ότι η Όρθοδοξη Θεολογία και μάλιστα η «μυστική» συνδέεται αναπόσπαστα με τις άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Γι' αυτό, προσπαθεί να διατηρεί, νου και καρδιά, λογισμούς και αισθήσεις σε καθαρότητα, ώστε, η Θεολογική του διδασκαλία να είναι εσωτερική με την καρδιά και τον νου, ξεχύλισμα «ύδατος ζώντος» από τη βαθύτερη προσωπική του βίωση και γνώση του λόγου του Θεού. Έτσι, έγινε η μεγαλύτερη θεολογική προσωπικότητα της Β' Χιλιετίας και άναθεμελιωτής του Όρθοδοξου Ήσυχασμου. Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης 1347 -  1359. Μα, προ πάντων ήταν «Άγιος»!

2) Ο μεγάλος κίνδυνος από τη Δύση
Είχε γίνει μαχητής και νικητής ο Γρηγόριος στον «Αόρατο Πόλεμο». Τώρα, έχει έρθει η ώρα να αγωνιστεί και να μονομαχήσει με ορατούς εχθρούς.
α) Η Βυζαντινή αυτοκρατορία βρίσκεται ήδη σε εποχή απελπιστικά κρίσιμη. Συνεχώς περισφίγεται Ανατολή και Δύση από εχθρούς αδυσώπητους. Χάνει εδάφη. Συρρικνώνεται. Κινδυνεύει θανάσιμα. Παράλληλα, η παπική μανία άφινιαζει να καθυποτάξει την Ορθοδοξία. Τα αρνητικά στοιχεία της «Αναγέννησης» στην Ευρώπη καταφθάνουν, (άθεϊστικες τάσεις, έκκοσμικευση, προτεσταντισμός). Επιτακτική η ανάγκη παρουσίας δυνατών Μορφών της Όρθοδοξιας και την κατέστησε «Κιβωτό Σωτηρίας» για το έθνος. Ήταν έτοιμος. Και το μήνυμα δεν άργησε να φθάσει, ως τη «Σκήτη» της ίσαγγελης ζωής του, στον Άθω.
β) Ο Βαρλαάμ. "Ένας παράδοξος «καλόγερος» έφτασε λέει από την Ιταλία. Μιλάει θαυμάσια τα «Ελληνικά» και τα «Λατινικά»! Ο λόγος του γοητεύει και πείθει. Φαίνεται πολύ μορφωμένος, το ότι κατέχει τη φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων κλασσικών (Πλάτωνα, Αριστοτέλη) και λένε, πως είναι "Ελληνικής καταγωγής από την Κάτω Ιταλία, την Καλαβρία. Ότι ήρθε να γνωρίσει τη γη των προγόνων του, που έζησαν οι μεγάλοι σοφοί που θαυμάζει. Άλλοι, όμως ισχυρίζονται πως είναι Λατίνος, Ουνίτης και ντύθηκε παραπλανητικά σαν Όρθοδοξος Μοναχός.
Κατέφθασε πρώτα στη Θεσσαλονίκη, κέντρο Γραμμάτων και Λογίων κατά τον ΙΔ' αιώνα. Μέσα σε 4 χρόνια κατορθώνει με τη ρητορική του ικανότητα, τον ελκυστικό και εύστροφο λόγο του να συγκεντρώσει μαθητές, να δημιουργήσει φιλία και σχέσεις με τους περισσότερο μορφωμένους και να αποκτήσει φήμη εξαιρετικά μορφωμένου Όρθοδοξου Μοναχού. "Έτσι χωρίς να αφήνει καμμιά υποψία, και με τη φήμη να τον συνοδεύει πέρασε στην Κωνσταντινούπολη. Κάποιοι όμως το σημείωσαν. Ποτέ δεν έλαβε μέρος σε θεία Λειτουργία.
Ωστόσο στη Βασιλεύουσα έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Γ' τον δέχεται στο παλάτι. Στο Πανεπιστήμιο του παραχωρούν «έδρα». Καθώς όμως λίγολιγο στερεώνει την υπόληψή του και κερδίζει θαυμαστές στους ανώτερους κύκλους, η διδασκαλία του άποκτα ύφος αλαζονικό. Ο λόγος του γίνεται δεικτικός και ύποπτος. Κατηγορεί με θράσος την «παιδεία» και τον πο­λι­τι­σμό του Βυζαντίου. Προσβάλλει τους Βυζαντινούς ως απαίδευτους, βουτηγμένους στις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες. Το βρίσκει αναγκαίο να ανοίξουν δρόμο στη Δύση. Να πάρουν από το δικό τους φως!
Οι μορφωμένο; Βυζαντινοί δικαιολογημένα αντιδρούν. Τον αντικρούουν αποστομωτικά σε δημόσιο διάλογο στον Ιππόδρομο μπροστά σε πλήθη κόσμου. Οι περισσότεροί της ανώτερης τάξης.
Ο Βαρλαάμ, τα χρειάζεται και αναγκάζεται να γυρίσει σελίδα. Ξέρει να παίζει καλά το παιχνίδι του. Τώρα, κατηγορεί δήθεν τον πάπα και υπερασπίζεται την "Ορθοδοξία! Γράφει «κατά Λατίνων»... ένω ταξιδεύει μυστικά στη Γαλλία και έρχεται σε συνεννόηση με τον πάπα, βεβαιώνοντας τον, για την «Ένωση» αν στείλει πολεμική βοήθεια στον αυτοκράτορα. Ο πάπας όμως άπαντα: «πρώτα η ένωση και μετά η βοήθεια»!
Και ο Καλαβρός, συνεχίζει με τέχνη το διαβρωτικό του 2ργο. Είναι φανερό, δσο κι αν γίνεται βπουλα, υπερμαχεί για την υποταγή της Όρθοδοξης Ανατολής, στο κράτος του Πάπα. Θρασύς και υπεροπτικός, άλλα συγχρόνως σε πολλούς ελκυστικός, προχωρεί μεθοδικά. Προσπαθεί να υποσκάψει τα θεμέλια του Βυζαντίου, την "Ορθόδοξη Πίστη και ζωή του. Να διχάσει το λαό του Θεού. Να υποβαθμίσει το Όρθοδοξο ήθος. Να ανοίξει πόρτα στις άντορθοδοξες ιδέες της Δύσης.
Τα πυρακτωμένα βέλη του τα στρέφει προς δυό κατευθύνσεις: το όρθοδοξο δόγμα και την καρδιά της Όρθοδοξης Χριστιανικής βίωσης, τον Όρθοδοξο Μοναχισμό, μάλιστα τον «Ήσυχασμο»! Τήν κορυφαία έκφραση της Όρθοδοξης πνευματικότητας.
Ποιός θα αντιμετωπίσει τις αιρετικές θέσεις και σοφιστείες του Βαρλαάμ;
Τον Γρηγόριο κρίνουν καταλληλότερο, όλοι οι εξέχοντες Βυζαντινοί και οι "Αγιορείτες Πατέρες. Έτσι και έγινε. Μεγάλος θεολογικός αγώνας άρχισε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.

3) «Ησυχαστικη Έριδα» του ΙΔ'αιωνα.
Χωρίζεται σε δυό περιόδους.
Στην Α' περίοδο (15 χρόνια 1326-1341)
Ο Θεολογικός αγώνας διακρίνεται σε τρεις φάσεις,
α) Στην Α' φάση
ο Βαρλαάμ προσπαθεί να πείσει ότι οι δογματικές διαφορές μεταξύ των δυό Εκκλησιών είναι χωρίς σημασία. Και δεν άποτελουν εμπόδιο για την «ένωσή» τους. Π.χ. Ότι το Πνεύμα το "Άγιο εκπορεύεται «και εκ του Υίου» (filioque). Ο Κύριος όμως το είπε καθαρά: Θα σας στείλω το Πνεύμα το "Άγιον, που είναι η Αλήθεια.», «ο εκ του Πατρός εκπορεύεται» (Ιω. ιε' 26). Ο Γρηγόριος, με το λόγο του «Περί έκπορεοσεώς του Αγίου Πνεύματος» εξηγεί και αναιρεί, την σοβαρή αιρετική θέση που τοποθετεί δυό Θεούς, τον Πατέρα και τον Υιό.
β) Β'φαση
Τώρα ο Βαρλαάμ υποστηρίζει ότι η Γνώση του Θεού είναι αδύνατη στον άνθρωπο, δσο η ψυχή ζει μέσα στο σώμα. Ο Θεός σαν «άκτιστη» ουσία (αυθύπαρκτη) μένει άγνωστος και ακατάληπτος από τον άνθρωπο, που είναι κτίσμα Του (φύση κτιστή). Ο Θεοφόρος Παλαμάς όμως με βάση την Όρθοδοξη Θεολογία (στηριγμένη στην Αγία Γραφή) θα πει ότι: Ναι σαν άκτιστη, είναι και ακατάληπτη η ουσία του Θεού (η Θεότητα). Γνωρίζουμε, όμως τον Θεό από τις «ενέργειές» Του (τις ιδιότητες), που ενώ είναι και αυτές «άκτιστες» γίνονται αντιληπτές από το «κτιστό» πλάσμα Του, τον άνθρωπο. (Η αγάπη, η Σοφία, η Δικαιοσύνη, η Βασιλεία Του, η Θεία Χάρη, το άκτιστο φως Του). Και όχι μόνο. Αλλά με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, οι άκτιστες Θείες ενέργειες, ενώνονται με την ψυχή του κτιστού ανθρώπου. "Έτσι γινόμαστε «θείας κοινωνοί φύσεως»! Δοχεία του Αγίου Πνεύματος! Δεχόμαστε και ακτινοβολούμε το Θείο φως! Πάντοτε όμως με την τήρηση των Αγίων Εντολών του Θεού, της ψυχής την καθαρότητα και τη φλόγα της αγάπης για το Χριστό.
Ο Βαρλαάμ υποστηρίζει ακόμα, ότι δεν αρκεί η Πίστη για να ρυθμίσει τη σχέση του άνθρωπου με το Θεό. Ρίχνει το βάρος στην απαραίτητη ανθρώπινη γνώση και μόρφωση. Διακηρύττει ότι ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και οι άλλοι κλασσικοί λύνουν φιλοσοφικά το θέμα του Θεού και της Θρησκείας. Ότι η γνώση των κτισμάτων οδηγεί στηγνώση του Θεού. Ο "Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς με βάση τους μεγάλους Πατέρες της Όρθοδοξιας άπαντα αντιρρητικά με τρόπο αναντίρρητο.
Η Ελληνική κλασσική παιδεία καλλιεργεί τον ανθρώπινο νου. Δεν παύει όμως, να είναι ανθρώπινη, ανεπαρκής και «καταργούμενη». Ποτέ δεν θα οδηγήσει, μόνη της τον άνθρωπο στον τελικό του προορισμό. Στο «κάθ' ομοίωσιν». Αντίθετα, μπορεί και να γίνει άφανιστική της κατά Θεόν ζωής.
Τα θαυμάσια της Δημιουργίας και κατά την "Ορθόδοξη διδασκαλία αποτελούν μία φυσική αποκάλυψη και γνώση του Θεού. 'Αλλα σχετική! Όχι ολοκληρωμένη. Η ψυχή, όμως πλημμυρισμένη θαυμασμό και αγάπη στον Κτίστη, αισθάνεται την ανάγκη ν' ανέβει πιο ψηλά, πιο κοντά Του. Να ενωθεί μυστικά μαζί Του. Να τον γνωρίσει προσωπικά. Αυτό είναι έργο της Θείας Χάρης μέσα στην καρδιά, εκείνον που την ετοιμάζει.

γ ) Γ'φαση
Στη φάση αύτη των αγώνων του Βαρλαάμ, έχουμε την επίθεσή του, κατά της εκλεκτής παράταξης της Εκκλησίας μας, τον Όρθοδοξο Μοναχισμό. Ιδιαίτερά της τάξης των «Ησυχαστών» και του τρόπου της άσκησής τους, για ένωση με τον Θεό. Χωρίς καμμία εμπειρία, εμπαίζει και ειρωνεύεται την κορυφαία αυτή έκφραση της Όρθοδοξης πνευματικότητας, που ο ήσυχαστης προσπαθεί να βιώσει. Τα θεωρεί γελοία και δαιμονικά τα δσα άκουγε για συμμετοχή του άνθρωπου στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, για«άκτιστο φως», «θεία μέθεξη», «θεία ένωση» και «θέωση». Χλευάζει τον τρόπο ήσυχαστικης περισυλλογής και αδιάλειπτης προσευχής με την επίκληση «Κύριε Ιησού Χριστέ έλεησον με»
Το θέμα είναι σοβαρό. Ο Βαρλαάμ έχει το λόγο του κι ας μην τον αφήνει να φανεί. Προσπαθεί, δυσφημίζοντας και γελοιοποιώντας τη Μοναστική Πολιτεία να υποσκάψει τα θεμέλια της Όρθοδοξιας. Να καταρρίψει το προπύργιο των Πνευματικών της αγώνων που απέδωσε τους δυναμικώτερους «θεηγόρους οπλίτες παρατάξεως Κυρίου». Χωρίς αυτούς, οι σκοποί της Δύσεως διευκολύνονται.
Τότε, ο Θεηγόρος Γρηγόριος έγραψε διαδοχικά, τα μνημειώδη εννέα «Βιβλία» του, «Περί των ίερως Ήσυχαζοντων», χωρισμένα σε Τρεις Τριάδες. Δίνει τις ορθές απαντήσεις, εκεί που κάθε φορά, οι κακοδοξίες του Βαρλαάμ στρεβλώνουν την Αλήθεια. Στηρίζει Αγιογραφικά και Άγιοπατερικα τις Όρθοδοξες Θέσεις. Και από τις προσωπικές εμπειρίες των ήσυχαστικών του αγώνων, αποκαλύπτει το μεγαλείο της «μυστικής εν Χριστώ ζωής», μέσα στην άκτιστη Χάρη που είναι ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Μιλάει για τη μέθεξη του άκτιστου φωτός που χαρίζεται στους καθαρούς τη καρδία. Και εξηγεί, ότι το φως αυτό πλημμυρά τα σύμπαντα, αφού ο Θεός, είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Άπο την καθαρότητα των ματιών της ψυχής, που έχει διώξει τα πάθη και ζει μέσα στην αδιάλειπτη προσευχή και τη θεία αγάπη, εξαρτάται να το αντιληφθούμε. Μιλάει για τη «Θέωση»! Το «επιστέγασμα της ανθρώπινης τελειώσεως»! Που η φύση της ανθρώπινης ψυχής μεταμορφώνεται μέσα στην άκτιστη Χάρη του Άγιου Πνεύματος! Έκλαμπρυνεται και ακτινοβολεί τη Δόξα του Θεού όπως ένας καθαρός καθρέπτης δέχεται και ανακλά τις ακτίνες του ήλιου. Η Θέωση, αποτελεί τον τελικό σκοπό της σωτηρίας μας από τον Κύριο. Και το γλυκύτερο δράμα της Όρθοδοξης Πνευματικότητας και του Όρθοδοξου Μοναχισμού.
Ο Βαρλαάμ, μένει άναυδος. Πάρ' όλη τη φιλοσοφική μόρφωσή του, σε τέτοιο ύφος ποτέ δεν ανέβηκε η σκέψη του! Άλλο η φιλοσοφία και άλλο η ανθρώπινη γνώση. Άλλο η θεολογία. Δηλαδή, η θεωρία και ο λόγος περί θεού και θρησκείας. Και άλλο η θεοβίωση της θεολογίας. Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει, ότι αν ο λόγος του Θεού, ο ίδιος ο Κύριος, δεν «ενοικήσει» (κατοικήσει) μέσα στην καρδιά, του πνευματικού αγωνιστή και αν Εκείνος δε ρυθμίσει και απορροφήσει ολόκληρη την εσωτερική και εξωτερική του ζωή, δεν είναι δυνατόν να οδηγηθεί στην αληθινή γνώση. Ούτε στην αληθινή και ορθόδοξη θεολογία του Απροσίτου Θεού! Γιατί, μόνο στον Χριστό, τον Υίο και Λόγο του Θεού, βρίσκονται κρυμμένοι «όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως» (Κολ. β' 3). Εκείνος είναι το φως, που ξανοίγει τον «γνόφο» (την πυκνή ομίχλη της «αγνωσίας του θεού»). Φέρνει την τελείως καθαρή ψυχή, που αδιαλείπτως προσεύχεται στην δράση της Δόξας του Θεού! Καθώς και τον Θεόπτη Μωύσή στην Π.Διαθήκη. Καθώς και τους τρεις Μαθητές στο δρος της Μεταμορφώσεώς Του. Έτσι η ψυχή γίνεται έτοιμη να δει τον Κύριο και «πρόσωπο προς Πρόσωπο» στη Βασιλεία Του.
Πόση απόσταση ανάμεσα στο Λατινόφρονα Αιρετικό και στον Θεόφρονα Όρθοδοξο ήσυχαστη! ΟΒαρλαάμ το είχε αντιληφθεί. Ήταν νικημένος . Η τελευταία σύνοδος 1341 για το θέμα της «Ήσυχαστικης Έριδας», επικύρωσε τις απόψεις του Γρηγορίου Παλαμά. Ο Βαρλαάμ, αποσύρθηκε ταπεινωμένος, πάλι στην Ιταλία, Οι προσπάθειές του για την ένωση των Εκκλησιών, είχαν αποτύχει. Ο πάπας τον τοποθέτησε Επίσκοπο Ίερακος. Έτσι τελείωσε η Γ' περίοδος της «Ήσυχαστικης Έριδας», και αρχίζει η Β'περιοδος (1341-1347)
Και βέβαια, η ήττα του αιρετικού Βαρλαάμ ήταν και ήττα του αρχιαιρεσιάρχη διαβόλου, που και συνέχισε τον πολεμά κατά του Αγίου του Θεού και της Εκκλησίας Του. Με όργανα του υποστηρικτές του Βαρλαάμ (Γρηγ. Ακίνδυνο, Νικηφ. Γρήγορα, κ.α.) καθώς και πολιτικούς παράγοντες, επιχειρεί την εξόντωση του Υπέρμαχου της Όρθοδοξιας. Ο Άγιος όμως Μαχητής του Χρίστου, που έχει γίνει ήδη με απαίτηση του λαού Αρχιεπίσκοπος Θες/νίκης, δεν ύποστελλεί της 'Ορθοδοξιας τη Σημαία. Ο Κύριος έχει ενημερώσει τους Αγωνιστές της Αλήθειας του Ευαγγελίου Του : «Ει έμε έδιωξαν και υμάς διώξουσιν». Μέσα σε όλα αυτά, έξαγιαζεται, δραστηριοποιείται ιεραποστολικά όπου βρεθεί και συνεχίζει το αντιαιρετικό συγγραφικό του έργο. Άλλα, ποιά η σημασία όλων αυτών των αγώνων;
Ο Άγιος Πατριάρχης Κων/πόλεως Φιλόθεος εγκωμιάζει τη ζωή και το έργο του, που από πολύ κοντά έγνωριζε.
Θεωρεί την «ήσυχαστικη έριδα» αφορμή να επανεμφανιστεί στην Ορθοδοξία μία νεώτερη μορφή Θεοφόρου Πατρός, εφάμιλλη των παλαιοτέρων Γρηγορίου του Θεολόγου, Μ.Βασιλείου, Μ.'Αθανασιου κ.α.
Να πλουτιστεί η Άγιοπατερικη γραμματεία με τα μνημειώδη συγγράματα του Αγ. Γρηγορίου Παλαμά. Και να έλθουν έτσι, πάλι στο παρασκήνιο οι θησαυροί της Άγιοπατερικης Θεολογίας. Την παραμονή του, στις εξορίες και αιχμαλωσίες θεωρεί παραχώρηση της Θείας Πρόνοιας για να μεταδώσει το Ευαγγελικό Πνεύμα και στους «βαρβαρωτάτους των βαρβάρων». Τέλος, χάρη στον Παλαμά, κατανικήθηκε και πάλι η Δυτική απειλή και οι αιρέσεις της.

4) Ήλθε η ώρα να τον καλέσει ο Κύριος
Μα, πεθαίνουν οι Άγιοι; Πως πεθαίνουν; Από το γεφυράκι που συνηθίστηκε να λέγεται «Θάνατος» περνούν στην Αιωνιότητα. Από το σταυρό της δοκιμασίας, στην Ανάσταση της Δόξας του Θεού! Και μέσα στη βαρύτητα της ασθενείας του, τον έθαυμαστωνε η Χάρη του Θεού! Να διδάσκει και να ιερουργεί. Να καταρτίζει και να αγιάζει το ποίμνιό του, που τόσο αγαπούσε και είχε την αγάπη του. Προείπε πριν πολλές μέρες την έκδημια τον. Και συνεχίζει ο Άγιος Φιλόθεος: Καθώς η ψυχή πέταξε, η παντουργός Χάρη του Πνεύματος, περιέλαμψε με υπερφυσικό φως το δωμάτιο! Το πρόσωπό του, επήρε θεία λάμψη! Αλλά και το μνήμα του έγινε «κοινόν ιατρείον» για φίλους και εχθρούς του!.,
Η Μνήμη του, εορτάζεται την Β' Κυριακή των Νηστειών, σαν συνέχεια των θριάμβων της Κυριακής της Ορθοδοξιας.

 Από το Περιοδικό "Προς τη ΝΙΚΗ"

B. N. Τατάκη Ο Βυζαντινός Μυστικισμός ( Κυριώτερα Ρεύματα )






Γρηγόριος Παλαμάς

Δεν είναι δυνατό να σταματήσωμε σε όλους τους σημαντικούς αντιπροσώπους του Βυζαντινού μυστικισμού, τους μετά τον Συμεώνα, στο φλογερό λόγου χάρη μυστικό Νικήτα το Σταθάτο, το μαθητή του Συμεώνος (σημαντικά μυστικά έργα του είναι ανέκδοτα) ή τον Κάλλιστον τον Καταφυγιώτην (12ος αιώνας). Τον Κάλλιστον απασχόλησε αποκλειστικά το θέμα της θεώσεως, που το παρουσίασε με σπάνια διαλεκτική λεπτότητα. (Ελληνική Πατρολογία (Migne) τόμος 147, 833-941). Οι σελίδες του ανήκουν στις εκλεκτότερες της Βυζαντινής φιλοσοφίας.

Θα κλείσωμε το λόγο μας για το μυστικισμό του Βυζαντίου με την τελευταία μεγάλη κίνησή του τον ησυχασμό (14ος αιώνας), στα σπουδαιότερα σημεία του οποίου θα σταματήσωμε σύντομα.

Πρέπει πρώτα να υπενθυμίσω ότι, ενώ ως τον 11ον αιώνα η Μικρά Ασία παίζει πρωτεύοντα ρόλο και στην πνευματική ζωή του Βυζαντίου, αυτή αναδεικνύει τα περισσότερα στελέχη, στους τρεις τελευταίους αιώνες ο ρόλος αυτός περιέρχεται στο ευρωπαϊκό τμήμα της, Αυτοκρατορίας. Η Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος αναδεικνύονται τώρα τα σπουδαιότερα, μαζί με τη Βασιλεύουσα, κέντρα της πνευματικής ζωής.

Κατά τα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα ο μοναχός Γρηγόριος Σιναΐτης εισήγαγε στο Άγιον Όρος τήν Ησυχίαν, τον ανώτερο δηλαδή βαθμό της μοναστικής ζωής. Εδώ τώρα στο Άγιο Όρος η Ησυχία αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε στο ζωηρό μυστικό κίνημα του ησυχασμού. Την αφορμή στη μεγάλη έριδα που άναψε γύρω από τον ησυχασμό, που συνετάραξε την Ορθοδοξία πάνω από εκατό χρόνια και έληξε με τη νίκη του ησυχασμού και την αποδοχή του από την επίσημη Εκκλησία, την έδωσεν ένας Έλληνας μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός (από την Καλαβρία της Ιταλίας, 1290-1348). Θα. δούμε αμέσως πώς έγιναν τα πράγματα.

Οι ησυχασταί του Αγίου Όρους είχαν καταλήξει ,να πιστεύουν ότι ωρισμένη στάση του σώματος κατά. την ώρα της προσευχής, βοηθούσε πολύτιμα να φτάσουν στην εκστατική αγάπη, που με τρόπο άμεσο και όχι προοδευτικό, τους έφερνε στην ποθητή ένωση με το Θεό. Έπρεπε να προσηλώνουν την προσοχή τους προς τη θέση της καρδιάς. Η ένωση με .το Θεό, έλεγαν, γίνεται όταν το πνευμα επιτύχη να προσελκύση το νου στο βάθος της καρδιάς, τον στραγγαλίση, του απαγορέψη τη συνήθη κίνησή του προς τα εξωτερικά αντικείμενα και από την Βαβυλώνα τον επαναφέρη στη Σιών. Μόνο η ενέργεια της καρδιάς οδηγεί στην καθαρή αλήθεια,. γιατί είναι ενέργεια απλή και καθαρή, χωρίς καμμιά μορφή,δώρο της θείας χάριτος. Η κίνηση για το μυστικό έρωτα προς το Θεό, αντιδιανοητική ευθύς από την αρχή, τονίζει τώρα όλο και περισσότερο το ρόλο της καρδιάς, του αισθήματος. Όλο και περισσότετο ευρύνεται η περιοχή που άνοιξεν η ευαγγελική εντολή για την αγάπη, και πάει να αγκαλιάση όλη τη ζωή του ανθρώπου. Και, όπως ήταν φυσικό, οι καλύτεροι αποδέκτες του ευαγγελικού κηρύγματος στάθηκαν οι μυστικοί.

Αδιάκοπα αντιπαραθέτουν. οι ησυχαστές στο λόγο, τον νουν και την καρδιά. Όταν η καρδιά στραγγαλίση το νου, εξασφαλίζει τη γνώση των αρχών και την ορθή εκτέλεση των θείων εντολών. Είναι η γλώσσα που πολύ αργότερα θα μιλήση πολύ καθαρά ο μεγάλος Πασκάλ, αλλά και ο Ρουσσώ. Και οι δυο τους δίνουν τα πρωτεία στη γλώσσα της καρδιάς, στη λογική, όπως λένε, της καρδιάς, όχι του λόγου. Με την επιμονή σ' αυτό το είδος της θεωρίας και της προσευχής οι μοναχοί του Αγίου Όρους έλεγαν ότι έφταναν να βλέπουν γύρω τοιυς ένα δυνατό φως, που τους πλημμύριζε με άρρητη χαρά. Και πρόσθεταν ότι το φως αυτό ήταν το ίδιο το άκτιστο φως του Θεού, ξεχωριστό από την ουσία του Θεού. Είχε όμως την ίδια φύση με το φως που εθάμπωσε τα μάτια των Αποστόλων στο Όρος Θαβώρ κατά τη μεταμόρφωση του Σωτήρος.

Αυτά είναι που εξένισαν τον Βαρλαάμ. Είχε έλθει από την Καλαβρία στην Κωνσταντινούπολη για να μελετήση τον Αριστοτέλη στο πρωτότυπο. Στη Δύση είχε από καιρό επιβληθή ο Αριστοτέλης. Τον εγνώρισαν κυρίως από τους Άραβες σε μεταφράσεις, αλλά και από έργα Βυζαντινών. Σημειώνομε ιδιαίτερα «την πηγήν της γνώσεως» του Δαμασκηνού, που ως την εποχή τούτη είχε μεταφρασθή τέσσερις φορές στα Λατινικά και άσκησε εξαιρετική επίδραση στον Άγιο Θωμά τον Ακινάτο. Είχε κιόλας ασκήσει ο Αριστοτέλης μοναδική επίδραση στη σκέψη των Δυτικών, που από τον 11ο αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται φιλοσοφικά και να παρουσιάζη μια πρώτη άνθηση. Η επίδραση αυτή έφτασε στο κατακόρυφό της με τον περίφημο Θωμά τον Ακινάτο. Ο Ακινάτος είδε στον Ατριστοτέλη τον μόνο μεγάλο φιλόσοφο με τα μεθοδικά όπλα εκείνου συνέταξε τη δική του φιλοσοφία, τη μόνη αληθινή και γι' αυτό, όπως είπε, και μόνη χριστιανική. Ειναι η φιλοσοφία την οποία και σήμερα αποδέχεται η Καθολική Εκκλησία ως επίσημη χριστιανική φιλοσοφία. Η κίνηση αυτή για τον Αριστοτέλη εξύπνησε, όπως ήταν φυσικό, το ενδιαφέρον των Δυτικών για τα πρωτότυπα αριστοτελικά κείμενα και για τη σπουδή της Ελληνικής, αυτή έφερε και τον Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη. Ενδιαφέρουσα και περίεργη μορφή ο Βαρλαάμ. Μελέτησε τον Ευκλείδη και έγραψε αριθμητική σε εξ βιβλία. Μελέτησε και έγραψε ενδιαφέρον έργο για τους Στωϊκούς. Επηρμένος από τη σοφία του και έχοντας υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του δημιούργησε μεγάλο θόρυβο στο Βυζάντιο, όπου ήθελε, φαίνεται, να προξενήση την εντύπωση ότι η σοφία των Δυτικών, τους οποίους οι Βυζαντινοί εξακολουθούσαν ακόμη να θεωρούν βαρβάρους, ήταν ανώτερη.

Η προκλητικότητα του Βαρλαάμ προκάλεσε δημόσια συζήτηση πάνω σ' αυτό το θέμα στο παλάτι, μπροστά στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον Γ' και την αυλή του, (1330). Τον Βαρλαάμ ανέλαβε να αντικρούση ένας μεγάλος Βυζαντινός σοφός ο Νικηφόρος ο Γρηγοράς. Ο διάλογός του "Φλωρέντιος", αν και όχι αντικειμενικός, δείχνει καθαρά τι επιδίωξε και τι πέτυχε στη συζήτηση εκείνη ο Γρηγοράς. Στο πρόσωπο του Βαρλαάμ θέλει να ξεσκεπάση τον σοφιστή, τον επιπόλαια διαβασμένο άνθρωπο. Αρχίζει τον έλεγχο της σοφίας του από την αστρονομία, και τον αναγκάζει, ευθύς από την αρχή να σβύση και την αστρονομία και τις συναφείς επιστήμες από τον κατάλογο των επιστημών για τις οποίες μπορεί να απαντήση σε όποιον τον ρωτά. Περήφανος ο Γρηγοράς για την μαθηματική του σοφία -ήταν κοντά στα άλλα δυνατός μαθηματικός και την εποχή εκείνη ιδιαίτερα ή αστρονομία εγνώριζε σημαντική ακμή στο Βυζάντιο- θέλει να ξεσκεπάση την αμάθεια του Βαρλαάμ και του Δυτικού κόσμου, να δείξη τον κατώτερο βαθμό της επιστήμης των πόσο η σοφία των περιοριζόταν στη φυσική και τη λογική του Αριστοτέλη και τι αξία είχε.

Ντοπιασμένος από την αποτυχία του ο Βαρλαάμ κατέφυγε στη Θεσσαλογίκη και από κει πέρασε στο Άγιο Όρος. Εκεί γνώρισε από ένα αμαθή μοναχό τη διδασκαλία της ησυχίας την οποία παραμόρφωσε και γελοιοποίησε. Ονόμασεν ομφαλοσκόπους τους ησυχαστάς και πρόβαλε δριμύς κατήγορός των για κακοδοξία. Αφού ισχυρίζονται, λέγει, ότι βλέπουν με τα σωματικά τους μάτια το θείο και άκτιστο φως, αυτό σημαίνει ότι γι' αυτούς η θεία χάρη είναι κάτι κτιστό. Καταστρέφουν λοιπόν, συμπεραίνει, θεμελιώδη δόγματα της Εκκλησίας. Η θεωρία του θείου, αντιτάσσει ο Βαρλαάμ και εδώ φαίνεται ο άκρος ορθολογισμός του, είναι επιστήμη και γνώση. Όποιος γνωρίζει τη σοφία, γνωρίζει και την αλήθεια; και όποιος γνωρίζει την αλήθεια γνωρίζει το Θεό και μένει κοντά του κατ' ανάγκην. Αφού σπουδάσης, προσθέτει, τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τότε θα φτάσης στη σύλληψη της αλήθειας. Είναι φανερό ότι για τον Βαρλαάμ η θύραθεν σοφία είναι μια κάθαρση της ψυχής, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να φτάσης στο Θεό, να ενωθής μαζί του. Αντίθετη θέση προς τη θέση των μυστικών της σχολής του Συμεών πού ακολουθούν οι ησυχαστές. Κάθε ορατό ον, λέγει ακόμη ο Βαρλαάμ, είναι κτιστό το Θαβώρειο φως έγινε ορατό από σωματικά μάτια, δεν είναι λοιπόν καθόλου άκτιστον. Είναι κτίσμα, «περιγραπτόν», και δέ διαφέρει από το φως που βλέπομε με τις αισθήσεις μας είναι κάτι κατώτερο από. το νου.

Τα επιχειρήματα του Βαρλαάμ δείχνουν καθαρά ότι η σκέψη του είναι εντελώς ξένη προς το μυστικισμό, τον αγνοεί, ή αδυνατεί να τον κατανοήση είναι μια σκέψη πολύ κοντά στα ελληνικά μέτρα και θέλει, όπως εκείνη, να στηρίζεται σε φυσικά, λογικά επιχειρήματα. Ενω ο μυστικισμός αυτό ακριβώς θέλει να ξεπεράση. Αν και Έλλην ο Βαρλαάμ, επειδή είναι κάτοχος της Λατινικής και έζησε στη Δύση, δέχτηκε την επίδραση των δυτικών σχολαστικών, ιδιαίτερα του Ακινάτου, και αυτών τις τάσεις και τα επιχειρήματα ακολουθεί. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι αντίπαλοι των ησυχαστών, εκτός από τον Γρηγορά. Έχουν όλοι δεχτή την επίδραση των λατίνων, που είχαν αρχίσει να μεταφράζωνται ελληνικά. Αρκετοί απ' αυτούς εκδηλώθηκαν και ως λατινόφρονες. Ο ίδιος ο Βαρλαάμ έγινεν αργότερα καρδινάλιος της καθολικής Εκκλησίας. Έτσι ο αγών κατα των ησυχαστών παίρνει στο βάθος μορφή αντιδικίας ανάμεσα στην Ανατολή, που τάσσεται με τον μυστικισμό, και τη Δύση που με τον Ακινάτο υποστηρίζει ότι ο λόγος είναι το μόνο όργανο για να σκεφτούμε το Θεό. Για μια φορά ακόμη το βαθύ, το ριζικό θέμα που είχε να αντιμετωπίση η Ορθοδοξία εδώ στην Ανατολή με τις λογής αιρέσεις ορθώνεται μπροστά της αλλά αυτή τη φορά έρχεται από τη Δύση, χειραγωγημένη μονοκόμματα από τον Αριστοτέλη που και ατελώς τον γνωρίζει ακόμη. Η Θεολογία, ο περί Θεού δηλαδή λόγος είναι γνώση (Ακινάτος-Βαρλαάμ), η αφήγηση θεωρίας (Συμεών); Είναι διαλογισμός ή ενόραση; Γύρω σ' αυτό το ερώτημα διεξάγεται η μάχη (βαρλααμιτών και ησυχαστών. Εκείνο που σκανδαλίζει περισσότερο τους βαρλααμίτες είναι ο ισχυρισμός των ησυχαστών ότι βλέπουν το άκτιστον φως. Αυτό το θεωρούν σαν υλοποίηση του Θεού.

Πριν περάσωμε στο Γρηγόριο Παλαμά (1296-1359/60) τον αρχηγό των ησυχαστών, για να δούμε πώς αντικρούει τον Βαρλαάμ και τους οπαδούς του, θα .πάμε στον Νικηφόρο Γρηγορά, τον κορυφαίο αντιπαλαμίτη. Αντίθετα προς όλους τους άλλους ο Γρηγοράς αντλεί τα επιχειρήματά του από τη βυζαντινή παράδοση, όχι από τη Δύση. Οξύς διαλεκτικός, δόκιμος γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, στη θεωρία των ησυχαστών, η οποία διακρίνει στο Θεό ουσία και ενέργεια, βλέπει σοβαρό κίνδυνο επιστροφής στον πολυθεϊσμό. Ο Παλαμάς, λέγει ο Γρηγοράς, ξαναφέρνει στη ζωή τις Ιδέες του Πλάτωνος, που είναι όντα μεσάζοντα ανάμεσα στο Θεό και τον αισθητό κόσμο. Ουσία και ύπαρξη, δέχεται ο Γρηγοράς ακολουθώντας την παραδομένη ορθόδοξη διδασκαλία, συμπίπτουν στο Θεό.Επειδή ο Γρηγοράς έβλεπε στον ησυχασμό μορφή πολυθεϊσμού τον πολέμησε με μεγάλη οξύτητα. Στην πάλη αυτή θυσίασε τα πάντα, αυτοκρατορική εύνοια, αξιώματα και τιμές, και προτίμησε τη φυλακή. Στή φυλακή πέθανε. Κι' όταν μαθεύτηκεν ο θάνατός του ξέσπασεν ασυγκράτητη η οργή των παλαμιτών. Ρίχτηκαν στο νεκρό του σώμα το ύβρισαν και το έσυραν μέσα στους δρόμους της πρωτεύουσας. Αναφέρω το θλιβερό αυτό περιστατικό γιατί δείχνει την οξύτητα των παθών που ξεσήκωσεν η «ησυχαστική έρις». Ας προσέξωμε ακόμη κάτι. Ο Γρηγοράς ήταν μεγάλος λόγιος και σοφός. Ήξερε καλά τους κλασικούς και προήγαγε τη σύγχρονή του επιστήμη, ιδίως τα μαθηματικά. Η μόρφωσή του όμως δεν εμπόδισε την ψυχή του να στραφή προς το υπερπέραν. «Έμεινα, λέγει, υπερήφανα, ακλόνητος (στον αγώνα κατά των παλαμιτών) για να σώσω τις ιδέες μου και την ψυχή μου».

Ας έλθωμε τώρα στον Παλαμά. Γόνος από ευγενή οικογένεια ανατράφηκε στην αυλή του Ανδρονίκου του Β'. Ενωρίς όμως τον κέρδισεν ο μυστικισμός, που την εποχή εκείνη είχε μεγάλη επίδοση σε όλη σχεδόν τη χριστιανοσύνη. Σύγχρονοι του Παλαμά και του Καβάσιλα είναι οι δυο πρώτοι σημαντικοί Γερμανοί μυστικοί ο Eckart και ο Tauler και μιλούν πολύ συγγενική γλώσσα. «Και γιατί, ρωτά ο Tauler, πρέπει να σωπαίνης; Γιατί τότε ο Λόγος θα μπορέση να γεννηθή μέσα σου και να βρή έκφραση, και να γίνη ακουστός. Αλλά είναι φανερό ότι, αν συ μιλάς, ο Λόγος θα σωπαίνη. Είναι αδύνατο να υπηρετήσης καλύτερα το Λόγο παρά σωπαίνοντας και ακούοντας. Αν τώρα εσύ βγης εντελώς έξω από τον εαυτό σου, τότε θα μπη μέσα σου ο Λόγος ολόκληρος...».

Νέος ο Παλαμάς εγκατέλειψε την αυλή, δέχτηκε το μοναχικό σχήμα στή Θεσσαλονίκη και αποσύρθηκε σε απόμερη σκήτη κοντά στη Βέρροια για να μονάση. Ήρθε όμως ο Βαρλαάμ με την επίθεσή του κατά των ησυχαστών και του διέκοψε τη συλλογή και τη μελέτη. Για να υποστηρίξη τη μέθοδο της προσευχής των ησυχαστών και να ανασκευάση τη γελοιοποίηση που επεχείρησεν ο Βαρλαάμ στηρίζεται ο Παλαμάς στη χριστιανική διδασκαλία ότι το ανθρώπινο σώμα, ναός του Θεού, δεν είναι αρχή του κακού. Πάνω στο θέμα αυτό έχομε ένα ενδιαφέρον έργο την «Προσωποποιΐα», που κι αν δεν είναι έργο του Παλαμά, όπως ήταν παλαιότερα γενικά αποδεκτό, απηχεί πάντως τις απόψεις που και εκείνος υποστηρίζει. Στο έργο αυτό η ψυχή προσωποποιημένη απαγγέλλει δριμύ κατηγορητήριον κατά του σώματος, και το σώμα, προσωποποιημένο κι' αυτό, απαντά με την σειρά του ανασκευάζει τις κατηγορίες και κατευθύνει το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, όσα είπε η ψυχή δεν είναι χριστιανικά αλλά νεοπλατωνικά. Συμπέρασμα που δίνει την ορθή θέση, τη χριστιανική, στο σώμα, το έτερο απαραίτητο σκέλος για την υπόσταση του ανθρώπου.

Πλανερός λοιπόν ο δρόμος των νεοπλατωνικών για την αλήθεια. Ο απλανής δρόμος, λέγει ο Παλαμάς, που οδηγεί στο Θεό είναι εκείνος που περνά μέσα από το νου, ο δρόμος του νου. Πού είναι όμως η θέση του νου; Εδώ είναι η ρίζα της διαφωνίας με τους Βαρλααμίτες. Είναι ο νους έξω από το σώμα ή μέσα στο σώμα; Να θέσωμε, λέγει ο Παλαμάς, το νου απόλυτα έξω από το σώμα για να απολάψωμε νοητά θεάματα, αυτό είναι η πιο μεγάλη ελληνική πλάνη, ρίζα και πηγή κάθε κακοδοξίας, ανακάλυψις των δαιμόνων, καρπός της απουσίας του πνεύματος ... Και σε μας, συνεχίζει, οι οπαδοί της πλάνης υποστηρίζουν ότι ο νους κατά την προσευχή πρέπει να είναι έξω από το σώμα. Όταν ο ησυχαστής λέγη έξω από το σώμα, εννοεί φυσικά έξω από τη σωματική αίσθηση, όχι τόπο, θέση, αφού ο νους είναι ασώματος. Ξέρομε όμως καλά, προσθέτει ο Παλαμάς, ότι, όταν ο νους είναι μέσα στην καρδιά,βρίσκεται μέσα στο όργανό του, μέσα στο θησαυροφυλάκιό του. Όταν λοιπόν θέλωμε να καθαρίσωμε το νου πρέπει να τον συγκεντρώσωμε μέσα στην καρδιά. Φαίνεται καθαρά η θέση που παίρνει ο Παλαμάς στο βασικό αυτό πρόβλημα. Αντιτίθεται καθαρα και ξάστερα στον αντικειμενισμό της συλλογιστικής που βλέπει, θα λέγαμε, τον άνθρωπο σα συλλογιστική μηχανή, αντιτίθεται και στην έκσταση του νεοπλατωνισμού, που βγάζει τον άνθρωπο από τον άνθρωπο (φυγή, .έκστασις). Και προσπαθεί να διατυπώση μια θεωρία που πηγάζει από τη βαθύτερη ρίζα του χριστιανισμού. Θέλει το νου να βαφτίζεται μέσα στην καρδιά και να αφήνεται στην οδήγησή της. Για να αποφύγη την κατηγορία για υποκειμενισμό προσθέτει ο Παλαμάς ότι οι ησυχαστές δε θέλουν το νου μόνο μέσα στο σώμα και μέσα στην καρδιά, αλλά ότι θέλουν να τον ωθήσουν ως μέσα στον ίδιο τον εαυτό του. Μόνο τότε ο νους ξαναβρίσκει τη δική του ουσία, αφού περάση από την καρδιά, και, ξεπερνώντας κάποτε τον εαυτό του, αναστρέφεται με το Θεό.

Υποστήριξεν ο Βαρλαάμ ότι δεν υπάρχει θεωρία, που ξεπερνά τις νοητικές ικανότητες και θεώρησε γελοίο τον ισχυρισμό των ησυχαστών ότι φτάνουν στη γνώση του Θεού με μυστικό τρόπο. Ο Παλαμάς απαντά ότι η μυστική θεωρία αυτή και μόνο παρέχει την πιό λαμπρή απόδειξη για το ότι υπάρχει Θεός και είναι πάνω από όλα, τα όντα. «Εγώ, συνεχίζει ο Παλαμάς στο αποκαλυπτικό αυτό κείμενο, θέτω ότι η άγια πίστη μας, πάνω από όλες τις αισθήσεις καί διανοήσεις είναι ένα όραμα της καρδιάς μας με ιδιαίτερο τρόπο, γιατί ξεπερνά όλες τις νοητικές ικανότητες της ψυχής μας». Μόνο,. προσθέτει αλλού, όταν το φως πλημμυρίζη την καρδιά μας, μόνο τότε ο αληθινός άνθρωπος πηγαίνει στο αληθινό έργο του, ανεβαίνει στα αιώνια βουνά, βλέπει τον αόρατο, και από κει και πέρα μπαίνει ολοκληρωτικά στη χώρα του θαύματος. Εδώ θα σας θυμίσω πάλι τον Πασκάλ που μίλησε για Θεό που τον αισθάνεται η καρδιά (sensible au coeur) και τόνισε ότι άλλο πράγμα είναι να αισθανθής την αλήθεια με την καρδιά, άλλο να τη γνωρίσης με το λόγο. Αυτό το ίδιο ζήτημα απασχολεί και τον Παλαμά και την ίδια λύση .του δίνει. Η φωτισμένη καρδιά, όχι ο νους, αυτή μας οδηγεί στο Θεό, αυτή μας σώζει.

Πώς απαντά όμως στα επιχειρήματα του Βαρλαάμ ότι το θαβώρειο φως είναι υλικό, κτιστό και αισθητό; Θέτει, όπως είδαμε, πραγματική διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ενέργεια του Θεού. Υπάρχει, λέγει ο Παλαμάς, απειρία,θείων ενεργειών μια απ' αυτές είναι το θαβώρειο φώς. Όλες αναβρύζουν από την ουσία του Θεού, σαν από αστείρευτη πηγή, και είναι δεμένες μαζί της με τρόπο αξεδιάλυτο. Η θεία ουσία είναι, λέγει ακολουθώντας το Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο θείος γνόφος, από όπου αποροέουν οι θείες ενέργειες, που αποτελούν τις εκδηλώσεις του Θεού, την προχώρησή τους προς εμάς. Ο άνθρωπος βοηθημένος από την θεία χάρη ενώνεται όχι με την ουσία αλλά με την ενέργεια του Θεού. Επειδή όμως και το πιο μικρό μόριο της θείας ουσίας έχει όλες τις δυνάμεις της θεότητας, -η θεότητα δεν μερίζεται όπως τα σώματα- όσοι δέχτηκαν μέσα τους μια θεία ενέργεια δέχτηκαν ολόκληρο το Θεό.

Και πώς είναι δυνατό, αναρωτιέται ο Παλαμάς, να διανοηθούμε φύση χωρίς.ενέργεια; Πώς μπορούμε να πούμε ότι η πρόνοια, η πρόγνωση, η δημιουργία είναι ουσία και όχι ενέργεια; Όπως και στο μονοθελητισμό, τίθεται και εδώ το πρόβλημα των σχέσεων ουσίας και ενεργείας, από άλλη σκοπιά. Οι Βαρλααμίτες έβλεπαν τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος μόνο με τρόπο φυσικό ή λογικό: Θεός -δημιουργία- κτίσματα. Οι Παλαμίτες με τη θεία χάρη βλέπουν το Θεό με τα ίδια τους τα μάτια. Οι πρώτοι φτάνουν τη θέωση μόνο με το νου. Οι δεύτεροι με τη θεία χάρη. Ο Παλαμίτης ζει δίπλα ή κάτω από τη στέγη της θείας ενεργείας. Αντί να ζητά αιτιολογικό προσδιορισμό, λογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού ο Παλαμίτης βλέπει το Θεό, ζει εν τω Θεώ. Η συγκεκριμένη αυτή θέα .του θείου που αναστρέφεται με τον μυστικό σα φίλος ή τον συμβουλεύει σα δάσκαλος δεν έρχεται σε αντίφαση με την ιδέα που την ίδια ώρα έχει για τον ίδιο το Θεό ότι είναι άπειρος και περίγραπτοs. Γιατί ο Θεός που βλέπει τώρα δα ο μυστικός είναι μια θεία ενέργεια, όχι η θεία ουσία. Αλλά και έτσι, μόνο όσοι έχουν καθαρούς οφθαλμούς βλέπουν το Θεό, και όχι ένα κτίσμα όπω έλεγαν ο Βαρλαάμ και οι οπαδοί του. Οι. οφθαλμοί που βλέπουν κατά φύσιν είναι τυφλοί για το θείο φως, που δεν είναι αισθητό, κι ας το βλέπουν τα σωματικά μάτια. Τη στιγμή που έγινεν η Μεταμόρφωσις ο Θεός άφησε λίγο ανοιχτή την πύλη της θεότητας σε όσους έδωσε τη χάρη του και έδειξε στους μυημένους το Θεό που κατοικεί εκεί μέσα. Και αν ο απόστολος Ματθαίος λέγει ότι ο Ιησούς έλαμψε σαν ήλιος, -και έλαμψεν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως- το λέγει για να μας κάμη να εννοήσωμε πως ό,τι είναι ο ήλιος για κείνους που ζουν μέσα στις αισθήσεις και βλέπουν σύμφωνα μ' αυτές, είναι ο Χριστός για όσους ζουν εν,Πνεύματι καί βλέπουν εν Πνεύματι. Το θεϊκό φως δεν είναι κάτι που τώρα υπάρχει και σε μια στιγμή εξαφανίζεται, ούτε είναι περιγραπτόν. Εκείνοι που είδαν τον Ιησού στο Θαβώρ επέρασαν από τη σάρκα στο πνεύμα, με αλλοίωση των αισθήσεων ενεργημένη από το πνεύμα, και τότε μόνο είδαν το μυστικό φως. Πώς αυτό γίνεται μόνο ο Θεός και κείνοι που το δοκίμασαν ξέρουν. Όσοι δεν σκέπτονται αυτό μεταβάλλουν και αυτό το φως και το Άγιο Πνεύμα σε κάτι το κτιστόν.

Ακόμη μια φορά η βυζαντινή πνευματικότητα βρίσκει στο πρόσωπο του Παλαμά τη δύναμη να επισύρη την προσοχή του ανθρώπου στο μυστικό βάθος της θρησκείας, στο μυστικό βάθος. του ίδιου του ανθρώπου. Να αντιπαλαίση τον ορθολογισμό που ήθελε να ορθωθή μονοκράτορας και στην περιοχή της θρησκείας. Η αληθινή θεολογία, η αλήθεια, λένε οι ησυχαστές,θέλει την καθαρότητα της καρδίας, σφιχτά δεμένη δηλαδή τη θεωρία με την πράξη. Γιατί μόνο αυτή η καθαρότητα εξασφαλίζει στους πιστούς το μεγάλο βήμα που τους επιτρέπει να περάσουν από τη γνώση στο ανθρώπινο μέτρο στη γνώση στο μέτρο του Θεού.

Δεν είναι λοιπόν η ησυχαστική έριδα ένα απλό επεισόδιο ανταγωνισμού ανάμεσα στη Δύση και στο Βυζάντιο, όπως είπαν. Εκείνοι που μάχονται και αντιπαλαίουν είναι από τη μια η θρησκεία σε ό,τι βαθύτερα ιδιαίτερο έχει, τη δίψα του πνεύματος, του ανθρώπου, να ξεπεράση τον εαυτό του για να ενωθή με τον Θεό, και, από την άλλη, μια άλλη δίψα του πνεύματος, δίψα για νοητική και ενιαία συστηματοποίηση της γνώσης.

Ο ησυχασμός, όπως κάθε μυστικισμός, μας βυθίζει διά μιας σε ατμόσφαιρα ενορατική για να γνωρίσωμε στο Θεό, με όραση μακαριστή, ό,τι απόλυτα ιδιαίτερο έχει. Γενικά ο μυστικισμός, στις καλύτερές του στιγμές, δεν αρνείται τη γνώση, τη θύραθεν σοφία. Εκείνο που αρνείται είναι ότι η γνώση αυτή οδηγεί στις ρίζες, στη θεωρία και στη θέωση του ανθρώπου. Για τούτο το μεγάλο εγχείρημα επιστρατεύει ολόκληρο τον άνθρωπο, συναιρεί τις αντινομίες και, με τον ησυχασμό, δίνει τα πρωτεία στην καρδιά. Ο νους, μόνο αν βαφτιστή στην καρδιά βρίσκει τον εαυτό του. Δε θέλει άρά γε να πη ότι δεν πρέπει ο άνθρωπος να εξαντικειμενικεύεται, να γίνεται συλλογιστική μηχανή, αλλά να μένη πάντα ένα υπεύθυνο πρόσωπο; Έτσι ίσως θα λέγαμε, το ίδιο στο βάθος πράγμα, σήμερα.

Ύστερα από πολλές μεταπτώσεις και οξεία διαμάχη ο ησυχασμός επικράτησε, όπως είπαμε. Τούτο δείχνει, για μια ακόμη φορά, ότι όχι μόνο στην επίσημη εκκλησία, αλλά και στο λαό του Βυζαντίου ήταν ακόμη πολύ έντονο και ζωηρό το αίσθημα της μυστικότητος της θρησκείας.